Η φλεγόμενη εκστρατεία για το τουρκικό δημοψήφισμα της 16ης Απριλίου, με το οποίο ο Πρόεδρος της Τουρκίας Recep Tayyip Erdogan ελπίζει να κερδίσει εξουσίες που αγγίζουν τα όρια της δικτατορίας, έχει δημιουργήσει διπλωματική κρίση μεταξύ της Τουρκίας και ορισμένων από τους βασικούς συμμάχους του ΝΑΤΟ. Οι σχέσεις με την Ολλανδία έχουν σχεδόν διακοπεί, η Γερμανία προσπαθεί να παραμείνει πολιτισμένη απέναντι σε έναν καταιγισμό προσβολών από τον Erdogan και η Δανία τάσσεται στο πλευρό των Βορειοευρωπαίων γειτόνων της.
Προσθέστε σε αυτό τις διαφορές της Τουρκίας με τις ΗΠΑ και την πολυετή ένταση μεταξύ Τουρκίας και Ελλάδας, και δεν είναι πλέον ξεκάθαρο πόσο μέλος του ΝΑΤΟ είναι στην πραγματικότητα η χώρα του Erdogan. Παρά τη σημαντική στρατιωτική δύναμή της, η συμμετοχή της Τουρκίας στις δραστηριότητες της συμμαχίας δεν είναι εκτεταμένη, και τα συμφέροντά της δεν ευθυγραμμίζονται απαραίτητα με αυτά του ΝΑΤΟ.
Άλλωστε όπως αναφέραμε χθες στο άρθρο μας , η ίδια η Άγκυρα σκοπεύει να μπλοκάρει τη συμμετοχή των στρατιωτικών της δυνάμεων σε προγραμματισμένες ασκήσεις μέσα στο 2017. Επίσης η Γερμανίδα υπουργός Άμυνας έθεσε και εκείνη θέμα αποχώρησης της Τουρκίας από την Ατλαντική Συμμαχία όπως σας ενημερώσαμε στο άρθρο
Μεγάλο μέρος της εναντίωσης της Βόρειας Ευρώπης στις εκστρατείες του Erdogan επί δικού της εδάφους έχει να κάνει με την εσωτερική πολιτική. Ο Ολλανδός πρωθυπουργός Mark Rutte βρίσκεται αντιμέτωπος με μια ισχυρή, εθνικιστική, αντι-μεταναστευτική πρόκληση στις σημερινές εκλογές. Το να κρατά μακριά τους Τούρκους υπουργούς που θέλουν να ταράξουν τη διασπορά στις ολλανδικές πόλεις τον βοηθά να κερδίζει πολιτικούς πόντους. Η δημοτικότητα της Γερμανίδας Καγκελαρίου Angela Merkel υπέστη πλήγμα από την εκλαμβανόμενη ως μαλακή αντίδρασή της στο μεταναστευτικό. Μπορεί λοιπόν να ζήσει και χωρίς τουρκικές διαδηλώσεις στη Γερμανία πριν από τις εκλογές της το Σεπτέμβριο. Η Merkel δεν ενήργησε το ίδιο σκληρά με τον Rutte, ωστόσο επέτρεψε στους δήμους να ακυρώνουν τα συλλαλητήρια με οποιοδήποτε πρόσχημα μπορούν να βρουν. Στη Δανία, δεν αναμένεται καμία σημαντική εκλογική αναμέτρηση, αλλά η κυβέρνηση έχει ζητήσει από τον Πρωθυπουργό της Τουρκίας Binali Yildirim να αναβάλει την επίσκεψή του: Δεν θα έδειχνε καλό να τον καλωσορίσουν μετά την παρομοίωση από τον Erdogan της γερμανικής και ολλανδικής κυβέρνησης με Ναζί.
Ο ίδιος ο Erdogan στοχεύει τόσο στο εγχώριο ακροατήριό του -στους υποστηρικτές του αρέσει η νευρική προθυμία του να αντιμετωπίσει τους πάντες- όσο και στους πολίτες της διασποράς της Ευρώπης, που συχνά αισθάνονται ότι οι τοπικές κυβερνήσεις δεν κάνουν αρκετά ώστε να μην αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας.
Αυτό δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι όταν τελειώσουν οι εκλογές και τα δημοψηφίσματα δεν θα παραμείνει μια πικρή επίγευση. Οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις δεν έχουν συνέλθει από όταν ο Erdogan εξαπέλυσε παρόμοια επιθετική ρητορική εναντίον των ΗΠΑ το περασμένο έτος, κατηγορώντας τες ότι βρίσκονται πίσω από την αποτυχημένη συνωμοσία για την απομάκρυνσή του, ενώ ο υπουργός Εξωτερικών John Kerry έφτασε κοντά στο να απειλήσει την Τουρκία με απώλεια της ιδιότητας μέλους του ΝΑΤΟ. Η συμμετοχή της ωστόσο, δεν φαίνεται να είναι ούτως ή άλλως ιδιαίτερα σημαντική σήμερα.
Στη Συρία, το μεγαλύτερο σκηνικό πολέμου στον κόσμο σήμερα, η Τουρκία ενεργεί ως ανεξάρτητος φορέας και ενίοτε ως αντίπαλος των ΗΠΑ. Αυτό έγινε εμφανές το περασμένο έτος, όταν η Τουρκία και η Ρωσία σύναψαν μια συμφωνία κατάπαυσης του πυρός και μια ειρηνευτική διαδικασία που δεν περιλάμβανε τις ΗΠΑ. Φέτος, οι ΗΠΑ και οι Ρωσία κατέληξαν να γίνουν απρόσμενοι σύμμαχοι εναντίον της Τουρκίας κοντά στην συριακή πόλη Manbij, αποτρέποντας μια τουρκική επίθεση ενάντια στις δυνάμεις των Κούρδων, οι οποίοι χαρακτηρίζονται τρομοκράτες από την κυβέρνηση Erdogan, αλλά θεωρούνται χρήσιμοι σύμμαχοι κατά του Ισλαμικού Κράτους από την Αμερική και τη Ρωσία. Δεν υπάρχει καμία ένδειξη για μια κοινή αμερικανο-τουρκική στρατηγική και η όποια αμερικανική κίνηση βοήθειας προς τους Κούρδους θα θεωρηθεί ως προδοσία στη φορτισμένη ατμόσφαιρα μετά το πραξικόπημα της Άγκυρας.
Η Κύπρος είναι άλλο ένα σημείο έντασης εντός του ΝΑΤΟ. Η Τουρκία αρνείται να αποσύρει τα στρατεύματά της από την κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο και για αυτό εμποδίζει τις τελευταίες συνομιλίες για την επανένωση. Αυτό επιδεινώνει την ιστορικά ταραχώδη σχέση με την Ελλάδα, η οποία έχει οδηγήσει σε κάτι σαν κούρσα εξοπλισμού τα δύο μέλη του ΝΑΤΟ.
Συνολικά, η Τουρκία φαίνεται να έχει περισσότερες διαφορές από ό,τι φιλίες με τους συμμάχους της στο ΝΑΤΟ. Και η συμμετοχή της στο ίδιο το ΝΑΤΟ, στο οποίο εντάχθηκε το 1952, δεν είναι ιδιαίτερα ισχυρή.
Σύμφωνα με την ετήσια έκθεση που δημοσιοποίησε το ΝΑΤΟ για το 2016, η Τουρκία πήρε μέρος μόνο σε 4 από τις 18 βασικές ασκήσεις της συμμαχίας που πραγματοποιήθηκαν το περασμένο έτος. Παρά το γεγονός ότι είναι η τέταρτη ισχυρότερη στρατιωτική δύναμη του ΝΑΤΟ (μετά τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο, αλλά μπροστά από τη Γερμανία) και αριθμητικά διαθέτει το δεύτερο μεγαλύτερο στρατιωτικό προσωπικό (μετά τις ΗΠΑ), η συμμετοχή της στην ανάπτυξη των δυνάμεων του ΝΑΤΟ είναι μικρή, αντιπροσωπεύοντας μόλις το 4% του προσωπικού στην αποστολή για την εκπαίδευση των αφγανικών δυνάμεων ασφαλείας, και το 7% στις δυνάμεις του Κοσσυφοπεδίου.
Άλλωστε, παρά τις επανειλημμένες εκκλήσεις για τα μέλη του ΝΑΤΟ να τηρούν τη δέσμευση να δαπανούν 2% του ΑΕΠ για την άμυνα, οι οποίες έγιναν πιο ισχυρές μετά τη νίκη του Donald Trump στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ, η Τουρκία έχει κινηθεί προς την αντίθετη κατεύθυνση. Οι στρατιωτικές της δαπάνες υπερέβησαν το 2% του ΑΕΠ το 2009, αλλά έκτοτε κινούνται πτωτικά, την ώρα που άλλα μέλη του ΝΑΤΟ έχουν αυξήσει τις δαπάνες τους:
Οι εκκαθαρίσεις του Erdogan μετά το πραξικόπημα έχουν βλάψει το στάτους της Τουρκίας στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Μερικοί Τούρκοι αξιωματικοί που είχαν αποσπαστεί στο αρχηγείο του ΝΑΤΟ στις Βρυξέλλες, ζήτησαν ακόμη και άσυλο, ενώ άλλοι αποδεσμεύτηκαν απότομα από το στρατό. Οι δεσμοί της Συμμαχίας έχουν αποδυναμωθεί και αυτό είναι που θέλουν κάποιοι ριζοσπαστικοί εντός του κόμματος του Erdogan. Νωρίτερα φέτος, ο Samil Tayyar, βουλευτής του AK, αποκάλεσε το ΝΑΤΟ «τρομοκρατική οργάνωση» που «απειλεί την Τουρκία.» Κατηγόρησε τη συμμαχία και τα μέλη της ότι βρίσκονται πίσω από όλα τα πραξικοπήματα της Τουρκίας από το 1960 και κάλεσε την Τουρκία να το την εγκαταλείψει.
Ο ίδιος ο Erdogan δεν έχει αφήσει ποτέ να εννοηθεί ότι θα φτάσει τόσο μακριά. Η μικροπολιτική του έχει σχεδιαστεί για να διατηρεί τα πλεονεκτήματα της επίσημης ένταξης στο ΝΑΤΟ, χωρίς να αναλαμβάνει πάρα πολλές δεσμεύσεις. Οι ΗΠΑ και οι κορυφαίοι σύμμαχοί τους στην Ευρώπη το ανέχονται επειδή στην πραγματικότητα μια αποχώρηση των Τούρκων θα έβαζε επίσημα τη Μαύρη Θάλασσα και τα Βαλκάνια στο παιχνίδι ως τα μέρη του κόσμου όπου η Ρωσία και η Τουρκία θα μπορούν ανοιχτά να ανταγωνίζονται για επιρροή. Η Δύση θα έχανε επίσης ένα βασικό «πάτημα» για τη Μέση Ανατολή.
Στην πραγματικότητα, όμως, ο Erdogan δεν είναι μακροχρόνιος σύμμαχος κανενός. Είναι ένας λαϊκιστής, που ενδιαφέρεται κυρίως για την εδραίωση της εγχώριας εξουσίας του μακροπρόθεσμα, ενώ η στρατηγική σημασία της χώρας του για όλους -Ευρωπαίους, Αμερικανούς, Ρώσους, Άραβες- του δίνει μια αίσθηση ατιμωρησίας. Η Τουρκία δεσμεύεται μόνο από τις συνθήκες εφόσον δεν αναγκάζουν τον Εrdogan να κάνει κάτι που δεν του αρέσει. Και το δημοψήφισμα, εάν ο Erdogan το κερδίσει, θα ενισχύσει αυτή τη δυναμική.