Το απόγευμα της 22ας Απριλίου 1941, κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το αντιτορπιλικό του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού «Ύδρα» βυθίστηκε συνεπεία γερμανικής αεροπορικής επιθέσεως στη θαλάσσια περιοχή των Λαγουσών (Λαουσών), συμπλέγματος νησίδων (Ελεούσα, Γάιδαρος, Μακρόνησος, Παναγίτσα και Κορδελιάρης) του Σαρωνικού κόλπου, ανάμεσα στην Αίγινα προς νότον και τη Σαλαμίνα προς βορράν.
Το «Ύδρα» D-97 (αντιτορπιλικό τύπου Dardo, ιταλικής κατασκευής), το τέταρτο κατά σειράν σκάφος του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού με την αυτή ονομασία, εκτελούσε το απόγευμα εκείνο του Απριλίου του 1941 διατεταγμένη υπηρεσία.
Πιο συγκεκριμένα, βρισκόταν εν πλω προς τις Φλέβες, έχοντας λάβει την εντολή να συνοδεύσει, μαζί με το υποβρύχιο «Παπανικολής», ένα έμφορτο πυρομαχικών δανέζικο φορτηγό πλοίο αρχικά έως τη Σούδα και ακολούθως έως την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Το ελληνικό αντιτορπιλικό εντοπίστηκε περί τις 17:30 από γερμανικό αναγνωριστικό αεροσκάφος και στη συνέχεια δέχτηκε σφοδρή επίθεση από μεγάλο αριθμό αεροσκαφών καθέτου εφορμήσεως τύπου Junkers Ju 87, ευρέως γνωστών ως στούκας.
Τα 35-40 γερμανικά βομβαρδιστικά, κάνοντας συνεχή χρήση των πολυβόλων και των βομβών τους, έσπειραν μέσα σε λίγα μόλις λεπτά τον όλεθρο και την καταστροφή, με αποτέλεσμα να τεθούν σχεδόν αμέσως εκτός μάχης οι δύο από τις τρεις αντιαεροπορικές ομοχειρίες του αντιτορπιλικού και να γεμίσει το κατάστρωμα αυτού με νεκρούς, ακρωτηριασμένα πτώματα και βαριά τραυματισμένους.
Τελικά, το αντιτορπιλικό του Ελληνικού Βασιλικού Ναυτικού, ακινητοποιημένο λόγω μηχανικής βλάβης και έχοντας δεχτεί από τον εχθρό ισχυρά πλήγματα, βυθίστηκε στις 18:04 (ένα τέταρτο περίπου μετά την έναρξη της αεροπορικής επιθέσεως) πλησίον του φάρου της νησίδας Ελεούσας.
Λίγο πριν βυθιστεί το πλοίο δόθηκε η διαταγή για την εγκατάλειψή του. Ορισμένοι από τους βαρύτατα τραυματισμένους επιβιβάστηκαν σε μια μικρή λέμβο, κάποιοι άλλοι τραυματίες φόρεσαν σωσίβια και έπεσαν στη θάλασσα, ενώ κάποιοι άλλοι πάλι, όσοι ήταν σε θέση να το πράξουν, κολύμπησαν μέχρι τη νησίδα Ελεούσα.
Οι ανθρώπινες απώλειες ήταν δυστυχώς πολύ μεγάλες: 42 νεκροί, συμπεριλαμβανομένων του κυβερνήτη της «Ύδρας», αντιπλοιάρχου Θεόδωρου Πεζόπουλου (εκ των πρώτων πεσόντων), και του υπάρχου, πλωτάρχη Λ. Βλαχάβα, και πολλές δεκάδες τραυματιών, πολλοί εξ αυτών ακρωτηριασμένοι.
Μετά το πέρας της γερμανικής επιθέσεως οι τραυματίες μεταφέρθηκαν από το τορπιλοβόλο «Κίος» και αιγινήτικα καΐκια στο Ναυτικό Νοσοκομείο Αιγίνης, με σκοπό την άμεση παροχή βοήθειας προς αυτούς και την περίθαλψή τους.
Όσον αφορά το ναυάγιο στο βυθό του Σαρωνικού, αυτό εκποιήθηκε μεταπολεμικά κι έτσι το μεγαλύτερο τμήμα του πλοίου «κόπηκε», ανελκύστηκε και πουλήθηκε ως μέταλλο. Ένα μικρό τμήμα της πλώρης και μερικά ακόμα υπολείμματα είναι ό,τι έχει παραμείνει στα νερά του Σαρωνικού από το «Ύδρα» D-97.