Ο μεγαλοεπενδυτής Ουόρεν Μπάφετ, προειδοποίησε για τις προοπτικές των εταιρειών ηλεκτρικής ενέργειας, τονίζοντας ότι υπάρχουν σοβαρές απειλές όπως οι πυρκαγιές και η τεχνητή νοημοσύνη.
Δεδομένου του ότι ο Μπάφετ είναι ένας θρύλος των επενδύσεων, οι απόψεις του γίνονται δεκτές με προσοχή από τον κάθε κλάδο της οικονομίας. Όπως αναφέρει σχετικά η Financial Times, οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν μεγάλη απειλή για τις εταιρείες ηλεκτρισμού, αφού από τη μια προκαλούνται συχνά από πυλώνες και από την άλλη καταστρέφουν μεγάλα τμήματα του δικτύου, προκαλώντας σημαντική οικονομική ζημιά.
Γουόρεν Μπάφετ: Ποιες εταιρείες τεχνολογίας και τεχνητής νοημοσύνης έχει ο «Σοφός της Ομάχα»
Καθώς η κλιματική αλλαγή έχει εντείνει τα ακραία καιρικά φαινόμενα και τις πυρκαγιές, οι εν λόγω εταιρείες καλούνται να ενισχύσουν τα δίκτυά τους και να τα καταστήσουν πιο ανθεκτικά. Αυτό περιλαμβάνει συνήθως την υπογειοποίησή τους, αλλά συνεπάγεται ιδιαίτερα αυξημένο κόστος.
Όπως είναι φυσικό, το κόστος επιδεινώνει την οικονομική τους θέση και αναγκαστικά μετακυλίεται σε μεγαλύτερο ή μικρότερο βαθμό στους καταναλωτές.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που απασχολεί έντονα και την Ελλάδα, η οποία τα τελευταία χρόνια βίωσε καταστροφικές πυρκαγιές σε μεγάλη κλίμακα.
Τόσο ο ΑΔΜΗΕ, δηλαδή ο διαχειριστής του δικτύου μεταφοράς, όσο και ο ΔΕΔΔΗΕ στο δίκτυο διανομής, έχουν συμπεριλάβει μεγάλες επενδύσεις στα σχέδιά τους για το υπόλοιπο της δεκαετίας.
Η υπογειοποίηση των γραμμών διανομής ήδη εξελίσσεται σε πολλές περιοχές της χώρας με πόρους 233 εκατ. ευρώ από το Ταμείο Ανάκαμψης. Χαρακτηριστικό είναι ότι το κόστος ανά χιλιόμετρο για τις υπόγειες γραμμές είναι τριπλάσιο έως τετραπλάσιο σε σύγκριση με τις εναέριες γραμμές.
Σε περίπτωση που δεν υπήρχε η ευρωπαϊκή χρηματοδότηση, τότε για να άλλαζαν όλες οι γραμμές θα χρειάζονταν πάνω από 250 ευρώ ετησίως ανά καταναλωτή, ένα σαφώς «τσουχτερό» ποσό.
Πέρα από την υπογειοποίηση, οι διαχειριστές επιστρατεύουν drones και αισθητήρες για την καλύτερη παρακολούθηση του δικτύου και για να έχουν καλύτερα αντανακλαστικά όταν σημειώνονται προβλήματα.
Με τον τρόπο αυτό, οι δύο εταιρείες θέλουν αφενός να διασφαλίσουν το δίκτυο και να προστατεύσουν ανθρώπινες ζωές και περιουσίες και αφετέρου να πείσουν τους επενδυτές και τις τράπεζες ότι πράττουν τα δέοντα.