Το Ισραήλ και η Μεγάλη Βρετανία αρχίζουν να αποτυπώνουν με μελέτες την πραγματικότητα περί των εμβολίων και την αποτελεσματικότητά τους.
Τα εμβόλια παρέχουν ένα τείχος προστασίας αλλά μετά από κάποιο διάστημα αρχίζει η μείωση της αποτελεσματικότητας τους.
Το πλέον ενδιαφέρον στοιχείο είναι ειδικά το Ισραήλ και όχι απλά μέσω μιας μελέτης αλλά το επίσημο Υπουργείο Υγείας σχεδόν συστηματικά απομυθοποιεί το εμβόλιο της Pfizer – εσχάτως έχει λάβει εμβόλια από την Moderna.
Υπουργείο Υγείας Ισραήλ: Η αποτελεσματικότητα των εμβολίων της Pfizer υποχωρεί έως… το 16%
Σύμφωνα με το Bankingnews.gr, το Υπουργείο Υγείας του Ισραήλ δημοσίευσε νέα στοιχεία στις 23 Ιουλίου 2021 που δείχνουν ότι το εμβόλιο παραμένει 91% αποτελεσματικό αρχικά έναντι του COVID-19 και μόνο σε δύο περιπτώσεις εμφανίστηκε ήπιας μορφής καρδιακή φλεγμονή σε παιδιά ηλικίας 12 έως 15 ετών.
Ωστόσο, με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Υγείας του Ισραήλ η αποτελεσματικότητά των εμβολίων της Pfizer στην επιβράδυνση των λοιμώξεων… μειώθηκε από αρχικώς 90% με 95%… στο 39%.
Το εμβόλιο βρέθηκε να είναι 39% με 40% αποτελεσματικό κατά συμπτωμάτων που προκαλεί ο Covid 19 και 88% αποτελεσματικό για όσους χρειαστεί να νοσηλευτούν.
Μετά από +6 μήνες μειώνεται η απόδοση των εμβολίων της Pfizer στο 16%
Ωστόσο, όπως αναφέρει το Υπουργείο Υγείας του Ισραήλ με βάση τα στοιχεία που συγκεντρώνει τα άτομα που έχουν εμβολιαστεί πριν από έξι μήνες ή περισσότερο, η αποτελεσματικότητα του εμβολίου απέναντι στον Covid 19 και την μετάδοση του μειώθηκε στο 16%.
Μεταξύ περισσότερων από 1,8 εκατομμυρίων ανθρώπων που εμβολιάστηκαν δύο φορές έως τις 31 Ιανουαρίου, περίπου 5.770 μολύνθηκαν από τον Covid 19 και 1.181 από αυτούς ή το 20% όλων των νέων μολύνσεων, είχαν προσβληθεί την περασμένη εβδομάδα, ανέφερε το Υπουργείο Υγείας.
Ωστόσο, από εκείνους που βρέθηκαν θετικοί στον Covid 19, μόνο 495 άτομα νοσηλεύτηκαν, 334 εμφάνισαν σοβαρή ασθένεια και 123 πέθαναν.
Οι νέες παραλλαγές είναι πιο διαδεδομένες στους ανθρώπους ηλικίας 60 ετών και άνω.
Αυτό θα μπορούσε να οφείλεται στο γεγονός ότι ήταν οι πρώτοι άνθρωποι που εμβολιάστηκαν ή και επειδή οι ηλικιωμένοι έχουν μεγαλύτερη τάση να είναι ανοσοκατεσταλμένοι και επιρρεπείς σε νέες λοιμώξεις.
Το Υπουργείο Υγείας διαπίστωσε ότι μεταξύ 178.836 εφήβων ηλικίας 12-15 ετών που είχαν εμβολιαστεί πλήρως και άλλοι 56.524 που είχαν εμβολιαστεί μόνο με μια δόση από τις 20 Ιουλίου, δύο από αυτούς εμφάνισαν καρδιακή φλεγμονή.
Ένας από τους εφήβους νοσηλεύτηκε τρεις ημέρες μετά τη δεύτερη δόση με πυρετό και πόνο στο στήθος αλλά βγήκε από το νοσοκομείο.
Ο άλλος παρουσίασε πυρετό και διάρροια μετά την πρώτη του δόση, και πέντε ημέρες αργότερα, πήγε στο νοσοκομείο με πόνο στο στήθος. Παρέμεινε στο νοσοκομείο για πέντε ημέρες.
Άλλες, ελάχιστες ανεπιθύμητες ενέργειες αναφέρθηκαν στα παιδιά από 12 έως 15 ετών που εμβολιάστηκαν.
Η πλειοψηφία (9 παιδιά) είχε γενικά πόνους μετά την πρώτη ή τη δεύτερη δόση των εμβολίων, τρεις είχαν πόνο στο σημείο της ένεσης και τρεις εμφάνισαν σοβαρές παρενέργειες και απαιτήθηκε παρακολούθηση.
Μελέτη στην Βρετανία: Τα αντισώματα που παράγουν τα εμβόλια αρχίζουν να μειώνονται 2-3 μήνες μετά τη δεύτερη δόση έως και 50%
Τα επίπεδα αντισωμάτων που δημιουργούνται από τις δύο δόσεις των εμβολίων Oxford / AstraZeneca ή των Pfizer / BioNTech για την αντιμετώπιση του Covid 19 μπορεί να αρχίσουν να μειώνονται έξι εβδομάδες μετά την δεύτερη δόση και για μερικούς μπορεί να μειωθεί έως και 50% σε λιγότερο από τρεις μήνες, σύμφωνα με έρευνα.
Η μελέτη του University College London (UCL) ανέλυσε αίμα από 552 εμβολιασμένα άτομα ηλικίας κυρίως 50 με 60 ετών.
Τα επίπεδα των αντισωμάτων ποικίλλουν ευρέως μεταξύ των ασθενών, αλλά μια διπλή δόση Pfizer / BioNTech παρήγαγε περισσότερα αντισώματα κατά του Covid 19 σε σχέση με το εμβόλιο της Οξφόρδης.
Για το εμβόλιο της Pfizer, τα επίπεδα αντισωμάτων μειώθηκαν κατά μέσο όρο από 7.506 μονάδες ανά χιλιοστόλιτρο (ml) στις 21-41 ημέρες μετά τον εμβολιασμό σε 3.320 μονάδες ανά ml σε 70 ή περισσότερες ημέρες.
Για το εμβόλιο της Οξφόρδης, μειώθηκαν από 1.201 μονάδες ανά ml σε 0-20 ημέρες σε 190 μονάδες ανά ml σε 70 ή περισσότερες ημέρες.
Τα ευρήματα δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό Lancet.