Την εποχή που η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ κατόρθωσε να ελκύσει τον Βασιλιά της Γαλλίας, Λουδοβίκο ΙΕ’, μπορούσε κανείς να τη συγκαταλέξει ανάμεσα στις πιο όμορφες γυναίκες του Παρισιού. Είχε μέσα στο σύνολο της φυσιογνωμίας της ένα μείγμα ζωηρότητας και τρυφερότητας. Ήταν τόσο εντυπωσιακό και χαριτωμένο θηλυκό, ώστε η αψεγάδιαστη εξωτερική της εμφάνιση, σε συνδυασμό με τις άριστες πνευματικές και καλλιτεχνικές της ικανότητες, την καθιστούσαν αυτομάτως ως ένα σπάνιο φαινόμενο του καιρού της.
Οι Παρισινοί, όμως, δεν έβλεπαν διόλου με καλό μάτι την εκθαμβωτική Ζαν. Όταν αγόρασε το Μέγαρο ντ’ Εβρέ και αφαίρεσε τα οικόσημα της αριστοκρατικής οικογένειας των προηγούμενων ιδιοκτητών, προκειμένου να τα αντικαταστήσει με τα δικά της οικόσημα, οι εξωτερικοί τοίχοι της έπαυλής της την άλλη μέρα ήταν γεμάτοι με περιπαιχτικά στιχάκια, που φανέρωναν έκδηλα τις αρνητικές διαθέσεις του λαού.Ο Βασιλιάς, όμως, εξακολουθούσε τις σχέσεις του με τη Ζαν, οι οποίες, όσο περνούσαν τα χρόνια, γίνονταν πιο τρυφερές και εγκάρδιες. Είχε συνηθίσει τόσο πολύ την παρουσία της, που του ήταν αδιανόητο να την αποχωριστεί. Έτσι, την εγκατέστησε στο ισόγειο του Ανακτόρου των Βερσαλλιών και τα διαμερίσματά της συγκοινωνούσαν ευθέως με τα δικά του, δια μέσου μιας κρυφής σκάλας, ούτως ώστε να μπορούν να βλέπονται ανά πάσα στιγμή, δίχως να το γνωρίζουν οι πάντες στο παλάτι.Ωστόσο, το μίσος του λαού εναντίον της αυξανόταν καθημερινά. Ο λαός γύρευε αφορμή για να εκδηλώσει την αγανάκτησή του για την παράνομη σχέση του Βασιλιά με τη σαγηνευτική μαιτρέσσα του.Μια μέρα, λοιπόν, που ο γιος του Λουδοβίκου και διάδοχος του θρόνου είχε εκτεθεί στη θέα του συγκεντρωμένου πλήθους, βρέθηκε μέσα στην άδεια κούνια του ένα παράξενο δέμα, το οποίο απευθυνόταν στον ίδιο τον ηγεμόνα της Γαλλίας.Το δέμα ανοίχτηκε και μέσα περιείχε μερικούς σπόρους σιταριού, που συμβόλιζαν τη σιτοδεία και την πείνα του λαού, αλλά και μια επιστολή γεμάτη μένος, πικρία και παράπονα εναντίον του Βασιλιά, εναντίον της Κυβέρνησής του και προπάντων, εναντίον της σκανδαλώδους ζωής του με τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ. Μάλιστα, τον απειλούσαν με λαϊκό ξεσηκωμό.Παρά τον θυμό που προξένησε το γράμμα αυτό στον Λουδοβίκο, εν τούτοις του έκανε εντύπωση το περιεχόμενό του και ο τρόπος της αποστολής του μέσα στο ίδιο του το σπίτι, που θεωρούνταν τόσο καλά φυλασσόμενο.Η Ζαν υποπτεύθηκε αμέσως την παραμάνα του διαδόχου, την κυρία Σωβέ, η οποία, παρά την καθολική υποστήριξη της Βασίλισσας Μαρίας, των Υπουργών και όλων των Αυλικών, φυλακίστηκε στη Βαστίλη, από την οποία δε βγήκε ποτέ.Αποτέλεσμα της κατάστασης αυτής ήταν η δολοφονική απόπειρα, η οποία πραγματοποιήθηκε κατά του Λουδοβίκου στις 5 Ιανουαρίου του 1757, από έναν απλό υπηρέτη, τον Robert-Francois Damiens, ενώ πήγαινε στο Τριανόν, για να δει την κόρη του, την Πριγκίπισσα Βικτώρια, που ήταν λιγάκι αδιάθετη.Την απόπειρα αυτή είχαν προκαλέσει οι Ιησουίτες, επειδή η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ είχε εκδηλωθεί εχθρικότατα εναντίον τους.Από την εποχή της δολοφονικής απόπειρας και έπειτα, ο Λουδοβίκος κατελήφθη από μια διαρκή μελαγχολία, την οποία μόνο η Ζαν κατόρθωνε να εξανεμίζει με διάφορες ψυχαγωγίες δικής της επινόησης. Διοργάνωνε μουσικές και θρησκευτικές εσπερίδες, συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και πολλά άλλα μέσα στο παλάτι.Μα, σε κάμποσα χρόνια, τα είχε βαρεθεί κι αυτά ο Βασιλιάς. Η απόπειρα του Damiens τον είχε κάνει νευρικό, δύσκολο και ιδιότροπο.Εν τω μεταξύ, τα ρόδα της νεότητας της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ είχαν αρχίσει να μαραίνονται καταιγιστικά. Είχε αδυνατίσει τρομερά και το δέρμα της είχε πια χάσει τη στιλπνότητα και τη φρεσκάδα του. Έμοιαζε με άλλη γυναίκα και όχι με αυτή που είχε ερωτευθεί.Ωστόσο, η Ζαν, για να μη χάσει την εύνοια του Λουδοβίκου, ανακάλυψε έναν άλλον τρόπο για να τον έχει κοντά της. Φρόντιζε να τον προμηθεύει με διάφορα νεαρά κορίτσια, ώστε να ικανοποιούν κάθε ερωτική του επιθυμία.Παρά την αυξανόμενη αδιαφορία του Βασιλιά προς την επίσημη μαιτρέσσα του, δεν την άφησε ποτέ από το πλάι του. Αν και είχαν διακόψει τις ερωτικές επαφές για πάνω από μια δεκαετία, η Ζαν διατήρησε τα προνόμιά της έως τον θάνατό της.Εδώ η σκέψη του ήταν πολύ πονηρή. Έμενε ευχαριστημένος βλέποντας πως ο λαός θεωρούσε ως αιτία όλων των κακών του κράτους τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, πράγμα το οποίο τον βόλεψε καταφανώς και τον ελάφρυνε φαινομενικά από τις δικές του ευθύνες.Αυτή η στρατηγικά πονηρή σκέψη ανάγκαζε τον Λουδοβίκο να την κρατά κοντά του, αν και η Ζαν είχε εξαντλήσει από καιρού όλα τα θέλγητρά της. Ήταν μόλις 36 ετών και δεν ήταν πια ούτε όμορφη ούτε χαριτωμένη ούτε ενδιαφέρουσα.Η Ζαν, η οποία είχε καταλάβει τους λόγους για τους οποίους εξακολουθούσε να είναι αναπόσπαστη από τον Βασιλιά, τον εκμεταλλευόταν στο έπακρο. Επενέβαινε στην εσωτερική διοίκηση, στη διπλωματία, αλλά και στα πριγκιπικά συνοικέσια. Έπρεπε τα πάντα να περνούν από τη δική της έγκριση, αλλιώς απορρίπτονταν.Το 1758, σε ηλικία 37 ετών, η άλλοτε πανέμορφη και σαγηνευτική μαιτρέσσα του Λουδοβίκου, είχε μεταμορφωθεί σε πρόωρη γριά. Η τεράστια αλλαγή στην εμφάνισή της ήταν συγκλονιστική. Ήταν αφύσικα αδύνατη, το δέρμα της ήταν γκρίζο και γεμάτο βαθιές ρυτίδες, ενώ κάθε μορφή γοητείας της είχε εξαφανιστεί.Τελικά, τον Ιανουάριο του 1764, λίγα χρόνια μετά και σε ηλικία μόλις 43 ετών, έπεσε βαριά άρρωστη από φυματίωση και λίγους μήνες αργότερα, στις 15 Απριλίου, έκλεισε τα μάτια της για πάντα. Όμως, υπήρχαν και κάποιοι που ισχυρίζονταν πως έπεσε θύμα δόλου και δηλητηρίασης μέσα στα Ανάκτορα των Βερσαλλιών.Η ερωμένη για πάνω από 20 χρόνια του Βασιλιά της Γαλλίας, Λουδοβίκου του ΙΕ’, κατόρθωσε να αποκτήσει τεράστια πλούτη, πύργους και εκτάσεις, και αδιανόητη δύναμη. Λάτρευε τις τέχνες και απέκτησε πλήθος καλλιτεχνικών αριστουργημάτων, ενώ κατασπατάλησε για τον εαυτό της ασύλληπτα ποσά. Ο λαός, που ζούσε μέσα στην απόλυτη ένδεια, νηστικός και εξαθλιωμένος, δεν την αποδέχτηκε και δεν τη συγχώρεσε ποτέ.Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 01/02/1925…