Στο Pro News Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
ΦΑΝΤΑΣΜΑΤΑ

Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας – Μπούρτζι (Μέρος Γ)…

Το 1932, ο Χρήστος Αγγελομάτης, συγγραφέας και δημοσιογράφος της εφημερίδας «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», δημοσίευσε μια σειρά εξαιρετικά ενδιαφερόντων άρθρων, με τίτλο «Τα στοιχειωμένα κάστρα της Ελλάδας».

Ακολουθεί το τρίτο μέρος του άρθρου, που περιγράφει τη συγκλονιστική ιστορία του Μπούρτζι, στο Ναύπλιο.

Ο μπάρμπα-Γιάννης, λοιπόν, έτρεμε πάντα απ’ το κρύο και μαζωμένος στη γωνιά, πότε έριχνε το βλέμμα του στη φωτιά και πότε φοβισμένα το περιέφερε στο πέτρινο κελί του κάστρου.

Κι αίφνης, όπως κοίταζε στον τοίχο, είδε δυο πελώρια μάτια, κολλημένα στο τζάμι του παραθυριού. Ρίγησε ολόκληρος και θέλησε κάτι να πει στον Θόδωρο, όταν το ίδιο ουρλιαχτό, που ακούστηκε και πριν, αντιλάλησε και πάλι μέσα στο κελί. Μόνο, που τη φορά εκείνη, ήταν καταφανές πως επρόκειτο για αλύχτισμα κάποιου φοβερού σκύλου.

Και τα μυστηριώδη μάτια, που ήταν κολλημένα στο τζάμι, άστραφταν μ’ έναν περίεργο τρόπο, τόσο ζωηρά, που του ήταν αδύνατο να σταματήσει να τα κοιτά σαν υπνωτισμένος. Θα ‘λεγε κανείς πως φωσφόριζαν και πως εξακόντιζαν αλλοπαρμένες λάμψεις. Και το σατανικό ούρλιασμα δεν έπαυε κι αυτό. Όλο το δωμάτιο σειόταν και αντιλαλούσε.

Ο Θόδωρος δεν είχε αντιληφθεί ακόμα τι συνέβαινε, γιατί, σκυμμένος στη φωτιά, δεν είχε δει τα απόκοσμα μάτια, που φεγγοβολούσαν στο παράθυρο του κελιού του. Άκουγε μόνο τη φωνή που ρέκαζε και στρίγκλιζε κι έτρεμε ο δόλιος σύγκορμος. Μα, μόλις σήκωσε το βλέμμα και τ’ αντίκρισε, σαν να έπαψε η καρδιά του να χτυπά και η μιλιά του κόπηκε.

Ξαφνικά, ο μπάρμπα-Γιάννης ένιωσε τη δύναμη, που είχε απολέσει έως εκείνη τη στιγμή. Ορθώθηκε επάνω και με δυο-τρεις δρασκελιές βρέθηκε δίπλα στο παραθύρι. Τα μάτια εκείνα συνέχιζαν να λαμπυρίζουν και να τον καρφώνουν με τη φωταύγειά τους. Δίχως να το σκεφτεί καθόλου, άνοιξε το τζάμι με ορμή και το μυστηριώδες θέαμα πάει, χάθηκε, εξαφανίστηκε με μιας. Το μόνο που έβλεπε ήταν τα αφρισμένα κύματα και το μόνο που άκουγε ήταν ο τρελός γόος του βοριά.

Δεν πρόλαβε καλά-καλά να ολοκληρώσει τη φράση του κι ολόκληρο το Μπούρτζι ταρακουνήθηκε από ένα καινούριο ξεφωνητό, μια άγρια κραυγή και ταυτοχρόνως, η πόρτα του κελιού τους άνοιξε με πάταγο και μπήκε μέσα ένα κατάμαυρο σκυλί, μεγάλο σαν θηρίο. Τα μάτια του στραφτάλιζαν σαν τα πυρωμένα καζάνια της Κόλασης. Προχώρησε αργά προς το μέρος τους και τα βήματά του ακούγονταν βαριά στις πλάκες του δωματίου. Στάθηκε εμπρός τους και κάρφωσε πάνω τους το διαπεραστικό του βλέμμα. Οι δυο δήμιοι έτρεμαν, τα δόντια τους κροτάλιζαν και δεν μπορούσαν να στρέψουν τα μάτια τους αλλού.

Τέλος, ο κατάμαυρος εκείνος σκύλος τους κοίταξε με νόημα, σαν να τους γύρευε να τον ακολουθήσουν. Έστρεψε το πελώριο κορμί του και κατευθύνθηκε στην πόρτα. Τη δρασκέλισε κι άρχισε να κατεβαίνει με βαριά πάντα πατήματα τη σκάλα.

Οι δήμιοι, υπακούοντας στη θέλησή του, σηκώθηκαν κι αυτοί κι άρχισαν να κατεβαίνουν τα σκαλοπάτια με τρεμάμενα πόδια, κρατώντας την ανάσα τους. Στο τελευταίο το σκαλί, το κατάμαυρο σκυλί κοντοστάθηκε, γύρισε και τους κοίταξε, σαν να επαναλάμβανε τη διαταγή του: «Ακολουθήστε με!»

Έξω, το αχνόφωτο της χαραυγής ήταν πιο ζωηρό. Ο ουρανός ήταν νεφοσκεπής και το βογκητό του ανέμου είχε πια κορυφωθεί. Το σκυλί κατέβηκε απ’ τον πύργο των κελιών και έφτασε στο μονοπάτι, που οδηγούσε στη ρημαγμένη είσοδο του κάστρου και αργά, πολύ αργά, προχώρησε σ’ αυτήν. Όταν πια προσέγγισε στις δυο κολόνες, που είχαν απομείνει από την κυρίως πύλη του Μπούρτζι, ανασήκωσε το κεφάλι του, έστρεψε τα μάτια του, που έβγαζαν φωτιές, στους δύο πανικόβλητους δήμιους κι εξαπέλυσε ένα ούρλιασμα, που τους πάγωσε το αίμα. Έπειτα, χωρίς να ξέρει κανείς το πώς και το γιατί, χάθηκε κατά τη θάλασσα.

Εκείνη τη στιγμή, πάνω απ’ το κάστρο του Μπούρτζι, τα σύννεφα πύκνωσαν αστραπιαία και κάτι χοντρές στάλες βροχής παραδόθηκαν από τον ουρανό στη γη και πάνω στις μουδιασμένες παρειές των δύο δημίων, που έψαχναν κάπου να ακουμπήσουν, για να μη σωριαστούν από τον αρίφνητο τρόμο που δοκίμασαν οι ψυχές τους.

Τότε, ένα πλήθος απροσδιόριστων σκιών καταπλημμύρισε το βαθύ κοίλωμα μπροστά στην είσοδο της ξεχαρβαλωμένης πύλης. Ο Γιάννης και ο Θόδωρος δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τα πρόσωπα των σκιών, επειδή καλύπτονταν από μακριά μαύρα πέπλα. Ξεχώρισαν, όμως, τα κορμιά τους, που ήταν κορμιά παλικαριών και λυγερόκορμων νεαρών γυναικών.

Κι έξαφνα, όλες οι σκιές μαζί γονάτισαν και επάνω από το κοίλωμα υψώθηκε ένα φοβερό κλάμα, κάτι σαν κοπετός. Ο οδυρμός αυτός κράτησε για πολλή ώρα, ώσπου οι φιγούρες χωρίστηκαν σε δυο σειρές και παραμέρισαν, για να περάσει ορθόστητη μια όμορφη κοπέλα, ντυμένη κατάλευκα, με μια γλυκύτητα μοναδική στο πράο πρόσωπό της.

Ποια ήταν άραγε τούτη η θηλυκιά απόκοσμη οντότητα, που κατέφτασε απ’ το άγνωστο;

Συνεχίζεται…

Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 12/10/1932…

Tags
Back to top button