Η όπερα του Τζάκομο Πουτσίνι σε σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια του Ούγκο ντε Άνα ανοίγει τις φετινές εκδηλώσεις του Φεστιβάλ Αθηνών στο Ηρώδειο…
Καλοκαίρι του 2013. Ο κόσμος στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου είχε ήδη αρχίσει να συγκεντρώνεται στο ύψος του Μερόπειου Ιδρύματος αρκετά λεπτά πριν από τις 20.00. Γονείς με τα παιδιά τους, ηλικιωμένοι που φόρεσαν τα καλά τους για να πάνε στην όπερα, τουρίστες με τις φωτογραφικές ανά χείρας, ποδηλάτες που έτυχε να σταματήσουν λόγω περιέργειας. Όλοι τους, με ένα χαμόγελο στα χείλη, που φαίνεται να «κόλλησαν» από τους ευδιάθετους μουσικούς της ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και τον καλλιτεχνικό διευθυντή της ΕΛΣ, Μύρωνα Μιχαηλίδη, οι οποίοι αποφάσισαν να πραγματοποιήσουν τη γενική πρόβα της όπερας «Μαντάμα Μπαττερφλάι» μπροστά στο ευρύ κοινό, αρκετά κοντά στο Ηρώδειο, όπου θα πραγματοποιούνταν οι κανονικές παραστάσεις στις 27, 28, 30 και 31 Ιουλίου.
Ήταν μία μοναδική εμπειρία να ακούς άριες μέσα στο θαλερό αθηναϊκό απόγευμα, με τον κ. Μιχαηλίδη να σου εξηγεί τα βασικά στοιχεία της όπερας και να σε μυεί στον κόσμο της - τουλάχιστον για όσους δεν ήταν εξοικειωμένοι με το είδος. Τέσσερα χρόνια μετά, η Λυρική έχει προχωρήσει. Το άνοιγμα στο ευρύτερο κοινό γνώρισε θερμή υποδοχή. Η ΕΛΣ μετακόμισε στις υπερσύγχρονες εγκαταστάσεις του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος, ενώ την καλλιτεχνική διεύθυνσή της έχει αναλάβει ένας άλλος σπουδαίος Έλληνας μουσικός, ο Γιώργος Κουμεντάκης.
Το έργο που ήταν η αφορμή για εκείνο το απόγευμα επιστρέφει στο Ηρώδειο -και πάλι σε σκηνοθεσία, σκηνικά και κοστούμια του Ούγκο ντε Άνα-, για να εγκαινιάσει για φέτος τις παραστάσεις του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου στον εμβληματικό αυτό χώρο. Η βαθιά συγκινητική ιστορία της «Μαντάμα Μπαττερφλάι», θα παρουσιαστεί για πέντε παραστάσεις, στις 31 Μαΐου και 2, 3, 4, 7 Ιουνίου.
Διάσημη για τις υπέροχες άριες, την πρόδηλα μελωδική μουσική και τη δραματική θεατρικότητά της, η «Μαντάμα Μπαττερφλάι», συγκινεί διαχρονικά και προκαλεί έντονα συναισθήματα. Η παράσταση του Ντε Άνα, η οποία σημείωσε τεράστια επιτυχία στο Ηρώδειο το 2013, εστιάζει στις διαφορές μεταξύ της αμερικανικής και της ιαπωνικής κουλτούρας, αλλά και στη συναισθηματική ένταση της δραματικής ηρωίδας, μέσα από μια διαχρονική σκηνοθετική άποψη, με αναφορές σε συμβολικές εικόνες των δύο πολιτισμών. Τα λιτά, ιαπωνικής αισθητικής σκηνικά σε συνδυασμό με τις προβολές δίνουν μια κινηματογραφική διάσταση στην παράσταση, ενώ τα πολύχρωμα εντυπωσιακά αυθεντικά γιαπωνέζικα κιμονό και η κινησιολογία πρωταγωνιστών και χορωδίας έχουν επιρροές από το θέατρο καμπούκι.
Η υπόθεση της όπερας αφορά τον μοιραίο έρωτα της δεκαπεντάχρονης γκέισας Τσο-Τσο-Σαν για τον Πίνκερτον, υποπλοίαρχο του Ναυτικού των ΗΠΑ. Ύστερα από τρία χρόνια απουσίας, ο αξιωματικός επιστρέφει με την Αμερικανίδα σύζυγό του στην Ιαπωνία, μαθαίνοντας ότι έχει αποκτήσει γιο από τη Μπαττερφλάι. Εκείνη δέχεται να παραδώσει το παιδί μονάχα στον ίδιο τον Πίνκερτον και στη συνέχεια αυτοκτονεί.
Η «γιαπωνέζικη τραγωδία» του Πουτσίνι, το έργο που δημιούργησε γέφυρες ανάμεσα στη δυτική μουσική και την παράδοση της Άπω Ανατολής, είναι στις μέρες μας ένας από τους πιο δημοφιλείς, τίτλους παγκοσμίως, με χιλιάδες παραστάσεις ανά τον κόσμο, κάθε χρόνο.
Η ιστορία της ξεκινά το 1900 όταν ο Τζάκομο Πουτσίνι ταξίδεψε στο Λονδίνο για τη Βρετανική πρεμιέρα της Τόσκας και παρακολούθησε το θεατρικό μονόπρακτο του Ντέιβιντ Μπελάσκο, «Μαντάμ Μπαττερφλάι». Παρά τα φτωχά αγγλικά του, ο συνθέτης ενθουσιάστηκε από τη θεατρικότητα, τον εξωτισμό και την κλιμακούμενη ένταση του έργου. Η αδύναμη γιαπωνέζα που αυτοκτονεί εγκαταλειμμένη από τον Αμερικάνο σύζυγό της, φάνταζε ως η αυτονόητη συνέχεια στο πάνθεον των οπερετικών ηρωίδων του Πουτσίνι, μετά την Μποέμ και την Τόσκα.
Έπειτα από πολλές μετατροπές και διαφωνίες, το κείμενο ολοκληρώθηκε από τους Τζακόζα και Ίλλικα, σε μια πρώτη μορφή το 1902. Δύο χρόνια αργότερα, τον Φεβρουάριο του 1904, πραγματοποιήθηκε η πρεμιέρα του έργου στη Σκάλα του Μιλάνου, η οποία εξελίχθηκε σε μια από τις μεγαλύτερες αποτυχίες του συνθέτη. Η επιτυχία όμως δεν άργησε κι έτσι, τρεις μήνες αργότερα, τον Μάιο του 1904, η Μαντάμα Μπαττερφλάι ολοκλήρωσε την πρεμιέρα της στο Μεγάλο Θέατρο της Μπρέσσα με 27 αυλαίες. Παρά την παγκόσμια καθιέρωση του έργου το 1906 στην Κωμική Όπερα του Παρισιού, ο Πουτσίνι δεν σταμάτησε να το τροποποιεί έως το 1920. Εντούτοις, η εκδοχή στην οποία το έργο παρουσιάζεται στις μέρες μας είναι αυτή του 1907.
Στην Ελλάδα περιλήφθηκε στο ρεπερτόριο του Γ΄ Ελληνικού Μελοδράματος ήδη από το 1919. Τον Απρίλιο του 1930 ανέβηκε εκ νέου στο -πρώτο- θέατρο Ολύμπια της Αθήνας από τη μελοδραματική σχολή του Ελληνικού Ωδείου, με τη Μαρία Τριβέλλα, δασκάλα της Μαρίας Κάλλας, στον κεντρικό ρόλο.
Για την Εθνική Λυρική Σκηνή, η «Μαντάμα Μπαττερφλάι» έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού υπήρξε η πρώτη όπερα που παρουσιάστηκε από τον τότε νεοϊδρυθέντα οργανισμό, στις 25 Οκτωβρίου 1940 -τρεις ημέρες πριν από την κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Στην ιστορική εκείνη πρεμιέρα, η οποία πραγματοποιήθηκε στην κεντρική σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, παρέστη ο γιός του συνθέτη, Αντόνιο Πουτσίνι.
Τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά και τα κοστούμια της παράστασης υπογράφει ο διάσημος Αργεντίνος σκηνοθέτης της όπερας Ούγκο ντε Άνα. Τόσο το ελληνικό κοινό, όσο και οι φίλοι της όπερας παγκοσμίως τον γνωρίζουν για τα θεαματικά σκηνικά του, αλλά και για την εντυπωσιακή χρήση των φωτισμών και των βίντεο. Αναγνωρίζεται ως απαιτητικός σκηνοθέτης που αναζητά τις λεπτές αποχρώσεις των ερμηνειών, ενώ την ίδια στιγμή έχει την ικανότητα να δημιουργεί «μεγάλα θεάματα». Έχει σκηνοθετήσει στις σπουδαιότερες όπερες στον κόσμο, όπως στις Γερμανική Όπερα Βερολίνου, Βασιλική Όπερα Λονδίνου, Όπερα Σεβίλλης, Σκάλα του Μιλάνου, Όπερα του Τόκιο και Λιθέου της Βαρκελώνης κά.
Ο αρχιμουσικός της ΕΛΣ, Λουκάς Καρυτινός, θα διευθύνει την παραγωγή, ενώ τη Χορωδία της ΕΛΣ διευθύνει ο Αγαθάγγελος Γεωργακάτος. Στον ιδιαιτέρως απαιτητικό ρόλο του τίτλου θα απολαύσουμε την σπουδαία υψίφωνο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, Τσέλια Κοστέα, στην πρώτη διανομή. Η Κοστέα, έχει διακριθεί στον ρόλο της Μπαττερφλάι σε Ελλάδα και εξωτερικό και έχει λάβει διθυραμβικές κριτικές για τις σπουδαίες ερμηνείες της.
Η διακεκριμένη Κορεάτισσα σοπράνο Σάε-Κιουνγκ Ριμ, η οποία έχει πρωταγωνιστήσει σε κορυφαία λυρικά θέατρα, όπως η Κρατική Όπερα της Βιέννης, η Αρένα της Βερόνας και η Όπερα της Ουάσινγκτον, θα ερμηνεύσει τον ρόλο της Μπαττερφλάι στη δεύτερη διανομή.
Στον ρόλο του Πίνκερτον, θα έχουμε την ευκαιρία να απολαύσουμε στην πρώτη διανομή, έναν από τους κορυφαίους Ιταλούς τενόρους, τον Στέφανο Σέκο, ο οποίος έχει πρωταγωνιστήσει στα κορυφαία ευρωπαϊκά και αμερικάνικα λυρικά θέατρα, όπως η Όπερα του Παρισιού, η Κρατική Όπερα της Βιέννης, το Ρεάλ της Μαδρίτης, η Κρατική Όπερα του Βερολίνου, η Όπερα της Ζυρίχης, η Σκάλα του Μιλάνου, το Φενίτσε της Βενετίας, η Όπερα του Σικάγο και του Λος Άντζελες.
Στη δεύτερη διανομή τον ρόλο θα ερμηνεύσει ο διακεκριμένος τενόρος της ΕΛΣ, Δημήτρης Πακσόγλου, ο οποίος εντυπωσίασε με την πρόσφατη ερμηνεία του στον Μάκβεθ της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Ο Έλληνας βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης, μέλος του ανσάμπλ της ΕΛΣ, θα ερμηνεύσει τον ρόλο του Σάρπλες και στις πέντε παραστάσεις. Ο Σούρμπης διαγράφει μια σημαντική διαδρομή σε Ελλάδα και εξωτερικό, έχοντας ήδη πρωταγωνιστήσει σε τρεις παραγωγές της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου.
Μαντάμα Μπαττερφλάι
Ωδείο Ηρώδου Αττικού
Ημερομηνίες και ώρες παραστάσεων: 31 Μαΐου, 2, 3, 4 και 7 Ιουνίου στις 21.00
Στην ιταλική γλώσσα, με ελληνικούς και αγγλικούς υπέρτιτλους
Τιμές εισιτηρίων €25, €45, €55, €60, 85, €100
Παιδικό, φοιτητικό €15
Εκδοτήρια του Φεστιβάλ Αθηνών (Πανεπιστημίου 39, Αθήνα - 2103272000 / Δευτέρα - Παρασκευή 09.00-17.00, Σάββατο 09.00-15.00)
Ταμεία της ΕΛΣ στο Θέατρο Ολύμπια (Ακαδημίας 59, Αθήνα - 2103662100 / Τρίτη - Κυριακή 09.00-21.00, Δευτέρα 09.00-16.00)
Ταμεία της ΕΛΣ στο Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (Συγγρού 364, Καλλιθέα - 2130885700 / Καθημερινά 09.00-21.00)
online στα &