Στο Pro News Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
Πολιτισμός

Οι ταινίες της εβδομάδας - Η Πεντάμορφη και το Τέρας «κλέβει» την παράσταση (φωτό, βίντεο)

Μία πλούσια σε ταινίες εβδομάδα με την «Πεντάμορφη και το τέρας» να κλέβει τις εντυπώσεις, για τις (δευτερολέπτου) γκέι αναφορές της.

Επιστροφή απο σήμερα για τους αδελφούς Νταρντέν, αλλά και μία άνευρη ταινία του Σον Πεν, με πρωταγωνιστές τους Χαβιέ Μπαρδέμ, Σαρλίζ Θερόν, αλλά και τους γιατρούς του Κόσμου. 

Η Πεντάμορφη και το Τέρας, (Beauty and the Beast)

Σκηνοθεσία: Μπιλ Κόντον

Παίζουν: Έμμα Γουάτσον, Νταν Στίβενς, Λουκ Έβανς, Κέβιν Κλάιν, Τζος Γκαντ, Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, Ίαν Μακ Κέλλεν, Έμμα Τόμσον

Η Μπελ είναι μια νεαρή κοπέλα που φυλακίζεται από το Τέρας στο κάστρο του, ως αντάλλαγμα για την απελευθέρωση του πατέρα της, Μωρίς. 

Παρά τον φόβο της, γίνεται φίλη με το στοιχειωμένο προσωπικό του κάστρου και μαθαίνει να προσπερνά την εξωτερική εμφάνιση του Τέρατος, διακρίνοντας την αληθινή καρδιά του Πρίγκιπα που κρύβεται μέσα του.

Το γνωστό κλασικό παραμύθι επανέρχεται στη μεγάλη οθόνη από την Disney σε μια live-action εκδοχή, που δίνει έμφαση στις ανθρώπινες σχέσεις κι όχι μόνο στον παράδοξο έρωτα της Πεντάμορφης για το Τέρας.

Ο Μπιλ Κόντον, γνώστης των μιούζικαλ, φτιάχνει ένα υπερθέαμα με άρωμα παλιού Χόλιγουντ, γεμάτο με μουσική, τραγούδια και φυσικά πολύ αγάπη, ανταποκρινόμενος στα κλασικά πρότυπα του παραμυθιού και της θρυλικής ταινίας του 1991 , ενώ αξιοποιεί και την ψηφιακή τεχνολογία, δημιουργώντας εντυπωσιακές φωτορεαλιστικές απεικονίσεις των αντικειμένων που μιλάνε μέσα στο κάστρο του Τέρατος.

Οι δυο σεναριογράφοι, ο Έλληνας Evan Spiliotopoulos και ο Stephen Chbosky, αναπτύσσουν τους χαρακτήρες της ταινίας, δημιουργώντας μάλιστα μια ιδιαιτερότητα στο ρόλο του Λεφού, παρατρεχάμενου του καρδιοκατακτητή Γκαστόν, που έχει πολυσυζητηθεί, καθώς πολλοί λένε ότι έχει μια ομοφυλοφιλική διάθεση. Στην ταινία βέβαια, αν υπάρχει αυτή η νύξη, δεν κρατάει πάνω από ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, οπότε μάλλον πολύ κακό για το τίποτα.

Η Έμμα Γουάτσον πάντως μοιάζει με πορσελάνινη κούκλα και αποδεικνύεται μια ιδανική Μπελ. 

Η προσωπική της γοητεία ενσωματώνεται στο χαρακτήρα της Πεντάμορφης, που εκτός των φυσικών της προσόντων, έχει μια περιέργεια για τη ζωή. 

Ο Νταν Στίβενς στο ρόλο του Τέρατος βρίσκει την ισορροπία ανάμεσα στην άγρια φύση του ήρωά του και στην τρυφερότητα, αλλά η αλήθεια είναι ότι η μεταμόρφωσή του σε πρίγκιπα δεν είναι τόσο εντυπωσιακή- ως Τέρας ήταν πολύ πιο συμπαθητικός. Ο Λουκ Έβανς από την άλλη είναι ο Γκαστόν, ένας ήρωας πολέμου, που όμως πάσχει από τρομερό ναρκισσισμό, ενώ ο Κέβιν Κλάιν, στο ρόλο του πατέρα, έχει μια καλλιτεχνική εκκεντρικότητα πολύ ενδιαφέρουσα. 

Η στοιχειωμένη παρέα τώρα του κάστρου αποτελείται από ένα all star cast, μεταξύ των οποίων ο εκπληκτικός Ίαν Μακ Κέλλεν, που κάνει το ντεμπούτο του στο μιούζικαλ στα 76 του χρόνια, η Έμμα Τόμσον, αλλά και ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, που δίνουν το δικό τους στίγμα στην ταινία. 

Στα συν επίσης είναι και η εντυπωσιακή και λεπτομερέστατη σκηνογραφία.

Αν και η ταινία δεν προτείνει ουσιαστικά κάτι καινούργιο σε μια ήδη γνωστή ιστορία, αυτή η εκδοχή απευθύνεται άνετα και στο ενήλικο κοινό και σίγουρα θα σας διασκεδάσει.

Τρέξε, (Get out)

Σενάριο - Σκηνοθεσία: Τζόρνταν Πιλ

Παίζουν: Ντάνιελ Καλούγια, Άλισον Ουίλιαμς, Μπράντλεϊ Γουίτφορντ, Κάθριν Κίνερ 

Ο Αφρο-Αμερικανός Κρις θα συνοδεύσει τη λευκή κοπέλα του, Ρόουζ, στο πατρικό της για να περάσουν ένα Σαββατοκύριακο με τους γονείς της και τον αδερφό της, Τζέρεμι, για να έρθει αντιμέτωπος με μια τρομαχτική αλήθεια.

Ο Τζόρνταν Πιλ, γνωστός σεναριογράφος, στο σκηνοθετικό του ντεμπούτο υπογράφει ένα πρωτότυπο θρίλερ με φυλετικές προεκτάσεις και κωμικές πινελιές.

Ένας νέος Αφρο -Αμερικανός, ο Κρις, ετοιμάζεται να γνωρίσει τους γονείς της λευκής κοπέλας του και να περάσει ένα Σαββατοκύριακο μαζί τους. 

Από την αρχή αισθάνεται αμήχανος για την επικείμενη συνάντηση, καθώς εκείνη δεν τους έχει ενημερώσει για το χρώμα του, αλλά η συμπεριφορά της, πάντα υποστηρικτική και πλήρως αντιρατσιστική, τον καθησυχάζει. 

Όταν θα βρεθεί στην εξοχική κατοικία, θα διαπιστώσει ότι το υπηρετικό προσωπικό αποτελείται από έγχρωμους, πολύ περίεργους ανθρώπους, που λειτουργούν σχεδόν ρομποτικά. 

Παράλληλα, η μητέρα της καλής του , μια ψυχοθεραπεύτρια με ειδίκευση στον υπνωτισμό, θα δοκιμάσει πάνω του και παρά τη θέλησή του τις τεχνικές της, ενώ δεν λείπουν οι υπαινιγμοί και τα υπονοούμενα για την καταγωγή του. 

Σε μια γιορτή που διοργανώνουν οι οικοδεσπότες, θα αναγνωρίσει έναν παλιό γνωστό του, που όμως μοιάζει να μην τον αναγνωρίζει, ενώ ταυτόχρονα γίνεται δέκτης στερεοτυπικών ρατσιστικών σχολίων .

Αυτά συμβαίνουν στο πρώτο μέρος, όπου ο Πιλ καταφέρνει να δημιουργήσει μια πυκνή ατμόσφαιρα και να καλλιεργήσει ένα σασπένς γύρω από το μυστικό που κρύβει αυτό το παράξενο σπίτι. Ταυτόχρονα αφήνει σαφώς να διαφανεί ένα αντιρατσιστικό μήνυμα, στηλιτεύοντας συμπεριφορές και κοινωνικά στεγανά που μοιάζουν ανώδυνα, αλλά δεν είναι.

Όταν όμως ο Κρις φτάνει στη λύση του μυστηρίου κι αρχίζει να αντιλαμβάνεται τη σκοτεινή υπόθεση στην οποία έχει μπλέξει, η ταινία παίρνει μια απρόσμενη τροπή και μετατρέπεται σε splatter fun, πράγμα που όμως αποδυναμώνει την ένταση.

Βέβαια, ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος με προϋπηρεσία στις καλές κωμωδίες, φροντίζει να διανθίζει την ιστορία του με πινελιές μαύρου χιούμορ και δομεί ενδιαφέροντες χαρακτήρες. 

Η ομάδα των λευκών μοιάζει σχεδόν με γκροτέσκ τσίρκο, δίνοντας σαφώς το στίγμα και την πρόθεση της ταινίας, ενώ ο κεντρικός ήρωας ακολουθεί μια ανορθόδοξη διαδρομή, αφήνοντας μερικά αναπάντητα ερωτηματικά σχετικά με τις συνέπειες του ρατσισμού.

Όμως με ένα φινάλε αρκετά αναμενόμενο, που συστήνεται ως comic horror, αλλά οριακά σώζεται από την παρωδία, o θεατής δυστυχώς μένει με μια αίσθηση ανολοκλήρωτου από μια ταινία που πραγματικά θα μπορούσε να είχε κάνει τη διαφορά.

The last face

Σκηνοθεσία: Σον Πεν

Παίζουν: Χαβιέ Μπαρδέμ, Σαρλίζ Θερόν, Ζαν Ρενό, Αντέλ Εξαρχόπουλος, Τζάρεντ Χάρις

Η ερωτική ιστορία της Δρ. Ρεν Πίτερσεν , διευθύντριας ενός διεθνούς οργανισμού ανθρωπιστικής βοήθειας, και του Δρ. Μιγκέλ Λεόν, ενός γιατρού, μέλους των Γιατρών του Κόσμου στην εμπόλεμη Λιβερία.

Ο Σον Πεν σκηνοθετεί ένα άνευρο ερωτικό δράμα με φόντο την τραγωδία του προσφυγικού ζητήματος κι ενώ οι προθέσεις του μπορεί να είναι καλές, το σενάριο, -κυρίως οι διάλογοι- είναι πραγματικά για κλάματα.

Η δυναμική γιατρός, που υποδύεται η πανέμορφη και γνωστή για τις ανθρωπιστικές της ανησυχίες Σαρλίζ Θερόν, ερωτεύεται έναν ασυμβίβαστο Ισπανό γιατρό, τον Δρ. Λέον, ( Χαβιέ Μπαρδέμ-επίσης ακτιβιστής, ειδικά σε ό,τι αφορά στο προσφυγικό), που γνωρίζει σε μια επιχείρηση διάσωσης. 

Οι δυο τους ερωτεύονται κάτω από αντίξοες συνθήκες, όμως η φρίκη του πολέμου και οι προσωπικές διαφωνίες σχετικά με το πώς πρέπει να διαχειριστούν τις καταστάσεις, αλλά και την γενικότερη ανθρωπιστική κρίση τους χωρίζουν. 

Εκείνη πιστεύει ότι πρέπει να επιστρέψει στη Δύση και να μεταφέρει τα όσα είδε κι έζησε, εκείνος θεωρεί πως η θέση του είναι στην ζώνη του πυρός δίπλα στους αμάχους. Θα ξαναβρεθούν δέκα χρόνια μετά και θα προσπαθήσουν να επουλώσουν τις πληγές τους και να αφήσουν πίσω τους τις εφιαλτικές τους μνήμες.

Αν και οι συντελεστές της ταινίας φημίζονται για τις κοινωνικές τους ευαισθησίες και προφανώς θέλουν να στείλουν ένα μήνυμα ανθρωπισμού, η ιστορία ρέπει προς το μελό και την κατήχηση, ενώ η ταραχώδης σχέση που αναπτύσσει το ζευγάρι μέσα στη λαίλαπα ενός ανελέητου πολέμου μοιάζει τουλάχιστον αστεία. 

Οι δε διάλογοί τους θυμίζουν εγχειρίδιο λαϊκής ψυχολογίας με μια essence από Άρλεκιν.

Βέβαια ο Σον Πεν καταφέρνει με έναν ντοκυμαντερίστικο σχεδόν τρόπο να καταγράψει τις συνθήκες των προσφυγικών στρατοπέδων, ενώ δεν λείπουν και μερικές σκληρές σκηνές, που αποτυπώνουν το αληθινό πρόσωπο του πολέμου. 

Όμως η ερωτική ιστορία γύρω από την οποία κινεί τον άξονά του ακυρώνει κάθε προσπάθεια να πει κάτι πιο βαθύ κι ουσιαστικό.

Δυστυχώς ούτε και οι πρωταγωνιστές του σώζουν την κατάσταση. Η πάντα εντυπωσιακή Θερόν, που ο Πεν την κινηματογραφεί από κάθε πιθανή γωνία (υπογράφοντας έτσι το φινάλε της πολύκροτης σχέσης τους, όπως λένε μερικοί), υιοθετεί κυρίως μια αστική συμπεριφορά, που κάνει την ηρωίδά της να μοιάζει εντελώς ξένη με το περιβάλλον. 

Ο Χαβιέ Μπαρδέμ, όπου υπάρχει δηλαδή γιατί βασικά η κάμερα ακολουθεί τη Θερόν, αφήνεται στην ατίθαση γοητεία του. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες μένουν εντελώς στο περιθώριο, σχεδόν λειτουργούν υποστηρικτικά, κι έτσι ο Πεν αφήνει ανεκμετάλλευτους καλούς ηθοποιούς, που θα μπορούσαν να δώσουν ένα μεγαλύτερο βάθος στη ταινία.

Η περιρρέουσα πολιτική κατάσταση της χώρας απλώς εικονογραφείται και το αποτέλεσμα είναι πως η ταινία δεν αποδεικνύει τελικά ότι «πρόσφυγες είμαστε όλοι», όπως η Δρ. Ρεν λέει σε μια διδακτική ομιλία της , όταν προσπαθεί με δάκρυα στα μάτια και λαμπερή αλά Όσκαρ τουαλέτα να πείσει τους συμπολίτες της για την ευθύνη τους απέναντι στον Τρίτο κόσμο. 

Αντίθετα με μια δεύτερη ανάγνωση θα έλεγε κανείς ότι οι δημιουργοί καταφέρνουν το ακριβώς αντίθετο από αυτό που επιδιώκουν: να παρουσιάσουν μια τραγωδία στην οποία όλοι έχουμε μερίδιο ως κάτι μακρινό, για το οποίο κάποιοι «καλοί δυτικοί» καθόλου δεν φταίνε, και παρ’ όλα αυτά τρέχουν να βοηθήσουν, εγκαταλείποντας την καταπληκτική τους βίλα στο Κέιπ Τάουν με τους έγχρωμους υπηρέτες.

Το άγνωστο κορίτσι, ( La fille inconnue)

Σκηνοθεσία: Ζαν-Πιέρ & Λυκ Νταρντέν

Παίζουν: Αντέλ Ενέλ, Ολιβιέ Μπονόντ, Ζερεμί Ρενιέ, Λούκα Μινέλα

Μια νεαρή ειδικευόμενη ακούει το κουδούνι στο ιατρείο της μετά από μια μεγάλη και κουραστική ημέρα, αλλά δεν απαντά. 

Το επόμενο πρωί, η αστυνομία την ενημερώνει ότι μια άγνωστη γυναίκα βρέθηκε νεκρή κοντά στο σπίτι της. Γεμάτη ενοχές, θέτει σκοπό της ζωής της να ανακαλύψει την ταυτότητα του άγνωστου κοριτσιού.

Πιστοί στο ανθρωποκεντρικό ρεαλιστικό σινεμά, οι αδερφοί Νταρντέν επιστρέφουν με ένα κοινωνικό δράμα με στοιχεία detective story, που αναζητάει τον ηθικό αυτουργό μιας δολοφονίας.

Η Τζενί είναι μια νεαρή γιατρός, ταμένη στην υπηρεσία του ανθρώπου. Βοηθάει με αυταπάρνηση τους ασθενείς της και είναι πάντα διαθέσιμη για όποιον χρειάζεται τη βοήθειά της. Ένα βράδυ όμως μια γυναίκα τής χτυπάει το κουδούνι κι εκείνη, επειδή είναι πολύ αργά, δεν ανοίγει. 

Το επόμενο πρωί θα μάθει ότι αυτή η γυναίκα δολοφονήθηκε. Η Τζενί, γεμάτη ενοχές και θεωρώντας πως θα μπορούσε να είχε σώσει μια ζωή, αναζητάει την ταυτότητα του κοριτσιού. Δεν θέλει να χαθεί ανώνυμα, να εξαφανιστεί σαν να μην υπήρξε ποτέ. Θα μάθει λοιπόν ότι ήταν από την Αφρική και εργαζόταν ως ιερόδουλος. Αναλαμβάνοντας το ρόλο αστυνομικού επιθεωρητή, αλλά χωρίς να κατέχει ουσιαστικά τη μέθοδο μιας έρευνας, προσπαθεί να ανακαλύψει τι ακριβώς συνέβη εκείνη τη μέρα που της άλλαξε τη ζωή.

Προσεγγίζει λοιπόν συναισθηματικά ανθρώπους που μπορούν να της προσφέρουν στοιχεία, προσπαθεί να τους κινητοποιήσει ηθικά, αναστατώνει τις ζωές τους, για να συνειδητοποιήσει τελικά ότι οι ηθικοί αυτουργοί αυτής της δολοφονίας είναι πολλοί.

Οι αδελφοί Νταρντέν βάζουν έναν απλό καθημερινό άνθρωπο να γίνεται ντετέκτιβ, κινούμενο από τις προσωπικές του ενοχές, γεγονός που έχει ενδιαφέρον, όμως το πρόβλημα είναι ότι ο χαρακτήρας της Τζενί πέρα από την εμμονή της να φτάσει στην αλήθεια, δεν έχει περαιτέρω διαστάσεις. Έτσι η θέση των δημιουργών της ταινίας ότι όλοι μ’ έναν τρόπο είμαστε συνυπεύθυνοι για τα δεινά αυτού του κόσμου μοιάζει αποδυναμωμένη. 

Τελικά το άγνωστο κορίτσι, δεν είναι μονό η δολοφονημένη, αλλά και η κεντρική ηρωίδα για τον θεατή, που δεν μπορεί να καταλάβει πού την οδηγεί όλη αυτή η περιπέτεια.

Φυσικά οι Νταρντέν είναι κινηματογραφιστές πρώτης γραμμής, επιμένουν κι εδώ σε ψυχολογικές λεπτομέρειες και στον αποκαλυπτικό ρεαλισμό που μας έχουν συνηθίσει, αλλά υπάρχουν μερικά σεναριακά κενά, που δεν μας επιτρέπουν να ταυτιστούμε με την εσωτερική διαδρομή της πρωταγωνίστριάς τους. 

Έτσι, θα λέγαμε ότι μάλλον αυτή είναι η πιο αδύναμη ταινία των διάσημων Ευρωπαίων αδελφών, που παραμένει πιστή στον προσανατολισμό τους, αλλά δεν καταφέρνει τελικά να κάνει την υπέρβαση.

Σκηνοθεσία: Σβεν Τάντικεν

Παίζουν: Μαρτίνα Γκέντεκ, Ούρλιζ Τουκούρ, Γιοχάνες Κρις

Απεγνωσμένα εγκλωβισμένη σε έναν αποτυχημένο γάμο, η Ελένα χάνει όλη της την ελπίδα, όταν νιώθει ότι έχει εγκαταλειφθεί και από τον Θεό. 

Ψάχνοντας για βοήθεια, βλέπει το κλειδί της απελευθέρωσής της στο πρόσωπο ενός ψυχολόγου, του Έντουαρντ Γκλουκ, αλλά εκείνος έχει τους δικούς του δαίμονες να παλέψει.

Ένα αγωνιώδες ψυχολογικό δράμα που περνάει σε σκοτεινές περιοχές, χωρίς τελικά να τις φωτίζει, αλλά διαθέτει ερμηνείες μεγατόνων από τρεις πολύ δυνατούς Γερμανούς ηθοποιούς.

Η αναζήτηση της πίστης, η υπέρβαση των ορίων, η έμφυτη βία και οι σκοτεινές περιοχές της σεξουαλικότητας είναι μερικά από τα θέματα που θέτει η νουβέλα της Σκωτσέζας Α. Λ. Κέννεντυ, στην οποία βασίζεται η ταινία του Σβεν Τάντικεν.

Η Ελένα μια νοικοκυρά που ζει σε έναν συμβατικό γάμο, συντετριμμένη αναζητάει την πίστη σε έναν Θεό, μια πίστη που κάποτε είχε, αλλά έχασε. Υποφέρει από αϋπνίες και αποκοιμιέται νωρίς το πρωί μπροστά στην τηλεόραση, ενώ ο σύζυγός της παρακολουθεί σαστισμένος τη συμπεριφορά της. 

Ο Σβεν Τάντικεν περιγράφει με υποβλητική ατμόσφαιρα την αποπνικτική καθημερινότητα του ζευγαριού, προετοιμάζοντας τον δρόμο για τα βίαια κι οριακά ξεσπάσματα του συζύγου της Ελένα, που εκείνη τα δέχεται σχεδόν σαν μια τιμωρία που της αξίζει.

Όταν όμως μια μέρα ακούει στο ραδιόφωνο έναν ψυχολόγο, τον Έντουαρντ Γκλουκ (το όνομά του σημαίνει ευτυχία) να αναλύει τις θέσεις του, σπεύδει να τον επισκεφτεί και να τον γνωρίσει.

Η Ελένα κι ο Γκλουκ αρχίζουν να βγαίνουν, μέχρι που εκείνος τολμάει να της αποκαλύψει τις ιδιαίτερες σεξουαλικές του «παρεκκλίσεις»: είναι εθισμένος στην πορνογραφία. Εκείνη θα επιστρέψει στο σπίτι της κι εκείνος ξεκινάει μια διαδικασία «απεξάρτησης» από το βίτσιο του. Έτσι μια περίεργη ιστορία σωτηρίας αναπτύσσεται μεταξύ τους, όπου ο σωτήρας και το σώστης εναλλάσσονται διαρκώς. Το πρόβλημα της ταινίας είναι ότι ποτέ δεν καταλαβαίνουμε γιατί οι ήρωες έχουν όλα αυτά τα προβλήματα και τι ακριβώς αναζητούν. Γιατί η Έλενα χάνει την πίστη της και γιατί ο Γκλουκ έχει αποκτήσει μια τέτοια αντίληψη περί της σεξουαλικότητας; Πάντως και οι δυο βασανίζονται από τις «αποκλίσεις» τους, πράγμα που καταλαβαίνουμε περισσότερο από τις ερμηνείες των πολύ καλών ηθοποιών, παρά από το σενάριο της ταινίας.

Ο Τάντικεν προσπαθεί να περάσει στις σκοτεινές περιοχές αυτής της περίεργης ιστορίας, όπου τα όρια και οι διαχωριστικές γραμμές είναι δυσδιάκριτες, προτείνοντας την αγάπη και την αποδοχή ως απόλυτη λύση, και καταγράφοντας τις σιωπές των ηρώων του, όμως τα θέματα που θέτει η νουβέλα της Κέννεντυ τόσο πολλά, που τελικά δεν καταφέρνει να εστιάζει σε κανένα εις βάθος.

Η ταινία περιγράφει πολύ δύσκολες καταστάσεις, εσωτερικές ως επί το πλείστον, γι’ αυτό και δυσπρόσιτες. Ευτυχώς η Μαρτίνα Γκέντεκ , ο Ούρλιζ Τουκούρ, αλλά και ο Γιοχάνες Κρις στο ρόλο του συζύγου είναι τρεις σπουδαίοι Γερμανοί ηθοποιοί, που μπορούν να παίξουν λεπτές αποχρώσεις και να υποστηρίξουν τους πολυσύνθετους χαρακτήρες τους. 

Η σκηνοθεσία του Τάντικεν κινείται σε αργούς ρυθμούς: τόσο οι ερωτικές σκηνές όσο και οι σκηνές βίας κουβαλούν μια απόγνωση αλλά και μια παρακμή, που σε κάνει να αναρωτιέσαι πώς επέρχεται η τελική λύτρωση- το μόνο σημείο που είναι σαφές και διάφανο στην ταινία. 

Επίσης επειδή μιλάμε για τεράστια υπαρξιακά ερωτήματα, θα περίμενε κανείς μια λιγότερο συμβατική και ταιριαστή στα κοινωνικά στερεότυπα λύση από αυτή που προσφέρει η ταινία στο φινάλε.

Ένα Βήμα τη Φορά, (Step By Step)

Σκηνοθεσία: Γκραν Κορ Μαλάντ, Μεντί Ιντίρ

Παίζουν: Πάμπλο Πολί, Σουφιάν Γκεράμπ, Νελιά Αρζούν, Μούσα Μανσαλί, Φρανκ Φαλίζ

Μπάνιο, ντύσιμο, περπάτημα, μπάσκετ. Όλα τα παραπάνω, είναι πράγματα που ο Μπεν δεν μπορεί πλέον να κάνει, όταν φτάνει σε ένα κέντρο αποκατάστασης μετά από ένα τρομακτικά σοβαρό ατύχημα. 

Πλέον, οι νέοι του φίλοι είναι τετραπληγικοί, παραπληγικοί, άνθρωποι με κρανιοεγκεφαλικά τραύματα. Μαζί θα μάθουν να είναι υπομονετικοί. 

Θα αντιταχθούν. Θα ξεπεράσουν τον ίδιο τους τον εαυτό. Θα προδώσουν και θα γοητεύσουν ο ένας τον άλλο. Μα πάνω απ’ όλα, θα βρουν την ενέργεια για να μάθουν και πάλι τι σημαίνει να ζεις.

Ο διάσημος Γάλλος μουσικός, Γκραν Κορ Μαλάντ, σκηνοθετεί μία ταινία που εξυμνεί τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης, εμπνευσμένη από προσωπικά του βιώματα.

Το 1997, όταν ο Φαμπιέν Μαρσό επόπτευε μία αθλητική κατασκήνωση, είχε ένα σοβαρό ατύχημα μετά από βουτιά στην πισίνα. Το αποτέλεσμα ήταν να εξαρθρώσει τη σπονδυλική του στήλη. Η εκτίμηση των γιατρών ήταν πως δεν θα καταφέρει να περπατήσει ξανά. Παρ’ όλα αυτά, ο Μαρσό διέψευσε κάθε προσδοκία. Όχι μόνο τα κατάφερε, αλλά υιοθετώντας το ψευδώνυμο «Γκραν Κορ Μαλάντ « ( Μεγάλο Άρρωστο Σώμα), έγινε ένας από τους πιο επιτυχημένους καλλιτέχνες της γαλλικής μουσικής σκηνής, ως slam poet (ποίηση επί σκηνής με στοιχεία περφόρμανς).

Ο Μαρσό αποτύπωσε όλη αυτή την απίστευτη περιπέτεια στο βιβλίο του με τίτλο «Patients», το οποίο με τη σειρά του, μεταφέρεται στον κινηματογράφο ως «Ένα Βήμα τη Φορά». Η ταινία διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στο κέντρο αποκατάστασης, όπου πέρασε ο συγγραφέας εκείνο το εξαιρετικά δύσκολο κομμάτι της ζωής του.

Ο Μαρσό, ως πρωτοεμφανιζόμενος στον χώρο του κινηματογράφου, ένιωσε πως η παρουσία ενός ακόμη ανθρώπου που θα εκτελούσε χρέη συν-σκηνοθέτη, θα ήταν ευεργετική. Επέλεξε τον Μεντί Ιντίρ, που επίσης δεν είχε καμία μεγάλου μήκους ταινία στο ενεργητικό του. Κι ενώ συνήθως σε αυτές τις περιπτώσεις έχουμε έναν βασικό καταμερισμό των σκηνοθετικών ευθυνών, οι Μαρσό και Ιντίρ είχαν απόλυτη ταύτιση απόψεων, αλληλοεκτίμηση και σεβασμό.

Οι δύο τους έψαξαν πολύ για να βρουν τους κατάλληλους χαρακτήρες, έναν συνδυασμό μεταξύ των ανθρώπων που είχε συναντήσει ο Μαρσό και των χαρακτήρων με την απαιτούμενη «φωνή» ώστε να περάσουν τα μηνύματα της ταινίας. Γιατί όσο κι αν η ιστορία επικεντρώνεται στον ήρωα και στο ταξίδι του, ο Μαρσό δεν θέλει να δούμε την ταινία ως μία αφιέρωση στον ίδιο: «Είναι ένας φόρος τιμής στο κουράγιο και στη θέληση, όχι στον ήρωα. 

Στη δύναμη μίας έκτης αίσθησης, που σου δίνει την επιθυμία να ζήσεις, παρά τα εμπόδια που σου έχουν παρουσιαστεί. Έζησα πλάι σε ανθρώπους το κουράγιο των οποίων δεν μπορώ καν να το περιγράψω. Εγώ τα κατάφερα, πολλοί από αυτούς όχι. Η ταινία είναι αφιερωμένη σε αυτούς», λέει ο δημιουργός της εξηγώντας τις προθέσεις του.

Tags
Back to top button