«Η Κύπρος είναι μια δεύτερη Ελλάς» είπε κάποτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής απευθυνόμενος στον πρόεδρο Μπους.
Από τον Μανώλη Κοττάκη
Βασικά, πάντα αυτό ήταν το πρόβλημα και για τους Τούρκους και για τον ξένο παράγοντα. «Δεύτερη Ελλάς», ενωμένη με την πρώτη Ελλάδα, αεροπλανοφόρο εγκατεστημένο στη μύτη της Μέσης Ανατολής, σε κομβικό σημείο της Μεσογείου; «Δεύτερη Ελλάς» ένα τόσο μεγάλο νησί σε απόσταση αναπνοής από τα τουρκικά παράλια στην ανατολική Μεσόγειο, με ό,τι αυτό σήμαινε για την άμυνα της γείτονος; Μα αυτό δεν ήταν «δεύτερη Ελλάς» για εκείνους. Εφιάλτης ήταν. Και αν κρίνουμε από τις αντιδράσεις τους στο πρόσφατο παρελθόν, όταν εφαρμόστηκε το ενιαίο αμυντικό δόγμα, και αν κρίνουμε και από τις αντιδράσεις τους στο παρόν κάθε φορά που ανοίγει θέμα κοινής ΑΟΖ της Κύπρου με την Ελλάδα, εφιάλτης εξακολουθεί και παραμένει. Εάν μπορούσε να ανοίξει η γης να την καταπιεί την Κύπρο μας, θα ήταν το ιδεώδες για τον ξένο παράγοντα και για τους Τούρκους.
Πώς φύτρωσε εκεί; 47 χρόνια μετά την εισβολή του «Αττίλα» η Μεγαλόνησός μας αποτελεί κάρφο εις τον οφθαλμό τους. Ωστόσο, σήμερα που μιλάμε, τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Η κατάσταση που προέκυψε το 1974 έχει παγιωθεί. Ακόμη και αυτή η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο κεκτημένο της οποίας ήλπιζε ο Γιάννος Κρανιδιώτης για την επίλυση βασικών πτυχών του κυπριακού προβλήματος, απεδείχθη στην πράξη πολύ ολίγη για τέτοια ανατροπή. Σήμερα το κεκτημένο τελεί επισήμως σε αναστολή στο βόρειο τμήμα της νήσου, όπου και τα Κατεχόμενα, και κατά τα φαινόμενα θα τελεί για καιρό σε αναστολή. Τούτων δοθέντων πρέπει να αξιολογήσει κανείς τις εναλλακτικές που υπάρχουν εν όψει της σύγκλησης νέας πενταμερούς διάσκεψης στη Γενεύη υπό την αιγίδα του ΟΗΕ. Να τις αξιολογήσει ωμά. Τι μας συμφέρει εθνικά; Οι προτάσεις που υπάρχουν στο τραπέζι είναι τρεις. Την πρώτη την επαναλαμβάνουν καιρό οι Τούρκοι: συνομοσπονδία δύο κρατών. Τη δεύτερη εμείς: διζωνική, δικοινοτική ομοσπονδία. Με αποχώρηση των στρατευμάτων του Αττίλα. Την τρίτη την ακούμε κατά καιρούς ψιθυριστά σε εμπιστευτικές ενημερώσεις:
Η παρούσα κατάσταση είναι προτιμότερη από τη συγκυριαρχία. Επειδή είναι στα σκαριά ένα νέο Σχέδιο Ανάν, καλό θα ήταν να σκεφτούμε μεγαλόφωνα, όσο το εθνικό συμφέρον μάς επιτρέπει, τι τέξεται η επιούσα. Η λύση της συνομοσπονδίας -και μαζί και μόνοι- δεν συμφέρει κανέναν πλην των Τούρκων. Αν επρόκειτο να διχοτομηθεί ντε φάκτο το νησί, απαιτείται και συνεταιρισμός για τη διχοτόμηση; Και μάλιστα συνεταιρισμός με τους Τούρκους; Αφήστε που αυτή η λύση θα οδηγούσε στην ένταξη της Τουρκίας στην Ε.Ε. από την πίσω πόρτα. Με ψήφο στα κοινοτικά όργανα. Κάτι που δεν επιθυμεί σχεδόν κανένας στην Ένωση, ασχέτως του τι λέγεται δημοσίως.
Η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία, τώρα:
Είναι το μεγάλο μας όνειρο. Να δούμε το νησί επανενωμένο. Να ξαναδούμε ελεύθερες την Αμμόχωστο και την Κερύνεια. Να ζήσουν αρμονικά και ειρηνικά οι Ελληνοκύπριοι με τους Τουρκοκυπρίους χωρίς ξένα στρατεύματα πάνω από την κεφαλή τους. Μπορεί όμως υπό τις περιστάσεις να μας δώσει κανείς τη λύση που ονειρευόμαστε; Θα περιμένουμε. Αλλά η κτηθείσα πείρα από τη μελέτη του Σχεδίου Ανάν μάς δείχνει ότι οι σύμμαχοι προσβλέπουν σε μια ομοσπονδία τόσο αντιλειτουργική, που να μην την ελέγχει κανείς. Ούτε εμείς ούτε οι Τούρκοι. Η κτηθείσα πείρα μας λέει ότι η Κυπριακή Δημοκρατία είναι εκτεθειμένη σε ύπουλες επιθέσεις κάθε φορά που κάνει ένα άνοιγμα για να σταθεί η οικονομία της στα πόδια της. Τη μία τιμωρείται επειδή στάθμευαν στις τράπεζές της ρωσικά κεφάλαια (αλλού δεν υπάρχει πρόβλημα), την άλλη καταδιώκεται επειδή έκανε ανοίγματα σε κινεζικά κεφάλαια, σιγά μην την αφήσουν ανεξάρτητη στο πλαίσιο ενός νέου κράτους. Η κτηθείσα πείρα μας λέει ότι, αν είχε ψηφιστεί το Σχέδιο Ανάν το 2004, τότε με βάση τις εξελίξεις στις οικονομίες της Ελλάδος και της Τουρκίας από τότε έως σήμερα (εμείς χάσαμε το μισό ΑΕΠ στην κρίση, οι Τούρκοι το επταπλασίασαν) το πιθανότερο σενάριο θα ήταν να έχουν πατήσει πόδι οι Τούρκοι και στο νότιο τμήμα του νησιού.
Η απόσταση της Κύπρου από την Τουρκία είναι τόσο μικρή, ώστε επιτρέπει ανέτως την ένωση των οικονομιών τους, αν η Αγκυρα είχε την ευκαιρία να το κάνει στο πλαίσιο ενός ενιαίου κράτους. Οσα συζητούνται για τη διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία σήμερα, η οποία φέρεται ότι έχει ως μοντέλο λύσης τη στήριξη του προέδρου Μπάιντεν, άλλοτε μας κάνουν αισιόδοξους και άλλοτε μας κάνουν σκεπτικούς. Ειδικώς η πρόταση για εναλλασσόμενη προεδρία Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων. Τέτοια σχήματα ζουν σε βάθος χρόνου μόνο αν έχει εγκαθιδρυθεί βαθιά εμπιστοσύνη μεταξύ των κοινοτήτων. Έχει; Υπάρχει βεβαίως και η τρίτη λύση, την οποία μας πιάνει η καρδιά μας όταν την ακούμε: η επικύρωση της διχοτόμησης και η λειτουργία δύο εντελώς χωριστών κρατών. Άνευ συνομοσπονδίας. Είναι η λύση που αναγνωρίζει τα τετελεσμένα του «Αττίλα» και κανείς δεν θα πει δημοσίως ότι αυτή είναι η προτιμοτέρα. Οι επιλογές που έχουν κάνει έως τώρα οι αδελφοί μας κατατείνουν βεβαίως στην άποψη ότι προτιμούν την παρούσα κατάσταση παρά το άγνωστο της συγκυριαρχίας. Η πλειοψηφία απόρριψης του Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα (75%) αυτό το μήνυμα εμπεριείχε: Καλύτερα όπως είμαστε τώρα κυρίαρχοι του οίκου μας, μέχρι νεωτέρας.
Ο θρύλος λέει ότι ακόμη και οι πλέον πατριώτες Κύπριοι πολιτικοί, που δεν ανήκουν στο μπλοκ των ενδοτικών του «ως δαμαί», ψιθύριζαν στο παρελθόν στα αυτιά Ελλήνων συναδέλφων τους «καλύτερα να μείνουμε όπως είμαστε, έτσι, κυρίαρχοι του μέλλοντός μας». Αλλά ακόμη κι αυτοί αναγνώριζαν ότι το βάρος μιας τέτοιας επιλογής έπρεπε να το φέρει η Αγκυρα, όχι η Λευκωσία. Να προκύψει ως το τελικό αποτέλεσμα της αδιαλλαξίας της. Κανείς δεν μπορεί να πάρει την ευθύνη να το πει δημοσίως, ακόμη και αν συμφωνεί το 80% του κυπριακού λαού σιωπηρώς. Θα δώσει λόγο στους αγέννητους και στους νεκρούς.
Τα διλήμματα είναι όμως εδώ και μας κυνηγούν: Δεν συζητάμε για αυτά που είχαμε και χάσαμε. Συζητάμε για αυτά που έχουμε και θέλουμε να έχουμε. Εάν ένα νέο Σχέδιο Ανάν αποδώσει δικαιοσύνη και εν τίνι μέτρω επιστροφή στην προτέρα κατάσταση, τότε ναι, η διζωνική δικοινοτική ομοσπονδία πρέπει να είναι η λύση και οφείλουμε να παλέψουμε γι’ αυτήν. Εχω μελετήσει προσεκτικά τα βιβλία του Νίκου Χριστοδουλίδη και του Ιωάννη Κασουλίδη, τη σκέψη των οποίων εκτιμώ βαθύτατα. Εάν όμως η προσφορά του ξένου παράγοντος είναι ένα νέο Σχέδιο Ανάν σε παραλλαγή με ολίγα «δώρα» (το νέο ομοσπονδιακό κυπριακό κράτος θα έχει κοινή ΑΟΖ με την Ελλάδα και θα μετέχει ως πλήρες μέλος στο ΝΑΤΟ), τότε οφείλουμε, οφείλουν πριν και πάνω απ’ όλα οι αδελφοί μας οι Κύπριοι να τα σκεφτούν όλα από την αρχή. Πάλι. Έτσι έχουν τα πράγματα. Το επίδικον είναι η συνέχεια του Ελληνισμού στο νησί. Όχι ο συγκυριακός δισταγμός μας να μιλήσουμε χωρίς φόβο και πάθος.