Στις 22 Φεβρουαρίου 1948 ο κρατούμενος των φυλακών Κέρκυρας Νίκος Γόδας στέλνει στην οικογένειά του ένα γράμμα. Επί της ουσίας πρόκειται για μια φωτογραφία του, που συνοδεύεται από μια ιδιόχειρη αφιέρωση. Είναι η τελευταία φορά που επικοινωνεί μαζί τους.
Μερικούς μήνες αργότερα θα σταθεί χωρίς ίχνος φόβου μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα που θα του στερήσει τη ζωή. Η τελευταία του επιθυμία είναι αυτή που θα τον τοποθετήσει ανάμεσα στους θρύλους του Θρύλου. Ο Γόδας ζήτησε από τους εκτελεστές του να φορέσει τη φανέλα του Ολυμπιακού στον οποίο προπολεμικά αγωνιζόταν στη δεξιά πλευρά της επίθεσης!
Θα μπορούσε να ειπωθεί, και δεν θα ήταν ψέμα, πως ο πόλεμος, οι κακουχίες και η ανέχεια σημάδεψαν τη ζωή του Νίκου Γόδα ήδη από το ξεκίνημά της. Γεννήθηκε το 1921 στο Αϊβαλί. Με την καταστροφή της Σμύρνης η οικογένεια του φεύγει και φτάνει στη Μυτιλήνη. Από εκεί πηγαίνουν στη Κρήτη όπου για ένα χρονικό διάστημα εγκαταστάθηκαν στο Ρέθυμνο.
Στη συνέχεια έφυγαν και μετακόμισαν στον Πειραιά. Το σπίτι της οικογένειας ήταν στην Κοκκινιά. Αν και ανήλικος ο Γόδας έπιασε δουλειά στο εργοστάσιο του Κεραμεικού, το οποίο έφτιαχνε κεραμικά. Το εργοστάσιο αυτό βρισκόταν στη συμβολή των οδών Πειραιώς και Φαλήρου εκεί που σήμερα υπάρχει το εργοστάσιο της Ελαΐς.
Μια ανάσα από το γήπεδο Καραϊσκάκη, που τότε ακόμα λεγόταν «καρβουνάδικο» εξαιτίας του γεγονότος πως ήταν στρωμένο με καρβουνόσκονη για να είναι το έδαφος πιο μαλακό για τους παίκτες δεδομένου πως δεν υπήρχε η δυνατότητα όχι χλοοτάπητας να τοποθετηθεί αλλά ούτε καν χώμα!
Ο Νίκος Γόδας έπαιζε και εκεί με την ομάδα του εργοστασίου. Γρήγορα, όμως, μαγνήτισε τα βλέμματα των ανθρώπων του Ολυμπιακού οι οποίοι του πρότειναν να υπογράψει δελτίο σε ηλικία 17 ετών!
Η μεγάλη αγάπη για τον Ολυμπιακό
Ο Γόδας αρχίζει και καθιερώνεται με τον Ολυμπιακό όπου ξεχωρίζει παίζοντας στο δεξί άκρο της επίθεσης των Πειραιωτών. Οι συμπαίκτες του τον έλεγαν «καλλιτέχνη» γιατί διάθετε ένα σπάνιο ταλέντο και θεωρούταν ένα από τα μεγαλύτερα ανερχόμενα αστέρια της χώρας.
Παράλληλα, με το ποδόσφαιρο όμως ο Γόδας ασχολείται και με άλλα πράγματα. Ανοίγει ένα ρεμπέτικο μαγαζί με το όνομα «τα αραπάκια» όπου εμφανίστηκαν ο Τσιτσάνης, ο Βαμβακάρης ενώ εκεί είχε πρωτοζητήσει δουλειά ο Μανώλης Χιώτης. Την ίδια στιγμή, τον απασχολούν και κοινωνικά ζητήματα καθώς βιώνει στο πετσί του την αδικία, την καταπίεση και την φτώχεια.
Στο βιβλίο «Ποδόσφαιρο μια θρησκεία χωρίς άπιστους» των Νίκου Μπογιόπουλου και Δημήτρη Μηλάκα αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Από τα τέλη του '42 είναι ο βασικός μεσοεπιθετικός του Ολυμπιακού. Σκοράρει στο 4-0 κατά του Εθνικού και κατά του Απόλλωνα. Είναι στην ενδεκάδα του Ολυμπιακού όταν κερδίζει τον Παναθηναϊκό στον τελικό του κυπέλλου που διοργανώνει ο δήμος Πειραιά το Μάιο του 1943, όταν ο Ολυμπιακός επικράτησε με 5-2 απέναντι πάλι στον Παναθηναϊκό. Αλλά ο Γόδας είναι “βασικός” και στους αγώνες για τη λευτεριά»…
Ο πόλεμος, η κατοχή και ο εμφύλιος
Όταν ο πόλεμος έριξε βαριά τη σκιά του πάνω από την Ελλάδα, ο Νίκος Γόδας δεν χάνει χρόνο. Εντάσσεται στις τάξεις του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ. Αναπτύσσει έντονη αντιστασιακή δράση ως μέλος του 5ου Επίλεκτου Λόχου του ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά. Στη μάχη της «Ηλεκτρικής» στο Κερατσίνι, βρισκόταν στα πολυβολεία. Στις 7 Μαρτίου του 1944 παίρνει μέρος στη μάχη της Κοκκινιάς.
Τα Δεκεμβριανά τον βρίσκουν να πολεμά τους Άγγλους στο νεκροταφείο της Ανάστασης στον Πειραιά. Ο Σταμάτης Σκούρτης, σύντροφος του Γόδα και ανθυπολοχαγός στον ίδιο λόγο διηγείται. «Θυμάμαι τότε τον λοχαγό μου, Νίκο Γόδα, που θα πει μισοαστεία-μισοσοβαρά. "Σύντροφε ανθυπολοχαγέ, εμείς από όλους τους άλλους ΕΛΑΣίτες είμαστε οι πιο προνομιούχοι. Όσοι από εμάς σκοτωθούμε είμαστε τυχεροί γιατί θα θαφτούμε σε κανονικό και μάλιστα προνομιούχο μνήμα».
Στη συνέχεια ο Γόδας φεύγει από την Αθήνα. Τον «ξανασυναντάμε» στο Βελούχι να παίρνει μέρος σε μάχες. Εκείνη την περίοδο παθαίνει πνευμονία και επιστρέφει στην Αθήνα. Ήταν λίγο μετά την Συμφωνία της Βάρκιζας και το… κλίμα δεν ήταν καλό για τους ηττημένους.
Αδύναμος και χωρίς άλλα κουράγια, συλλαμβάνεται μετά από «καρφωτή» και κάπου εκεί ξεκινάει ο δικός του Γολγοθάς στο τέλος του οποίου τον περιμένει το εκτελεστικό απόσπασμα. Φυλακές Αβέρωφ, Αίγινα και τέλος Κέρκυρα.
Ακόμα και μέσα στη φυλακή ο Γόδας δεν εγκαταλείπει την μεγάλη του αγάπη για το ποδόσφαιρο και τον Ολυμπιακό. Παίζει μπάλα στην ομάδα που είχε δημιουργηθεί από τους φυλακισμένους στην Αίγινα, ενώ στο κελί του, σε ένα καρφί έχει κρεμασμένη την ερυθρόλευκη, ριγωτή φανέλα.
Ο Γόδας ήταν ένας από τους κατηγορούμενους στη δίκη του «ασύλου της Κοκκινιάς». Η δίκη έγινε τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1945 και σύμφωνα με το κατηγορητήριο ο ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού ήταν ένας από τους αντάρτες που εκτέλεσαν δεκάδες πολιτικούς τους αντιπάλους.
Σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, ωστόσο, ο Νίκος Γόδας έπεσε θύμα της ίδιας του της φήμης. Κανείς από τους μάρτυρες στη δίκη δεν τον αναγνώρισε ανεπιφύλακτα. Κανείς δεν είπε πως «ναι, τον είδα να εκτελεί». Όλοι, όμως, ήξεραν το όνομα του και αυτό όπως αποδείχθηκε έκανε κακό στον επιθετικό των ερυθρόλευκων.
Όλοι οι κατηγορούμενοι καταδικάζονται σε θάνατο. Η απόφαση του έκτακτου στρατοδικείου θα εκτελεστεί την 19η Νοέμβρη του 1948
Εκείνο το παγωμένο πρωινό, ο Γόδας βγαίνει από κελί του φορώντας το παλτό του και από μέσα την φανέλα του Ολυμπιακού. «Νενικήκαμεν. Ζήτω οι ολυμπιονίκεις του σοσιαλισμού. Γεια σας, συναθλητές μου», ήταν τα τελευταία λόγια του φεύγοντας από τη φυλακή με τελικό προορισμό το νησί Λαζαρέτο της Κέρκυρας για να τον εκτελέσουν.
Εκεί, θα σταθεί μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα με τρόπο ηρωικό και μοναδικό. Όταν ο επικεφαλής του αποσπάσματος τον ρωτάει ποια είναι η τελευταία του επιθυμία εκείνος του απαντά: «Να μου ρίξετε και να με δολοφονήσετε με τη φανέλα του Ολυμπιακού και να μην μου δέσετε τα μάτια, για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν τη χαριστική βολή»! Λίγες στιγμές αργότερα, ο Νίκος Γόδας έπεφτε νεκρός.
Στο ερώτημα αν ο τότε επίσημος Ολυμπιακός θα μπορούσε να είχε αποτρέψει την εκτέλεση του ποδοσφαιριστή του, ο 45χρονος σκηνοθέτης Χρήστος Γόδας, ανιψιός του αδικοχαμένου Νίκου (ο οποίος, μάλιστα, τα τελευταία χρόνια προετοιμάζει ένα ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το θάνατο του επιθετικού των ερυθρόλευκων), σε παλαιότερη συνέντευξή του είχε δηλώσει πως:
«Όταν έλαβαν χώρα αυτά τα γεγονότα, πρόεδρος του Ολυμπιακού ήταν ο βιομήχανος Μανούσκος. Όταν του ετέθη το ερώτημα -και υπάρχουν μαρτυρίες για αυτό- από τον Μουράτη, αν θα μπορούσε να μεσολαβήσει η ομάδα για να σωθεί η απάντηση ήταν: "Όπως έστρωσε ας κοιμηθεί"...».