Τι επιλέγουμε εν τέλει;
Μία ολόκληρη χώρα βαθιά χωμένη μέσα στον γύψο λοιπόν. Τόσο βαθιά, που να κάνει
οποιαδήποτε άλλη ιστορική αναφορά σε άλλες...περιόδους γύψου, να μοιάζει με παιδικό
ανέκδοτο. Μία χώρα σε επιθανάτιο ρόγχο, υπό τη μπότα ενός ξεδιάντροπα φασιστικού
καθεστώτος (όχι ασφαλώς αυτόφωτου, αλλά φτηνού φερέφωνου και αντηχείου ευρύτερων
εντολών - που ωστόσο εκτελούνται με υπερβάλλουσα, μαξιμαλιστική, θα την έλεγες
σαδιστική, αυστηρότητα). Ενός καθεστώτος - μαριονέτας μεγαλύτερων αφεντικών, που
δρώντας ως βασιλικότερον του (κρυμμένου) βασιλέως, διαλύει και τσαλαπατά τα πάντα,
χρησιμοποιώντας μία μειωμένης σημασίας αφορμή, για να «τρέξει» μέσα σε λίγους μήνες
εξελίξεις που υπό άλλες συνθήκες θα απαιτούσαν δεκαετίες.
Για το καθεστώς και την ευθύνη του όμως έχουμε ήδη πει και γράψει πολλά. Το ίδιο και
για τους (άνωθεν και έξωθεν) πάτρωνές του. Για να μην ξεχνιόμαστε ωστόσο, θα πρέπει
επίσης συχνά να γράφουμε και για τη δική μας τραγική συνευθύνη. Όπως ακριβώς, όσοι
είμαστε μέλη της Εκκλησίας, κλήρος και λαός, έχουμε (μεγαλύτερη ή μικρότερη) συνευθύνη
έκαστος για όσα αποδεχόμαστε αλλά και όσα έστω απλώς ανεχόμαστε απέναντι στον
πασιφανή διωγμό που έχει εξαπολυθεί από την αντίχριστη πολιτεία, έτσι και ως πολίτες
παρόμοιο βάρος ευθύνης κουβαλάμε, την ώρα που κάποιοι με πρόσχημα μία επιδημία έχουν
εξαπολύσει τέτοιο ανελέητο κυνηγητό απέναντι στα τελευταία εναπομείναντα δημοκρατικά
μας δικαιώματα.
Και φυσικά το πιο τραγικό είναι ότι οι περισσότεροι από μας δεν έχουν την παραμικρή
συναίσθηση αυτής της ευθύνης. Είναι βέβαιο π.χ. ότι όσοι έσπευσαν μαζικά επί εβδομάδες
(αλλά και ακόμη σπεύδουν) σε νοσοκομεία, ιατρεία και υπαίθριες ουρές όλης της χώρας, για
να κάνουνε άνευ λόγου και αιτίας το περιβόητο
covid
τεστ, δεν έχουν ακόμη καταλάβει τι
διέπραξαν. Δεν έχουν καταλάβει με πόσο γελοία ευήθεια και ευπείθεια έπαιξαν - ως συνεργοί
και συνένοχοι δυστυχώς - το παιχνίδι του καθεστώτος, πόσο βούτυρο άλειψαν από μόνοι τους
στο ψωμί του, πόσα δεκανίκια τού πρόσφεραν στο αφήγημα της «τρομακτικής πανδημίας»,
πόσα έξτρα «επιχειρήματα» τού χάρισαν για να ολοκληρώσει ακάθεκτο κι αδίστακτο το έργο
του ολοκληρωτικού αφανισμού μας, με πόσο βλακώδη τρόπο έβαλαν τα ίδια τους τα χέρια κι
έβγαλαν τα μάτια τους (και μαζί και τα μάτια ολωνών μας).
Όπως όμως βέβαια δεν έχουν καταλάβει τι διέπραξαν και όλοι εκείνοι που ευρύτερα
αφέθηκαν να παρασυρθούν από την καθεστωτική προπαγάνδα. Που κατάπιαν αμάσητο όλον
τον καλοπληρωμένο (με εκατομμύρια ευρώ) σανό των Μέσων Μαζικής Εξηλιθίωσης. Που
εδώ και εννέα μήνες δεν αμφισβητούν τίποτε, δεν αμφιβάλλουν για τίποτε, δεν αντιδρούν για
τίποτε. Ή αν αντιδρούν, είναι μόνο απέναντι στους αμφισβητίες για τα προφανή και
αυτονόητα, αυτούς που με τόση ευκολία αποκαλούν ψεκασμένους και συνωμοσιολόγους.
Και όχι μόνο δεν έχουν καταλάβει (για την ακρίβεια, δεν τους έχει περάσει καν από το
μυαλό τους έστω η υποψία), αλλά είμαι απολύτως σίγουρος ότι θα συνεχίσουν για πολύ
ακόμη να ευγνωμονούν το καθεστώς για το...ενδιαφέρον που δείχνει και την υγειονομική
προστασία που μας παρέχει, αλλά και να κατηγορούν για εγκληματική ανευθυνότητα όποιον
π.χ. αποτόλμησε να μπει ξεμασκάρευτος στην εκκλησιά, άσκησε κριτική στις ψευτιές των
ΜΜΕ ή δεν φόρεσε έως το ύψος των ματιών το φίμωτρό του ενόσω περπατούσε μόνος του
μέσα στο δάσος.
Αλλά κι εμείς που λέμε ότι καταλάβαμε, δεν έχουμε μήπως κι εμείς επίσης την ευθύνη
μας για τη φυλακή στην οποία αφεθήκαμε να μας κλείσουν; Το να αμφισβητείς, να
δυσπιστείς, να απορρίπτεις το καθεστωτικό αφήγημα δεν είναι φυσικά ανάξιο λόγου. Είναι
ένα σημαντικό βήμα, ειδικά σε σύγκριση με όσους κοιμούνται βαθιά τον μαύρο ύπνο του
δυστοπικού παραμυθιού. Και είναι και βήμα που ενέχει και μία γενναιότητα, γιατί το να
καταφέρεσαι δημόσια κατά του ολοκληρωτισμού και του ψεύδους του καθεστώτος έχει τους
σαφείς κινδύνους του - και αναμφίβολα έχει και ένα τίμημα, που θα αυξάνεται όσο το
πρόσωπο του καθεστωτικού φασισμού θα αποκαλύπτεται όλο και πιο πολύ. Από ένα σημείο
κι έπειτα όμως, αρχίζει ίσως να χάνει κι αυτό την αρχική αξία του. Τα λέμε μεταξύ μας, τα
φωνάζουμε, τα γράφουμε, τα ξαναγράφουμε, ανακυκλώνουμε συνεχώς από ένα σημείο κι
έπειτα τα ίδια και τα ίδια. Προσπαθούμε ακόμη να πείσουμε κάποιους πέρα από μας (επί
ματαίω συνήθως), πιο πολύ παλεύουμε να μεταδώσουμε μια μικρή σπίθα αμφισβήτησης,
ακόμη περισσότερο πασχίζουμε να κρατήσουμε σε μία εγρήγορση εαυτούς και αλλήλους.
Πέρα όμως από αυτό, τι άραγε; Κάναμε το χρέος μας; Αρκεί όλο αυτό; Ή μήπως κι εμείς θα
μετρηθούμε και θα ευρεθούμε ελλιπείς, ίσως μάλιστα πιο πολύ κι από τους άλλους, μια που
εμείς δεν έχουμε καν δικαιολογίες και άλλοθι; Ελλιπείς, που - όσα κι αν λέμε και φωνάζουμε
- τελικά όμως κι εμείς καθόμαστε αδρανείς για τα περαιτέρω, σχεδόν όπως και οι άλλοι;
Όσο όμως όλοι μας θα καθόμαστε, είτε σαν θλιβερά και μισοπεθαμένα από τον φόβο
ανθρωπάκια, μανταλωμένα μέσα στους τέσσερις τοίχους τους που θα τρέμουν έως σπασμών
να βγουν μέχρι το απέναντι πεζοδρόμιο, μήπως και πεθάνουν από...κορωνοϊό ή τα συλλάβει
η χούντα ως απείθαρχους και κοινωνικά ανάλγητους κι ασυνείδητους «εχθρούς του λαού»,
είτε νικημένοι από την αδράνεια και από μια αίσθηση ματαιότητας και δυσπιστίας ότι
μπορούμε - λόγω της ισχύος του συστήματος και της δικής μας ολιγαριθμίας - ν’ αλλάξουμε
το παραμικρό, η ίδια ακριβώς ελεεινή χούντα θα αποτελειώνει την ίδια μας την ύπαρξη μαζί
με ό,τι απέμεινε από τα στερνά δικαιώματα και τις τελευταίες μας ελευθερίες. Θα
λαθρεποικίζει με αγριεμένους βασιβουζούκους τις πόλεις και τα χωριά μας. Θα τινάζει στον
αέρα τα τελευταία ίχνη της οικονομικής και κοινωνικής μας συνοχής και αντοχής. Θα
ολοκληρώνει τον αφανισμό όλων όσων ξέραμε έως τώρα ως τρόπο ζωής κι ως τρόπο σκέψης.
Θα αποπερατώνει την αλλοίωση του ίδιου του
DNA
μας, μεταλλάσσοντάς μας σε
δυστυχισμένα τέρατα που θα φοβούνται να μιλήσουν, να αγγίξουν, να αγκαλιάσουν ο ένας
τον άλλο, ακόμη και να αναπνεύσουν, και θα είναι προγραμματισμένα μόνο να
πανικοβληθούν έως θανάτου, να καταδώσουν, να κανιβαλίσουν, να ξεσκίσουν τις σάρκες
όλων γύρω τους. Και μετατρέποντάς μας ακόμη σε αποτρελαμένα θύματα, δέσμια σε ένα
πρωτοφανές μαζικό και εξελιγμένο σύνδρομο Στοκχόλμης, που θα εκλιπαρούν από μόνα τους
για νέα όλο και πιο φασιστικά μέτρα, νέες στερήσεις, ολοκληρωτική κατάργηση κάθε ίχνους
ελευθερίας. Με αντάλλαγμα μια ψευδαίσθηση ασφάλειας. Μία ψευδαίσθηση που θα είναι
ολοένα και πιο φευγαλέα και απατηλή.
Αλήθεια, πού ακριβώς έχει τέρμα για μας όλο αυτό; Το έχουμε σκεφτεί; Έως πότε θα το
ανεχόμαστε; Έχουν απομείνει οι οποιεσδήποτε «κόκκινες γραμμές» ακόμη μέσα μας, έστω
και θεωρητικά; Ή το έχουμε πάρει πλήρως και οριστικά απόφαση ότι τέλος, ως εδώ ήταν ό,τι
ζήσαμε, ό,τι πιστέψαμε, ό,τι αγαπήσαμε; Ότι τα αφήνουμε πλέον όλα να πεθάνουν και να
σωριαστούν σε ερείπια, να διαλυθούν και να εξαϋλωθούν άνευ λόγου και αιτίας, επειδή έτσι
απλά το σχεδίασαν και έτσι το εκτελούν μιαρά νεοταξικά διευθυντήρια και άθλιοι
ελληνόφωνοι λακέδες; Αμνήμονες λοιπόν ραγιάδες, υποταγμένα ζόμπι, αυτεξουσίως
παραδομένα, εκουσίως απρόσωπα μέρη ενός ισοπεδωμένου κι ομοιόμορφου χυλού; Αυτό
είναι που επιλέγουμε εν τέλει;