Ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, κατά τη διάρκεια συνέντευξής του, δήλωσε πως «τα νέα κυβερνητικά μέτρα στήριξης των επιχειρήσεων - εφόσον απαιτηθούν- θα είναι στοχευμένα και μετρημένα».
Συγκεκριμένα, εξήγησε ότι αν αυτό γίνει, θα είναι στη βάση των υφιστάμενων δημοσιονομικών περιθωρίων, αλλά και της σχετικά περιορισμένης επίδρασης στην οικονομία των συνεπειών από την πανδημία, σύμφωνα με τα οικονομικά στοιχεία του Δεκεμβρίου 2021.
Όπως εκτίμησε ο κ Σκυλακάκης, προσεχώς οι συνέπειες στην οικονομία θα είναι πολύ λιγότερες, λόγω της πιο ήπιας παραλλαγής Όμικρον συγκριτικά με τη Δέλτα, της άφιξης των φαρμάκων και της αύξησης του εμβολιασμού, και πως η κατάσταση θα είναι διαχειρίσιμη στο πλαίσιο του παρόντος προϋπολογισμού.
Αναφερόμενος στο αίτημα της Ελλάδος για ολοκλήρωση του πλαισίου ενισχυμένης εποπτείας το ερχόμενο καλοκαίρι, επισήμανε ότι η χώρα μας θα περάσει σε απλή εποπτεία μετά την ολοκλήρωση της υλοποίησης των δεσμεύσεων, υπό το τρέχον καθεστώς. Σημαντικές δεσμεύσεις αποτελούν η μείωση των ληξιπρόθεσμων χρεών που σχετίζονται άμεσα με τις συντάξεις και τα Νοσοκομεία.
«Μετά την ενισχυμένη εποπτεία έρχεται η απλή εποπτεία, την οποία έχουν η Πορτογαλία και άλλες χώρες που πέρασαν από αυτή τη διαδικασία έστω και πιο ελαφρά από ό,τι εμείς. Σε ό,τι αφορά τις δεσμεύσεις για τα ληξιπρόθεσμα του Δημοσίου έχουμε πολύ καλύτερα στοιχεία για τον Νοέμβριο και ελπίζω ότι θα βελτιωθούμε και στα στοιχεία Δεκεμβρίου. Και θα βελτιωθούμε και στη συνέχεια κυρίως στον τομέα των συντάξεων. Ένα δεύτερο αγκάθι είναι τα νοσοκομεία, αλλά προχωράμε, ώστε να κλείσουμε αυτά τα θέματα».
Ο κ. Σκυλακάκης σημείωσε ότι σύμφωνα με τις τρέχουσες εκτιμήσεις, η Ελλάδα θα επιστρέψει σε επενδυτική βαθμίδα το 2023, ενώ ερωτώμενος για το νέο δημοσιονομικό πλαίσιο της ΕΕ, τόνισε:
«Εμείς, πλέον περνάμε στην εποπτεία των αγορών. Κάθε χρόνο θα πρέπει μεγαλύτερο κομμάτι του χρέους μας να περνά από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς στις αγορές. Το στοίχημα για εμάς δεν είναι τι πρωτογενές πλεόνασμα θα προβλέπει η ΕΕ, αλλά τι πρωτογενές πλεόνασμα χρειαζόμαστε για να έχουμε καλή πρόσβαση στις αγορές. Αυτό είναι συνάρτηση και της ταχύτητας της ανάπτυξης. Από εκεί και πέρα, θα προχωρήσουμε όπως όλη η Ευρώπη σε μία διαπραγμάτευση για να έχουμε ήπια πρωτογενή πλεονάσματα. Ήπιο πλεόνασμα δεν είναι το 3.5% του ΑΕΠ, αλλά ούτε το μηδενικό ή το 0.5%. Αυτό είναι ανέφικτο από πλευράς αγορών».