Πρώτη μείωση των επιτοκίων από την ΕΚΤ τον Ιούνιο βλέπει ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Σε συνέντευξη του στο Bloomberg ανέφερε ότι «τα πρόσφατα δεδομένα υποδηλώνουν ότι θα φτάσουμε το στόχο του πληθωρισμού στο 2% το φθινόπωρο του τρέχοντος έτους».
«Η τελευταία επιβράδυνση στους μισθούς δίνει ελπίδα ότι είμαστε σε καλό δρόμο. Αλλά δεν θα έχουμε αρκετές πληροφορίες για να αποφασίσουμε για μειώσεις επιτοκίων πριν από το τέλος του δεύτερου τριμήνου — οπότε τον Ιούνιο».
Ο ίδιος σύμφωνα με το δημοσίευμα, υποστήριξε ότι μία κίνηση της ΕΚΤ στο μέτωπο των επιτοκίων τον Απρίλιο θα μπορούσε να συμβεί μόνο αν τα στοιχεία για τον πληθωρισμό εξέπλητταν θετικά.
Fed για τον πληθωρισμό: Πώς τα νέα στοιχεία απομακρύνουν κι άλλο τη μείωση των επιτοκίων
Σε κάθε περίπτωση προσέθεσε ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα διασφαλίσουν απολύτως ότι δεν θα ενεργήσουν πρόωρα και δεν θα θέσουν σε κίνδυνο την πρόοδο που έχουν επιτύχει μέχρι σήμερα.
Οσον αφορά στην ταχύτητα αποκλιμάκωσης των επιτοκίων ο διοικητής της ΤτΕ εκτίμησε ότι η επαναφορά σε ένα ουδέτερο επίπεδο επιτοκίου της τάξεως του 2% θα μπορούσε να επιτευχθεί μέχρι το τέλος του έτους.
Και τούτο διότι εξαιτίας της μεγάλης αβεβαιότητας που επικρατεί οι επερχόμενες μειώσεις - όπως εκτίμησε—θα είναι της τάξεως του 0,25% κάθε φορά.
Υπενθυμίζεται ότι σήμερα το βασικό επιτόκιο καταθέσεων της ΕΚΤ βρίσκεται στο 4% και το αντίστοιχο για πράξεις κύριας αναχρηματοδότησης στο 4,50%.
Ο κ. Στουρνάρας υποστήριξε ότι ο πληθωρισμός θα πλησιάσει τον στόχο που έχει θέσει η ΕΚΤ πολύ νωρίτερα από ό,τι αναμένονταν.
Για το χρόνο μείωσης των επιτοκίων ανέφερε χαρακτηριστικά « ότι ο Απρίλιος είναι μια επιλογή εάν λάβουμε το σωστό είδος δεδομένων, ο Μάρτιος σίγουρα δεν είναι. Δεν θα αναλάβουμε τον κίνδυνο να μειώσουμε τα επιτόκια μέχρι να είμαστε απόλυτα σίγουροι ότι είμαστε σε καλό δρόμο για να πετύχουμε τον στόχο μας».
Ο ίδιος προέβλεψε ότι η Ευρωπαική Οικονομία φέτος θα αναπτυχθεί με χαμηλότερο ρυθμό από το 0,8%, ενώ χαρακτήρισε την αύξηση των μισθών άνω του 4% ανησυχητική. Προσθέτοντας, ωστόσο, ότι οι εταιρείες χρησιμοποιούν την αύξηση του συνολικού κόστους για να καθορίσουν τα περιθώρια, και αυτό είναι χαμηλότερο.