Ολοκληρώθηκε η ανακριτική διαδικασία για τους πρώτους 11 κατηγορούμενους (από τους 37 συνολικά) της νέας μεγάλης δικογραφίας για την υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Οι κατηγορούμενοι, απολογήθηκαν κατά περίπτωση για τρία κακουργήματα και ένα πλημμέλημα και αμέσως μετά την ολοκλήρωση των απολογιών τους ενώπιον του Έλληνα εντεταλμένου Ευρωπαίου ανακριτή Κύριλλου Σιάτρα αφέθηκαν ελεύθεροι με την επιβολή περιοριστικών όρων.Ειδικότερα, στην πρώτη αυτή ομάδα των κατηγορουμένων που απολογήθηκαν σήμερα βρίσκονται απλά στελέχη της «εγκληματικής οργάνωσης», που κατηγορούνται για τη λήψη ποσών παράνομων επιδοτήσεων από 500 έως 1000 ευρώ. Οι συγκεκριμένοι κατηγορούμενοι ισχυρίζονται πως όλες οι ενέργειές τους ήταν καθ’ όλα νόμιμες.
Ανάμεσά τους βρίσκεται και μια νεαρή έγκυος γυναίκα, η οποία απολογήθηκε πρώτη σήμερα και μετά την απολογία της αφέθηκε ελεύθερη με όρους. Η κατηγορούμενη, σύμφωνα με πληροφορίες ενώπιον του ανακριτή υποστήριξε μεταξύ άλλων τα εξής: «Έκανα έναρξη ως αγρότισσα το 2019 με κύρια δραστηριότητα την καλλιέργεια βαμβακιού. Έψαχνα εκτάσεις να νοικιάσω. Ένας μεσίτης αγροτικών εκτάσεων μου ανέφερε ότι βρήκε διαθέσιμες εκτάσεις και στη συνέχεια με παρέπεμψε σε έναν λογιστή ο οποίος θα αναλάμβανε το διαδικαστικό ζήτημα. Υπέβαλα αίτηση θεωρώντας αυτονόητο ότι θα ακολουθηθούν όλες οι νόμιμες διαδικασίες. Στη συνέχεια όμως ενημερώθηκα ότι οι εκμισθωτές δεν είχαν στην ιδιοκτησία τους τα συγκεκριμένα αγροτεμάχια και συνειδητοποίησα ότι έπεσα θύμα από τον λογιστή και τον μεσίτη τους οποίους μήνυσα για απάτη».
Ακόμη σήμερα ενώπιον του ανακριτή απολογήθηκαν δύο κατηγορούμενοι που είναι αδέλφια και φέρονται ως «πελάτες» του 38χρονου που θεωρείται ως εγκέφαλος της οργάνωσης και απευθύνθηκαν σε αυτόν για να κάνουν αίτηση ως νέοι αγρότες.
Ενώπιον του ανακριτή ο ένας εκ των δύο αδελφών υποστήριξε πως ακολούθησε όλες τις νόμιμες διαδικασίες ώστε να επιδοτηθεί ως νέος αγρότης. «Έλαβα επιδότηση 800 ευρώ» είπε για να επισημάνει πως η αίτησή του ως νέος αγρότης έχει εγκριθεί.
Άλλος κατηγορούμενος ανέφερε και εκείνος ενώπιον του ανακριτή για την πρόθεσή του να γίνει νέος αγρότης. Ο συγκεκριμένος κατηγορούμενος, ο οποίος είναι σερβιτόρος στο επάγγελμα, είπε, κατά πληροφορίες, στην απολογία του: «Σκόπευα να γίνω νέος αγρότης και να μπω στο σχετικό πρόγραμμα, έκανα τα χαρτιά μου κι έλαβα ένα πρώτο πόσο, ύψους λίγο πάνω από 500 ευρώ. Περίμενα να έρθουν και τα υπόλοιπα χρήματα, για να προχωρήσω την αγροτική μου δραστηριότητα, ωστόσο δεν τα έχω λάβει ακόμα. Εγώ προχώρησα σε μια πραγματική και νόμιμη συναλλαγή».
Να σημειωθεί ότι σήμερα είχε προγραμματιστεί να απολογηθούν 12 συνολικά κατηγορούμενοι αλλά ένας εξ αυτών ζήτησε νέα προθεσμία για να απολογηθεί τις επόμενες ημέρες. Η διαδικασία των απολογιών των υπολοίπων κατηγορουμένων θα συνεχιστεί μέσα στο Σαββατοκύριακο και αναμένεται να ολοκληρωθεί την ερχόμενη Δευτέρα.
Πώς στήθηκε το κόλπο
Στη δικογραφία που έχει σχηματιστεί για την υπόθεση αναφέρονται για τη δράση των κατηγορουμένων: «Κατά το χρονικό διάστημα από το έτος 2018 μέχρι και σήμερα, ενεργώντας από κοινού, με συγκλίνουσες επιμέρους πράξεις, ταυτόχρονες ή διαδοχικές, επιδιώκοντας την πραγμάτωση της αντικειμενικής υπόστασης των κάτωθι αναφερόμενων εγκλημάτων εν γνώσει του ότι και οι λοιποί πράττουν με δόλο τέλεσης αυτών [ΑΠ 313/2021], συγκρότησαν και παρέμειναν ενταγμένοι ως ενεργά μέλη σε επιχειρησιακά δομημένη οργάνωση με διαρκή εγκληματική δραστηριότητα σε πανελλαδικό επίπεδο, η οποία επεδίωκε την τέλεση περισσότερων κακουργημάτων και δη αυτών 1) της απάτης σχετικής με τις επιχορηγήσεις, οι οποίες υπερβαίνουν συνολικά και το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, εις βάρος των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του Ελληνικού Δημοσίου, τελεσθείσας κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση και 2)της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες με αντικείμενο αυτής περιουσία που προέρχεται από την εν λόγω κακουργηματική πράξη, το αντικείμενο της οποίας (νομιμοποίησης) υπερβαίνει συνολικά σε αξία το ποσό των εκατόν είκοσι χιλιάδων (120.000) ευρώ, τελεσθείσας από υπαίτιους που ασκούν τέτοιες δραστηριότητες κατ’ επάγγελμα και ως μέλη εγκληματικής οργάνωσης, η οποία επιδιώκει την τέλεση πράξεων νομιμοποίησης κατά συναυτουργία και κατ’ εξακολούθηση, έχοντας μάλιστα εξακολουθητική δράση, ήτοι προβαίνοντας στην τέλεση των ανωτέρω κακουργηματικών πράξεων με περισσότερες ομοειδείς πράξεις, διακρινόμενες χρονικά μεταξύ τους, οι οποίες συνδέονταν με την ταυτότητα της απόφασης για την τέλεσή τους ως ενιαίο έγκλημα».
Σύμφωνα με τη δικογραφία η παραπάνω «υπό κρίση εγκληματική οργάνωση, της οποίας η δράση, ως ελέχθη, εκτεινόταν σε όλη σχεδόν την Ελληνική Επικράτεια, δραστηριοποιούνταν μεθοδικά και συντονισμένα στον τομέα των αγροτικών επιδοτήσεων, εκμεταλλευόμενη αφενός την εξειδικευμένη γνώση και τεχνογνωσία ορισμένων μελών της επί των διαδικασιών του Οργανισμού Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων (ΟΠΕΚΕΠΕ), αφετέρου τα κενά και τις αδυναμίες του συστήματος υποβολής των Ενιαίων Αιτήσεων Ενίσχυσης (Ε.Α.Ε.), καθώς και την πλημμελή ή ανύπαρκτη διενέργεια ελέγχων από τις αρμόδιες υπηρεσίες».
Συγκεκριμένο κατά τη δικογραφία οι «στο πλαίσιο της εγκληματικής τους δράσης, τα μέλη της οργάνωσης εντόπιζαν επιλέξιμα, αλλά μη δηλωμένα αγροτεμάχια και βοσκοτόπια προηγούμενων ετών - δηλαδή εκτάσεις που μπορούσαν να αποφέρουν επιδοτήσεις, χωρίς όμως να έχουν δηλωθεί σε Ε.Α.Ε. από τους νόμιμους κατόχους τους. Στη συνέχεια, τα αγροτεμάχια αυτά καταχωρίζονταν προσχηματικά στα έντυπα Ε9 διαφόρων μελών της οργάνωσης, τα οποία εμφανίζονταν ψευδώς ως ιδιοκτήτες των εκτάσεων αυτών».
Ακολούθως, «οι φερόμενοι ως ιδιοκτήτες προέβαιναν σε εικονικές μισθώσεις προς άλλα μέλη της ίδιας οργάνωσης, τα οποία παριστάνονταν ψευδώς ως μισθωτές, με σκοπό να υποβάλουν αιτήσεις ενίσχυσης και να εισπράττουν παρανόμως ευρωπαϊκές επιδοτήσεις, έναντι οικονομικού ανταλλάγματος που αποδιδόταν στους λοιπούς συμμετέχοντες, πρωτίστως στον αρχηγό της εγκληματικής οργάνωσης.
Στην πραγματικότητα, τα ακίνητα αυτά ήταν κατά κανόνα εκτάσεις μεγάλης επιφάνειας, απομακρυσμένες από την κατοικία των φερόμενων ως ιδιοκτητών, ενώ διαγράφονταν από τα ηλεκτρονικά αρχεία σε σύντομο χρονικό διάστημα μετά την προσχηματική καταχώρισή τους. Οι δε αιτιολογίες που καταχωρίζονταν στο πληροφοριακό σύστημα της ΑΑΔΕ κατά την εισαγωγή ή διαγραφή τους ήταν γενικόλογες και ασαφείς, όπως «επικαιροποίηση», «ΑΤΑΚ» ή «λάθος καταχώριση», προκειμένου να αποκρύπτεται η παράνομη μεταβολή.
Σε άλλες περιπτώσεις, ουδεμία καταχώριση στο Ε9 πραγματοποιούνταν, ενώ τα αγροτεμάχια εμφανίζονταν ως μισθωμένα από πρόσωπα χωρίς καμία ακίνητη περιουσία στην κατοχή τους, με μοναδικό σκοπό την παράνομη λήψη των επιδοτήσεων. Παράλληλα, σε πλήθος περιπτώσεων δηλώνονταν ψευδείς αριθμοί ζωικού κεφαλαίου, ώστε να διαμορφώνεται τεχνητά αυξημένη επιλεξιμότητα και να εξασφαλίζεται μεγαλύτερη κατανομή βοσκοτόπων από τη δημόσια διανομή».
«Πράξεις με απαξία»
Όπως ακόμη αναφέρεται στα κατηγορητήρια που έχουν συνταχθεί για την υπόθεση «όλα τα μέλη της οργάνωσης λειτουργούσαν με απόλυτη πειθαρχία στη συλλογική δομή αυτής, υποτάσσοντας την ατομική τους βούληση στη βούληση της ομάδας, συνεργαζόμενα στενά και επαναλαμβανόμενα για την επίτευξη του κοινού σκοπού: την παράνομη αποκόμιση οικονομικών ωφελημάτων εις βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και των οικονομικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι πράξεις αυτές, τελούμενες μεθοδικά, κατ’ εξακολούθηση και κατά συναυτουργία, χαρακτηρίζονται από ιδιαίτερα αυξημένη απαξία και αντικοινωνικότητα, καθώς υπονομεύουν θεσμούς χρηματοδότησης που αποσκοπούν στη στήριξη της πραγματικής αγροτικής παραγωγής».