Ο αριθμός των ημερών στις οποίες οι άνθρωποι εκτίθενται σε -δυνητικά θανατηφόρους- ακραίους συνδυασμούς ζέστης και υγρασίας έχει τριπλασιαστεί από τη δεκαετία του 1980 μέχρι σήμερα, όπως δείχνει μία νέα διεθνής μελέτη που ανέλυσε στοιχεία για 13.115 πόλεις, παγκοσμίως.
Σημαντικές επενδύσεις στο μέλλον, θα βοηθήσουν, ώστε να παραμείνουν βιώσιμες, σύμφωνα με τους επιστήμονες, οι πόλεις που είναι όλο και πιο ευάλωτες στους καύσωνες. Σε μερικές φτωχότερες περιοχές του κόσμου, όταν η θερμοκρασία και η υγρασία ξεπερνούν ένα «κατώφλι», μπορούν να πεθάνουν άνθρωποι μέσα σε μόνο λίγες ώρες. Σύμφωνα με τη μελέτη, εάν υπάρχει μεγάλη υγρασία, το πρόβλημα γίνεται ορατό ακόμη και με θερμοκρασίες μόνο 30 βαθμών Κελσίου, επειδή το υποκειμενικό αίσθημα θερμοκρασίας ισοδυναμεί με 41 βαθμούς.
Η έρευνα συμπεραίνει ότι αυτή η τάση, που πλέον επηρεάζει σχεδόν το ένα τέταρτο του παγκόσμιου πληθυσμού, αποτελεί το συνδυασμένο αποτέλεσμα των συνεχώς ανερχόμενων θερμοκρασιών λόγω κλιματικής αλλαγής και της εκρηκτικής αύξησης του αστικού πληθυσμού σε πολλές χώρες. Στο 17% των πόλεων -σε μία στις έξι- έχει προστεθεί κατά τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες ένας ολόκληρος μήνας με ημέρες ακραίας ζέστης.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον γεωγράφο Κασκάντ Τουχόλσκε του Ινστιτούτου Γης του Πανεπιστημίου Κολούμπια της Νέας Υόρκης, οι οποίοι έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), συνδύασαν υπέρυθρες δορυφορικές εικόνες και δεδομένα από χιλιάδες επίγεια όργανα. Βρήκαν ότι οι ημέρες όπου οι κάτοικοι των πόλεων εκτίθενται σε μεγάλη ζέστη και υγρασία αυξάνονται συνεχώς (τριπλασιασμός μεταξύ 1983-2016) και σήμερα περισσότεροι από 1,7 δισεκατομμύρια άνθρωποι βιώνουν τέτοιες συνθήκες πολλές ημέρες του χρόνου.
Τις τελευταίες δεκαετίες, εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι έχουν μετακινηθεί από την επαρχία στις πόλεις, οι οποίες πλέον φιλοξενούν πάνω από τον μισό παγκόσμιο πληθυσμό. Στις αστικές περιοχές, όμως, οι θερμοκρασίες είναι γενικά υψηλότερες από ό,τι στις αγροτικές, λόγω της αραιής βλάστησης, της «παντοκρατορίας» του τσιμέντου και της ασφάλτου, και άλλων παραγόντων που παγιδεύουν τη θερμότητα (φαινόμενο της «αστικής θερμικής νησίδας»).
«Η εξέλιξη αυτή έχει ευρείες συνέπειες, αυξάνοντας τη θνησιμότητα και τη θνητότητα, επηρεάζοντας επίσης την ικανότητα των ανθρώπων να εργάζονται, με συνέπεια τη χαμηλότερη οικονομική παραγωγή και την επιδείνωση των υποκείμενων προβλημάτων υγείας», δήλωσε ο δρ Τουχόλσκε.
Οι πόλεις που επηρεάζονται περισσότερο είναι αυτές σε χαμηλά γεωγραφικά πλάτη στη Νότια Ασία, τη Μέση Ανατολή και την Αφρική. Η χειρότερα πληγείσα πόλη φαίνεται να είναι η Ντάκα, πρωτεύουσα του Μπαγκλαντές, ο πληθυσμός της οποίας εκτοξεύθηκε από 4 εκατομμύρια το 1983 σε 22 εκατομμύρια σήμερα. Από τις χώρες, πάντως, το μεγαλύτερο πρόβλημα έχει η Ινδία, τέσσερις πόλεις της οποίας -Νέο Δελχί, Κολκάτα (Καλκούτα), Μουμπάι(Βομβάη), Τσενάι (Μαντράς)- βρίσκονται στην πρώτη δεκάδα των πιο πόλεων με τη μεγαλύτερη αύξηση στο αστικό θερμικό στρες.