Στο Pro News Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
Πολιτισμός

Χρήστος Παλάσκας, Αλέξιος Νούτσος: Οι δολοφονηθέντες από άνδρες του Ανδρούτσου

Σκοτώθηκε στις 25 Μαΐου του 1822 από άνδρες του Οδυσσέα Ανδρούτσου, στο πλαίσιο εμφύλιας έριδας.

Ο Χρήστος Παλάσκας γεννήθηκε το 1788 στην Γότιστα της περιοχής των Ιωαννίνων. Νεαρός ακόμη, συστρατεύτηκε με τους Σουλιώτες στους αγώνες των τελευταίων κατά του Αλή πασά. Αργότερα, κατέφυγε στα Επτάνησα όπου κατά το διάστημα 1808 – 1817 υπηρέτησε διαδοχικά μαζί με άλλους Έλληνες στα γαλλικά, ρωσικά και βρετανικά στρατεύματα ως αξιωματικός του Πυροβολικού.

Με την επιστροφή του στην Ήπειρο υπηρέτησε ως επιτελικός αξιωματικός στην αυλή του Αλή πασά στα Ιωάννινα αναλαμβάνοντας την οργάνωση του πυροβολικού και την εκπαίδευση του στρατού του Αλβανού πασά σε θέματα τακτικής.

Στην υπηρεσία του Ομέρ Βρυώνη

Μετά το ξέσπασμα του πολέμου ανάμεσα στον Αλή πασά και την Υψηλή Πύλη αυτομόλησε προς τα σουλτανικά στρατεύματα και διατέλεσε επιτελικός αξιωματικός του Ομέρ Βρυώνη. Όταν ξέσπασε η ελληνική επανάσταση, ο Παλάσκας αρχικά παρέμεινε στο πλευρό των Οθωμανών και ακολούθησε τον Ομέρ Βρυώνη στην εκστρατεία του κατά της νότιας Ελλάδας.

Κατά τον Κόκκινο, αυτή του η στάση οφείλεται είτε σε αρχική υποτίμηση εκ μέρους Παλάσκα του μεγέθους και τη σημασίας της εξέγερσης είτε λόγω φόβου για την ασφάλεια της οικογένειάς του που παρέμενε στην Ήπειρο. Μετά τη μάχη στο χάνι της Γραβιάς στάλθηκε από τον Αλβανό στρατηγό για να διαπραγματευτεί με τους επαναστάτες που με αρχηγό τον Ανδρούτσο είχαν καταφύγει στο Χλωμό.

Τον Ιούνιο, με τέχνασμα του κατάφερε να αποτρέψει ενδεχόμενη πανωλεθρία των Ελλήνων επαναστατών στη μάχη της Σούρπης. Συγκεκριμένα, έπεισε τους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ να αποφύγουν αιφνιδιαστική επίθεση κατά των επαναστατών με το σκεπτικό πως δεν άρμοζε στα οθωμανικά στρατεύματα τέτοια τακτική έναντι σε τόσο υποδεέστερο εχθρό. Παράλληλα, λίγες ημέρες αργότερα απέτρεψε την παράδοση του φρουρίου της Λιβαδειάς φοβούμενος ενδεχόμενη παρασπονδία εκ μέρους των Οθωμανών που θα οδηγούσε σε σφαγή των παραδοθέντων. Μετά την οριστική κατάληψη της Λιβαδειάς από τους Οθωμανούς, ο Παλάσκας, σύμφωνα με τους Σπηλιάδη και Κουτσονίκα, ορίστηκε ως συνδιοικητής της πόλης.

Η προσχώρηση στην Ελληνική Επανάσταση

Η Μάχη του Βαλτετσίου: Από τις σημαντικότερες μάχες του 1821

Κατά τα τέλη Ιουλίου του 1821, ο Παλάσκας πραγματοποίησε συνεννοήσεις με απεσταλμένο του Ανδρούτσου με σκοπό την επανάκτηση της πόλης από τους Έλληνες. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της επίθεσης χρησίμευσε ως οδηγός των ελληνικών στρατευμάτων ενώ συνέβαλε στην παράδοση των υπερασπιστών της θέσης Ώρα.

Μετά τα γεγονότα της Λιβαδειάς, ο Παλάσκας στις 2 Αυγούστου πέρασε επίσημα μαζί με σαράντα άνδρες του στις τάξεις των επαναστατών και κινήθηκε προς το Γαλαξείδι. Εκεί είχε συνομιλίες με τους Μαυροκορδάτο και Καντακουζηνό, στους οποίους διεμήνυσε πως είχε σκοπό να κινηθεί αρχικά προς την Ήπειρο ώστε να απελευθερώσει την αιχμάλωτη οικογένειά του. Μάλιστα, για αυτό το λόγο είχε αρνηθεί λίγες μέρες νωρίτερα γενναιόδωρη πρόταση του Ανδρούτσου για κοινή δράση στην Ανατολική Ρούμελη, τελικά όμως εκείνοι τον έπεισαν να παραμείνει στα επαναστατημένα εδάφη.

Η οριστική προσχώρηση του Παλάσκα στο στρατόπεδο των επαναστατημένων Ελλήνων θεωρήθηκε σημαντική απώλεια για τους Ομέρ Βρυώνη και Κιοσέ Μεχμέτ καθώς ήταν άτομο που ασκούσε σημαντική επιρροή πάνω σε διάφορους οπλαρχηγούς και προκρίτους της ανατολικής Στερεάς και ως εκ τούτου θα μπορούσε χρησιμοποιηθεί από τους Οθωμανούς ως διαμεσολαβητής σε ενδεχόμενες διαπραγματεύσεις που θα είχαν αντικείμενο την υποταγή των επαναστατημένων περιοχών.

Λίγο καιρό αργότερα, ο Παλάσκας ενώθηκε με την οικογένειά του που απελευθερώθηκε. Κατά τον Μάρτιο του 1822, αφού του είχε ενδιάμεσα απονεμηθεί από την κυβέρνηση ο βαθμός του χιλίαρχου, μετέβη από το Βραχώρι στην Κόρινθο όπου έδρευε η κυβέρνηση της επαναστατημένης Ελλάδας.

Η εμπλοκή στις ενδοελληνικές έριδες και η δολοφονία του

Τον Απρίλιο του 1822 στάλθηκε με εντολή της κυβέρνησης στην Ανατολική Στερεά ως συνοδός του Αλεξίου Νούτσου, ο οποίος είχε ως αποστολή να πείσει τον Υψηλάντη να επιστρέψει στην Πελοπόννησο και αφετέρου να προετοιμάσει το έδαφος για την αποπομπή του Οδυσσέα Ανδρούτσου από την αρχηγία της Ανατολικής Στερεάς, καθώς ο δημοφιλής οπλαρχηγός εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε ευθεία ρήξη με το πολιτικό σώμα του Αρείου Πάγου. Μάλιστα, κατά τη διάρκεια της αποστολής, ο Παλάσκας συναντήθηκε και με τον ίδιο τον Ανδρούτσο, στο στρατόπεδο του τελευταίου στη θέση Δρακοσπηλιά.

Κατά τα μέσα Μαΐου, οι δύο άνδρες στάλθηκαν εκ νέου στη Ρούμελη μαζί με μια μικρή δύναμη τριάντα ή πενήντα ενόπλων. Ο Παλάσκας ως αντικαταστάτης του Ανδρούτσου – ο οποίος όντας σε σύγκρουση με τον Άρειο Πάγο είχε δηλώσει την παραίτησή του χωρίς όμως να είναι διατεθειμένος να παραδώσει την αρχηγία του στρατεύματός του- και ο Νούτσος ως πολιτικός διοικητής της Ανατολικής Στερεάς επιφορτισμένος και με στρατιωτικές αρμοδιότητες. Ταυτόχρονα, κόμιζαν διαταγές της κυβέρνησης που καλούσε τον Ανδρούτσο να μεταβεί στην Κόρινθο για να απολογηθεί. Μάλιστα, σύμφωνα με τους Οικονόμου και Σπηλιάδη, οι διαταγές αυτές, όριζαν την αιχμαλωσία ή ακόμη και τη θανάτωση του Ανδρούτσου σε περίπτωση που εκείνος αρνείτο να υπακούσει. Από την αντίθετη πλευρά, ο Σπυρίδων Τρικούπης θεωρεί αυτές τις διαταγές ως αναληθή φήμη που μεταφερόμενη στον Ανδρούτσο προκάλεσε την οργή του.

Στις 14 Μαΐου μετέβησαν πρώτα στο Δίστομο όπου έγιναν επίσημα δεκτοί και αφού κατέλυσαν την τοπική φρουρά που αποτελείτο από άνδρες του Ανδρούτσου εγκαθιστώντας δική τους κατευθύνθηκαν στη Στυλίδα όπου είχαν συνομιλίες με τον Υψηλάντη. Από εκεί αν και αρχικά φάνηκε να κινήθηκαν, μετά από προτροπή του Υψηλάντη, ο οποίος σύμφωνα με μια εκδοχή τους υπέδειξε αυτό το δρομολόγιο για να τους προστατεύσει από τον Ανδρούτσο, προς το Πατρατζίκι όπου βρισκόταν ο Νικηταράς με ισχυρές δυνάμεις, με πρωτοβουλία του Νούτσου κατευθύνθηκαν προς το στρατόπεδο του Ανδρούτσου στη Δρακοσπηλιά.

Σύμφωνα με μια εκδοχή, στο χωριό Δαδί προσεγγίστηκαν από το σώμα του Ανδρούτσου, ο οποίος γνωρίζοντας τον σκοπό της αποστολής τους είχε μεταβεί με εξήντα στρατιώτες αρχικά στην έδρα του Υψηλάντη για να μάθει πληροφορίες σχετικά με τις κινήσεις των δύο ανδρών. Εκεί, αν και κάλεσαν τον Ανδρούτσο σε συνάντηση εκείνος δεν προσήλθε, καθώς οι άνδρες του φοβήθηκαν ενδεχόμενη σύγκρουση με την ένοπλη συνοδεία των δύο Ηπειρωτών. Στη συνέχεια, σύμφωνα με την ίδια εκδοχή, αν και του διεμήνυσαν μέσω αγγελιαφόρου πως θα κατευθύνονταν προς το Μεσολόγγι, την επόμενη ημέρα συνέχισαν την πορεία τους προς τη Δρακοσπηλιά.

Στις 25 Μαΐου, κατά την προσέλευσή τους στο στρατόπεδο της Δρακοσπηλιάς, κυκλώθηκαν από το στράτευμα του Ανδρούτσου και έπειτα από σύντομη πολιορκία στον παρακείμενο ναό του Αγίου Γεωργίου παραδόθηκαν και μεταφέρθηκαν εντός του στρατοπέδου. Εκεί, ο Ανδρούτσος διάβασε στους άνδρες του τα έγγραφα που κόμιζαν και στη συνέχεια, μετά από δική του προτροπή, εκείνοι τους σκότωσαν αμφότερους. Συγγραφείς αναφέρουν πως πριν την άφιξη στη Δρακοσπηλιά και την αιχμαλωσία, ο Παλάσκας υποπτεύθηκε τις απειλητικές προθέσεις του Ανδρούτσου αλλά δεν εισακούστηκε από τον Νούτσο.

Ο Παλάσκας αναγνωριζόταν ως ικανός στρατιωτικός αλλά θεωρήθηκε ακατάλληλος για την αντικατάσταση του Ανδρούτσου, από τη στιγμή που αφενός κατά τους πρώτους μήνες της επανάστασης είχε παραμείνει στο πλευρό των Οθωμανών και αφετέρου καλείτο να αντικαταστήσει τον οπλαρχηγό που του είχε φερθεί εξαιρετικά φιλικά το προηγούμενο διάστημα. Αφ’ ετέρου όμως, πολύ μεγάλες ήταν οι ευεργεσίες τόσο του Νούτσου όσο και του Παλάσκα προς τον Ανδρούτσο: Ο πρώτος τον γλίτωσε δύο φορές όταν «θα τον κρέμαγε ο Αλήπασας στα Γιάννενα». Ο δε Παλάσκας, επιτελής ων στην αρχή της Επανάσταση του Ομέρ Βρυώνη, τόσο στο Χάνι της Γραβιάς όσο και σε άλλη περίσταση ειδοποίησε τον Οδυσσέα για τα σχέδια του πασά.

Από μερίδα συγγραφέων αναφέρεται η άποψη του στρατηγού Μακρυγιάννη πως ο θάνατος του Παλάσκα – αλλά και του Νούτσου – προκλήθηκε από ενέργειες που Ιωάννη Κωλέττη, ο οποίος τους ήθελε νεκρούς για τους δικούς του σκοπούς. Όσον αφορά την περίπτωση του Παλάσκα, υποστηρίζεται ότι αιτία ήταν η επιθυμία του Κωλέττη να καταστήσει την γυναίκα του Παλάσκα ερωμένη του, κάτι που πραγματοποιήθηκε μετά το θάνατο του συζύγου της.

Οικογενειακή κατάσταση

Ο Χρήστος Παλάσκας ήταν γιος του αρματολού Λεοντάρη Παλάσκα και ανιψιός του εκτελεσμένου από τον Αλή πασά, οπλαρχηγού Δημήτριου ή Θεόδωρου Παλάσκα, γαμπρού του Γεωργίου Μπότσαρη και φερόμενου ως οργάνου του Αλή που επηρέασε αρνητικά τους Γεώργιο και Κίτσο Μπότσαρη.

Τέκνα του Παλάσκα με την Μαρία Παλάσκα ήταν η Ανθούσα Ροζού, μετέπειτα σύζυγος του Γάλλου διπλωμάτη ντε Ρουζού και όταν έμεινε χήρα, γνωστή φυσιογνωμία της Αθήνας του 19ου αιώνα και νεώτερο παιδί τους ο αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, συγγραφέας και πολιτικός Λεωνίδας Παλάσκας. Εγγονός του από την κόρη του Ανθούσα ήταν ο Γάλλος διπλωμάτης Ιούλιος Ροζού ή Ρουζού. Ανιψιός του ήταν ο αγωνιστής της ελληνικής επανάστασης, Γεώργιος Παλάσκας.

Η έννοια του «θανάτου» στην Ελληνική Επανάσταση (1821-1832)

Αλέξιος Νούτσος

Ο Αλέξιος Νούτσος (1770 – 25 Μαΐου 1822) ήταν Έλληνας πολιτικός και αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 από το Καπέσοβο. Έμεινε γνωστός κυρίως για τη θητεία του στην αυλή του Αλή Πασά. Εκτελέστηκε στις 25 Μαΐου 1822 από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, στο πλαίσιο εμφύλιας έριδας.

Ο Νούτσος γεννήθηκε το 1770 στο Καπέσοβο Ζαγορίου και ήταν το πρώτο από τα τέσσερα παιδιά του τραπεζίτη και τοπικού ευεργέτη Γιαννούτσου ή Νούτσου Καραμεσίνη από το Καπέσοβο και της Στασινής από το Τσεπέλοβο. Σε ηλικία 26 ετών έχασε τον πατέρα του αυτό όμως δεν τον εμπόδισε να συνεχίσει τις σπουδές του και να γίνει ικανός γνώστης της αρχαίας ελληνικής και της γαλλικής γλώσσας. Παράλληλα, γνώριζε και αλβανικά, τα οποία πιθανόν να έμαθε κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην αυλή του Αλή πασά.

Στην υπηρεσία του Αλή πασά

Σε νεαρή ακόμη ηλικία, προσλήφθηκε από τον Αλή πασά (ο οποίος σύμφωνα με μια εκδοχή ήταν υπεύθυνος για τον θάνατο του πατέρα του Νούτσου) στην αυλή του και σταδιακά κατάφερε να αναδειχθεί σε έναν από τους ισχυρότερους συμβούλους του, προσφέροντας μάλιστα σε αυτόν σημαντικές υπηρεσίες.

Εκμεταλλευόμενος τη θέση του στη διοίκηση του πασαλικίου Ιωαννίνων, τον διορισμό του ως αρχιπροεστός Ζαγορίου και την μεγάλη του περιουσία, μερίμνησε για την ευημερία των Ζαγοροχωρίων: συγκεκριμένα, συντέλεσε στη διατήρηση των προνομίων που απολάμβανε η περιοχή, προέβη στην ίδρυση περίπου 40 σχολείων και επισκεύασε την πέτρινη γέφυρα που είχε δημιουργήσει το 1768 ο πατέρας του στο Καπέσοβο. Παράλληλα, αναφέρεται πως με δικές του ενέργειες, απέφυγαν τη θανατική ποινή αρκετοί υπήκοοι του Αλή πασά.

Για ένα μικρό χρονικό διάστημα, διορίστηκε σύμβουλος του γιου του Αλή, Σαλήχ που είχε τοποθετηθεί διοικητής Αργυροκάστρου, όμως ανακλήθηκε γρήγορα διότι φέρεται να είχε αρνητική επιρροή στον χαρακτήρα του Σαλήχ.

Πόλεμος Αλή πασά – Υψηλής Πύλης και Ελληνική Επανάσταση

Το 1819, πραγματοποιήθηκε η μύηση του Νούτσου στην Φιλική Εταιρεία. Μάλιστα, το 1820, πρότεινε μαζί με άλλα πρόσωπα (στα οποία συμπεριλαμβανόταν και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος) τη σύναψη συμμαχίας μεταξύ του Αλή πασά και της Φιλικής Εταιρείας.

Τον Αύγουστο του 1820 και ενώ είχαν ξεκινήσει οι εχθροπραξίες ανάμεσα στον πασά των Ιωαννίνων και την Υψηλή Πύλη, ύστερα από ενέργειες του Οικονόμου, αυτομόλησε μαζί τον Ομέρ Βρυώνη, τον Σιλιχτάρ Μπότα, τον Άγκο Βασιάρη κ.ά. προς τα σουλτανικά στρατεύματα αλλά φαίνεται πως στη συνέχεια κράτησε επαμφοτερίζουσα στάση, καθώς σύμφωνα με τον Ντάγκλας Ντέικιν το 1821 εστάλη από τον Αλή στους επαναστατημένους Έλληνες με σκοπό τη δημιουργία συμμαχίας με επικεφαλής τον Αλβανό πασά.

Παράλληλα, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις που οδήγησαν στη βραχύβια συμμαχία μεταξύ Ελλήνων και Αλβανών ενόπλων στην Δυτική Ελλάδα ενώ κατά τον Μακρυγιάννη ήταν παρών στις πολεμικές επιχειρήσεις στο Σούλι, στη Λαγκάδα και στο Μακρυνόρος. Κατά τον Σεπτέμβριο του 1821 βρισκόταν στο Ξηρόμερο όπου υπέφερε από θέρμη.

Έπειτα μετέβη στο Μεσολόγγι και από εκεί στην Κόρινθο, όπου η Προσωρινή Διοίκηση τον έστειλε τον Απρίλιο του 1822 μαζί με τον Χρήστο Παλάσκα στην Ανατολική Στερεά με σκοπό αφενός να πείσει τον Υψηλάντη να επιστρέψει στην Πελοπόννησο και αφετέρου να προετοιμάσει το έδαφος για την αποπομπή του Οδυσσέα Ανδρούτσο από την αρχηγία της Ανατολικής Στερεάς, καθώς ο δημοφιλής οπλαρχηγός εκείνη την περίοδο βρισκόταν σε ευθεία ρήξη με το πολιτικό σώμα του Αρείου Πάγου. Ο Νούτσος προέβη σε συναντήσεις τόσο με τον Υψηλάντη και τα μέλη του Αρείου Πάγου όσο και με τον ίδιο τον Ανδρούτσο, στο στρατόπεδο του τελευταίου στη θέση Δρακοσπηλιά.

Κατά τα μέσα Μαΐου, ο Νούτσος στάλθηκε εκ νέου στη Στερεά, αυτή τη φορά διορισμένος στη θέση του πολιτικού διοικητή Ανατολικής Στερεάς Ελλάδας. Τον συνόδευαν ο Χρήστος Παλάσκας ως αντικαταστάτης του Ανδρούτσου καθώς και μια μικρή στρατιωτική δύναμη. Παράλληλα, είχαν επιφορτιστεί την αποστολή να στείλουν αιχμάλωτο τον Ανδρούτσο στην έδρα της κυβέρνησης ή ακόμα και να τον σκοτώσουν αν αυτός αντιστεκόταν.

Ο λόρδος Μπάιρον και οι φιλέλληνες στην Επανάσταση του 1821

Την 14η Μαΐου μετέβησαν πρώτα στο Δίστομο όπου έγιναν επίσημα δεκτοί και αφού κατέλυσαν την τοπική φρουρά που αποτελείτο από άνδρες του Ανδρούτσου και εγκατέστησαν δική τους κατευθύνθηκαν στη Στυλίδα. Εκεί, ο Νούτσος έλαβε την διαβεβαίωση του Υψηλάντη για επιστροφή του τελευταίου στην Πελοπόννησο και ύστερα από προτροπή του Φαναριώτη αγωνιστή, κινήθηκε προς το Πατρατζίκι όπου βρισκόταν ο Νικηταράς με ισχυρή δύναμη (σύμφωνα με μια εκδοχή, ο Υψηλάντης πρότεινε στους Νούτσο και Παλάσκα αυτό το δρομολόγιο με σκοπό να τους προστατεύσει από τον Ανδρούτσο), καθ’ οδόν όμως, μαθαίνοντας πως ο Ανδρούτσος απουσίαζε από το στρατόπεδό του, αποφάσισε να κατευθυνθεί προς τη Δρακοσπηλιά. Εκεί, οι δύο άνδρες και οι στρατιώτες τους κυκλώθηκαν από τις δυνάμεις του Ανδρούτσου, ο οποίος ήταν γνώστης των σχεδίων τους για το πρόσωπό του, και μετά από σύντομη πολιορκία στον, παρακείμενο του στρατοπέδου, ναό του Αγίου Γεωργίου παραδόθηκαν.

Έπειτα, μεταφέρθηκαν αιχμάλωτοι στο στρατόπεδο: εκεί, ο Ανδρούτσος διάβασε στους άνδρες του τα έγγραφα που κόμιζε ο Νούτσος και στη συνέχεια, μετά από δική του προτροπή, εκείνοι σκότωσαν τους Νούτσο και Παλάσκα.

Οικογενειακή Κατάσταση

Ο Νούτσος πραγματοποίησε δύο γάμους από τους οποίους απέκτησε ένα παιδί. Αρχικά παντρεύτηκε την Ευφροσύνη Σαϊτσή από το Σκαμνέλι, κόρη κροίσου που ζούσε στη Βεσσαραβία, η οποία πέθανε προσβεβλημένη από φυματίωση. Αργότερα, σύναψε δεύτερο γάμο με την αδελφή του Γεωργίου Σταύρου, με την οποία απέκτησε μια κόρη, ονόματι Ελένη.

Υστεροφημία

Από Ευρωπαίους περιηγητές που επισκέφτηκαν τα Ιωάννινα την περίοδο της κυριαρχίας του Αλή πασά, ο Νούτσος παρουσιάζεται ως μεγαλοπρεπής, άσωτος χαρακτήρας, επιρρεπής στις ηδονές και καταπιεστικός όταν ασχολείτο με την είσπραξη των φόρων. Από την άλλη πλευρά, ο Μακρυγιάννης εξάρει την τιμιότητα και τον πατριωτισμό του.

olympia.gr

Tags
Back to top button