Ο Αρμάνδος Δελαπατρίδης ήταν αρχηγός του «Κόμματος των Κυανόλευκων», από τη δεκαετία του '30, και σήμερα το όνομά του έχει καταντήσει συνώνυμο της γραφικότητας.
Γεννήθηκε το 1895 Αδραμύττι της Μικράς Ασίας, με το όνομα Τηλέμαχος Νταλάκας. Κατά τη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου η οικογένειά του κατέφυγε στη Μυτιλήνη. Πήρε μέρος ως λοχίας στη μικρασιατική εκστρατεία, αλλά όταν επέστρεψε στο νησί του, είχε τρελαθεί λόγω μιας ερωτικής απογοήτευσης. Έτσι ανέβηκε στην Αθήνα με ένα καπέλο που δεν αποχωριζόταν ποτέ και με τις μπερδεμένες του ιδέες.
Στα 30 του γυρνούσε στους δρόμους της πρωτεύουσας, πάντα ντυμένος κομψά, και έβγαζε λόγους υποσχόμενος ευδαιμονία, ως μέλλων κυβερνήτης, ενώ είχε αποκτήσει και το παρατσούκλι «πρόεδρος».
Καλούσε όποιον ενδιαφερόταν να μπει σε κάποιο υπουργείο να δηλώσει το όνομά του και να του δώσει 2 δραχμές για τα έξοδα ορκωμοσίας, ενώ υποσχόταν και την ίδρυση Υπουργείου Έρωτα!
Βέβαια, στα καφενεία οι άνθρωποι τον πείραζαν, αλλά εκείνος συνέχιζε να λέει το στιχάκι του: «Αθηναίοι, βγάλτε με και θα περνάτε φίνα, φρενοκομεία πάμπολλα θα κτίσω στην Αθήνα».
Η φήμη του γρήγορα ξεπέρασε τα όρια της πλατείας Συντάγματος και έτσι μεγάλα αυτοκίνητα κατέφθαναν από κάθε πλευρά της πόλης για να τον μεταφέρουν σε εκδηλώσεις της αριστοκρατίας, η οποία λάτρευε να διασκεδάζει με τους λόγους του.
Είχε νοσηλευτεί πολλές φορές στο ψυχιατρείο και κάθε φορά που έβγαινε από εκεί, δήλωνε πως δεν θα ξανασχοληθεί με την πολιτική και πως μόνο θα λέει την γνώμη του, σε όποιον του τη ζητά. Το 1956, όταν παραιτήθηκε ο Καραμανλής, ένας φαρσέρ παρέδωσε σημείωμα στον Δελαπατρίδη, που έλεγε ότι τον καλεί ο πρόεδρος της Βουλής να ορκισθεί πρωθυπουργός.
Εκείνος αμέσως ετοιμάστηκε βάζοντας τα καλά του και μαζί με ένα πλήθος από πίσω του να τον επευφημεί, έφτασε στη Βουλή. Την ώρα που έδειχνε στον φρουρό της πύλης το σημείωμα, έτυχε να βγαίνει ο τότε πρόεδρος της Βουλής, Ντίνος Ροδόπουλος, ο οποίος αφού κατάλαβε τη φάρσα και μη θέλοντας να τον κακοκαρδίσει, του είπε: «Πρόεδρε, ο βασιλεύς απουσιάζει και ο αρχιεπίσκοπος είναι άρρωστος! Τι λες; Να το αναβάλουμε;».
Έτσι, ο Αρμάνδος ικανοποιημένος υποκλίθηκε και αποχώρησε. Τελικά, κατέληξε αλκοολικός και πέθανε τον Ιούνιο του 1960 στο Λαϊκό Νοσοκομείο της Αθήνας, μετά από νοσηλεία 20 ημερών, κατά τη διάρκεια της οποίας δεν ήρθε κανείς να τον επισκεφτεί. Κηδεύτηκε από τον Δήμο Αθηνών.