«Η Εκκλησία δεν φοβάται την Ιστορία», έλεγε πριν από περίπου τρία χρόνια ο Πάπας Φραγκίσκος όταν προανήγγελλε το άνοιγμα των αρχείων του Βατικανού που σχετίζονται με τη θητεία του Πάπα Πίου ΙΒ’. Ισως σήμερα ο προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας να έχει διαφορετική άποψη αφού οι «λίγες σκιές» που υπήρχαν στο έργο του, σύμφωνα με τον επιμελητή του Αποστολικού Αρχείου του Βατικανού, πλέον έχουν πυκνώσει, όπως διαπιστώνουν οι ερευνητές των αρχείων.
Κι αυτό γιατί ο Πίος φαίνεται πως είχε μπει σε διαπραγματεύσεις με τον «διάβολο» ή ό,τι πιο κοντινό έχει γνωρίσει σ’ αυτόν η ανθρωπότητα. Δηλαδή τον Αδόλφο Χίτλερ.
Ολα δείχνουν να ξεκίνησαν τον Αύγουστο του 1939 όταν ο φύρερ οριστικοποιούσε τα σκοτεινά του πλάνα για εισβολή στην Πολωνία. Θέλοντας να κλείσει το στόμα της Αγίας Εδρας μπροστά στα φρικτά εγκλήματα του ναζιστικού καθεστώτος, πλησίασε τον Πίο – δι’ αντιπροσώπου – ώστε να διαπραγματευτούν μια συμφωνία μεταξύ των δύο πλευρών. Οι συνομιλίες πραγματοποιήθηκαν πίσω από κλειστές πόρτες κι έμειναν μυστικές για οκτώ δεκαετίες αφού στα επίσημα αρχεία του Βατικανού για τη δράση του κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου δεν υπάρχει καμία αναφορά στην προσέγγιση του Χίτλερ. Φως στην υπόθεση έπεσε πρόσφατα με την αποσφράγιση των αρχείων του Πίου, με αφορμή την πρόθεση αγιοποίησής του.
Το Βατικανό εξέδωσε ένα ασημένιο νόμισμα για τις 100 ημέρες του πολέμου στην Ουκρανία αξίας 50 ευρώ
Δεν καταδίκασε το Ολοκαύτωμα
Αν και ο ποντίφικας ανέλαβε καθήκοντα έξι μόλις μήνες πριν από το ξέσπασμα του πολέμου, διατηρώντας διπλωματικές σχέσεις με το Τρίτο Ράιχ, αρνήθηκε να καταδικάσει τη Γενοκτονία των Εβραίων. Ακόμα και όταν οι Ναζί συγκέντρωσαν πάνω από 1.000 Εβραίους της Ρώμης τον Οκτώβριο του 1943 και τους κράτησαν σ’ ένα συγκρότημα κτιρίων κοντά στα τείχη του Βατικανού πριν τους βάλουν στα τρένα για το Αουσβιτς, ο ίδιος δεν αντέδρασε.
Για τους επικριτές του, με τη σιωπή του ήταν συνένοχος στις διώξεις των θυμάτων του ναζισμού. Για τους υποστηρικτές του, η ουδέτερη αυτή φαινομενικά στάση του ενθάρρυνε αδελφότητες και άλλα καθολικά ιδρύματα να κρύψουν χιλιάδες Εβραίους κι απομάκρυνε τον κίνδυνο για τις ζωές των ιερέων των μοναχών. Αυτή η αντίφαση στο έργο του έγινε εμπόδιο όταν το 2000 ο Πάπας Ιωάννης Παύλος Β’ πρότεινε την αγιοποίησή του, αλλά σκόνταψε πάνω στις αντιδράσεις κυρίως της εβραϊκής κοινότητας της Ρώμης. Ο διάδοχός του Βενέδικτος ΙΣΤ’ αποφάσισε να περιμένει μέχρι ν’ ανοίξουν τα αρχεία ώστε να πάρει απόφαση, κάτι που πιστοποίησε ο Φραγκίσκος το 2019 όταν προχώρησε τη διαδικασία.
Οπως προκύπτει για πρώτη φορά από τα αρχεία και αναδεικνύει σε άρθρο του στον ιστότοπο The Atlantic ο Ντέιβιντ Ι. Κέρτζερ, συγγραφέας του επερχόμενου βιβλίου «The Pope at War: The Secret History of Pius XII, Mussolini and Hitler», λίγο μετά την ενθρόνισή του ο Πίος ΙΒ’ άνοιξε διάλογο με τον Χίτλερ. Ο προκάτοχός του Πίος ΙΑ’ στην εξέλιξη της θητείας του είχε γίνει πονοκέφαλος για τον ηγέτη της ναζιστικής Γερμανίας αφού είχε επαναστατήσει απέναντι στην περιθωριοποίηση της Εκκλησίας στη χώρα, με την καθολική κατήχηση να δίνει τη θέση της στη ναζιστική ιδεολογία.
Το 1937 μάλιστα είχε καταδικάσει δημόσια την κυβέρνηση των Ναζί για τις διώξεις εκπροσώπων της Εκκλησίας αλλά και την παγανιστική της πίστη. Οταν ο Χίτλερ επισκέφτηκε τη Ρώμη, ο Πίος ΙΑ’ εγκατέλειψε την πόλη για να μείνει στη θερινή του κατοικία Καστέλ Γκαντόλφο και στις διαμαρτυρίες του Μουσολίνι απάντησε πως δεν μπορούσε να δεχτεί την εκθείαση της σβάστικας, «ενός σταυρού που δεν είναι ο σταυρός του Χριστού», όπως επεσήμανε.
Τέξας - Βατικανό: «Φτάνει πια στη διακίνηση όπλων χωρίς διάκριση» είπε ο πάπας Φραγκίσκος
Η τέλεια ευκαιρία
Ο θάνατός του, ωστόσο, στις αρχές του 1939 ανακούφισε τον Χίτλερ και τον Μουσολίνι. Ο αντικαταστάτης του καρδινάλιος Πατσέλι στα μάτια των δύο εκπροσώπων του ολοκληρωτισμού έγινε η τέλεια ευκαιρία για να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με το Βατικανό και, αν μη τι άλλο, να κάνουν τις φωνές εναντίον τους να σιγάσουν. Για τη δύσκολη αυτή αποστολή, ο φύρερ δεν διάλεξε την επίσημη προσέγγιση μέσω των συνηθισμένων καναλιών επικοινωνίας αλλά δι’ αντιπροσώπου.
Την αποστολή αυτή ανέθεσαν στον 36χρονο τότε πρίγκιπα Φίλιπ φον Χέσεν, γαμπρό του βασιλιά της Ιταλίας Βίκτορ Εμανουέλ Γ’. Ο παππούς του ήταν ο γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Γ’ και προγιαγιά του η βασίλισσα της Βρετανίας Βικτωρία. Ηταν ο ίδιος μέλος της SA, μιας ιδιαίτερα βίαιης παραστρατιωτικής ομάδας των Ναζί, και ήταν ιδιαίτερα καλός στο να κρατάει μυστικά αφού κατάφερε να αποσιωπήσει την ερωτική του σχέση με τον άγγλο ποιητή Ζίγκφριντ Σασούν.
Λίγο μετά την ενθρόνιση του Πίου ΙΒ’ ο Χίτλερ κάλεσε τον Φον Χέσεν και του ζήτησε να κανονίσει ένα μυστικό ραντεβού μαζί του. Για να παραμείνει κρυφή η συνεννόηση μεταξύ των δύο πλευρών, πραγματοποιήθηκε μέσω ανεπίσημων καναλιών όπου περιλαμβανόταν και ο Ραφαέλε Τραβαλίνι, ένας αμφιλεγόμενος φίλος του βασιλιά της Ιταλίας, αδερφός της συζύγου του Φον Χέσεν, φασιστικών καταβολών και καλά δικτυωμένος στο σύστημα του Βατικανού.
Ο Πίος συνάντησε για πρώτη φορά τον απεσταλμένο του Χίτλερ στις 11 Μαΐου, στα διαμερίσματα του καρδινάλιου Λουίτζι Μαλιόνε, γραμματέα του κράτους, προκειμένου να μη διαρρεύσει το γεγονός. Οι δύο άνδρες μίλησαν στα γερμανικά και τη συζήτησή τους κατέγραψε μυστικά ένας γερμανός ιερέας που είχε κρύψει ο ποντίφικας.
Βατικανό: «Υπάρχει η διάθεση του Πάπα να πάει στη Μόσχα να συναντήσει προσωπικά τον Πούτιν»
Οι δίκες κακοποίησης παιδιών
Από τα συγκεκριμένα χειρόγραφα μαθαίνουμε ότι ο Χίτλερ μέσω του Φον Χέσεν έστειλε επιστολή συγχαρητηρίων στον Πίο για την εκλογή του στην Αγία Εδρα. Παράλληλα, ο πρίγκιπας ζήτησε από τον Πάπα να περιοριστεί στα εκκλησιαστικά ζητήματα και ν’ αποφύγει τις πολιτικές παρεμβάσεις ώστε να βοηθήσει στην επικράτηση της φιλεκκλησιαστικής φατρίας στο εθνοσοσιαλιστικό κόμμα της Γερμανίας.
Επίσης στάθηκε στις δίκες «ηθικής» των γερμανών ιερέων που είχαν κατηγορηθεί για σεξουαλικά εγκλήματα, συμπεριλαμβανομένης της κακοποίησης παιδιών, τις οποίες προωθούσε το Βατικανό. Δεν είναι τυχαίο πως έκτοτε η γραμματεία του κράτους υπό τις οδηγίες του Πατσέλι προχώρησε στην καύση οποιουδήποτε αποδεικτικού υλικού για τα συγκεκριμένα εγκλήματα. Τις μέρες μετά τη συγκεκριμένη συνάντηση, η ναζιστική κυβέρνηση προχώρησε σε κινήσεις καλής θέλησης απέναντι στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία πιέζοντας τον Τύπο της χώρας να τερματίσει τις επιθέσεις εναντίον των καθολικών.
Το νέο ραντεβού των δύο πλευρών δόθηκε στις 26 Αυγούστου στο Καστέλ Γκαντόλφο, μόλις μία εβδομάδα πριν από τη χιτλερική επέμβαση στην Πολωνία που πυροδότησε τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Εκεί, συζητήθηκε το «φυλετικό ζήτημα», δηλαδή η δίωξη των Εβραίων από τους Ναζί, κάτι που, σύμφωνα με τον Φον Χέσεν, θα μπορούσε να αποφορτίσει τις σχέσεις των δύο πλευρών αν ο Πάπας συνέχιζε να παραμένει σιωπηλός μπροστά στις φρικαλεότητες. Κερδίζοντας τη βουβή απραξία, η γερμανική πλευρά έτεινε χείρα φιλίας στο Βατικανό στην τρίτη συνάντησή τους, στις 24 Οκτωβρίου. Με την Πολωνία υπό γερμανική κατοχή, ο Πίος θέλησε να επεκτείνει την επιρροή τού ρωμαιοκαθολισμού στο Τρίτο Ράιχ και γι’ αυτό έβαλε στην ατζέντα της συζήτησης το θέμα της κακομεταχείρισης των γερμανικών εκκλησιών από τους Ναζί εξαιτίας των αντεκκλησιαστικών μέτρων που είχε λάβει ο Χίτλερ.
Βατικανό: Ο προκαθήμενος της Καθολικής Εκκλησίας για πρώτη φορά σε talk show
Τέσσερις μαύρες λιμουζίνες
Νομίζοντας ο φύρερ ότι είχε έρθει η ώρα να προχωρήσουν οι συζητήσεις στο επόμενο στάδιο, αποφάσισε να στείλει στον Πίο τον υπουργό Εξωτερικών Φον Ρίμπεντροπ αντί του Φον Χέσεν, ο οποίος μεταβίβασε στον Χίτλερ ένα υπόμνημα του Πάπα με πέντε διεκδικήσεις για καλή επικοινωνία. Μεταξύ των όρων περιλαμβανόταν η διακοπή της αντιχριστιανικής προπαγάνδας στη γερμανική νεολαία, το φρένο στις επιθέσεις κατά του χριστιανισμού με τα έντυπα του ναζιστικού κόμματος και την αποδέσμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας. Οι προτάσεις αυτές αντιμετωπίστηκαν θετικά από τον ηγέτη των Ναζί, ο οποίος σκέφτηκε να δημοσιοποιήσει τις συνομιλίες Βατικανού – Χίτλερ.
Αν και ο Πίος ήταν πρόθυμος να συναντήσει τον Ρίμπεντροπ, δεν ήταν διατεθειμένος να το κάνει μπροστά στην κοινή γνώμη. Την επαύριον της εισβολής στην Πολωνία, ο Πίος γινόταν δέκτης αγωνιωδών εκκλήσεων από τους καθολικούς της χώρας να καταγγείλει τη ναζιστική επιθετικότητα. Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με τη στοχοποίηση των πολωνών ιερέων καθιστούσε τη δημόσια κοινή συνομιλία με τους Γερμανούς σχεδόν απαγορευτική.
Το πρωί της Δευτέρας 11 Μαρτίου 1940, τέσσερις μαύρες λιμουζίνες με τις σημαίες του Βατικανού και των Ναζί παρέλαβαν τους αξιωματούχους των δύο συνομιλητών. Μεταξύ των υπόλοιπων στοιχείων που προέβαλε ο Ρίμπεντροπ ήταν η θεώρησή του ότι οι Ναζί θα κερδίσουν τον πόλεμο έως το τέλος του έτους. Και πράγματι, όσο συνεχίστηκαν οι συναντήσεις τους, οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ολλανδία, το Βέλγιο, το Λουξεμβούργο και τη Γαλλία, ενώ η Πολωνία ήταν ήδη διαλυμένη.
Οι δίαυλοι επικοινωνίας κόπηκαν την άνοιξη του 1941, οπότε πραγματοποιήθηκε η τελευταία μυστική συνάντηση. Καμία επίσημη συμφωνία δεν προέκυψε από αυτές τις επαφές, αλλά για τον Χίτλερ ήταν άκρως χρήσιμες αφού τον βοήθησαν να κάνει τον Πάπα να σωπάσει. Αλλωστε, ο ίδιος δεν σκόπευε ποτέ να αποκαταστήσει τα προνόμια της Εκκλησίας στη χώρα του, αλλά ήξερε πώς να χειραγωγήσει τον προκαθήμενό της.
Το «φυλετικό ζήτημα»
Εξετάζοντας αυτές τις συναντήσεις πλέον από απόσταση, μπορεί να διαπιστώσει κανείς ότι πίσω από τη διάθεση επικοινωνίας του Πίου με τον Χίτλερ κρυβόταν η επιδίωξή του να τερματιστούν οι διώξεις των καθολικών στο Τρίτο Ράιχ. Από την πλευρά του ο φύρερ αξιοποίησε την προσέγγιση αυτή για να τερματίσει την παπική κριτική προς την πολιτική του. Αλλωστε, ο Φον Χέσεν είχε θέσει τη λεπτομέρεια αυτή μαζί με το «φυλετικό ζήτημα» ως εμπόδια στην επίτευξη συνεννόησης.
Ως προς το τελευταίο, από τα έγγραφα δεν προκύπτει κάποια πρόθεση του Πάπα να θέσει την εκστρατεία των Ναζί κατά των Εβραίων ως θέμα συζήτησης. Ενώ για την ανάμειξή του στην πολιτική η ουδετερότητά του περιοριζόταν στις πολιτικές του καθεστώτος που επηρέαζαν άμεσα την Εκκλησία. Αλλωστε, ήταν μάλλον προτεραιότητά του ως προκαθημένου της να υπερασπιστεί τους πόρους και τα προνόμιά της στη ναζιστική Γερμανία. Ο Πίος αντιστάθηκε μέχρι το τέλος της ζωής του στην αποκήρυξη της θηριωδίας των Ναζί και έμεινε στην προστασία της ευημερίας του ρωμαιοκαθολισμού με οποιοδήποτε τίμημα.