ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΦΙΛΗΣ*
Οι πρόωρες εκλογές στην Τουρκία είχαν εδώ και λίγο καιρό καταστεί μονόδρομος. Η χώρα εισήλθε σε οιονεί προεκλογική περίοδο μετά το οριακό αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος της 16ης Απριλίου 2017.
Εξετάζοντας τους παράγοντες που συνετέλεσαν στη σχεδόν αναπόφευκτη προσφυγή στις καλπες, κυριότερος αυτών είναι η πορεία της τουρκικής οικονομίας. Παρότι, η ανάπτυξη έκλεισε στο 7,4% για το 2017, η ανεργία βρέθηκε στο 11,7% και ο πληθωρισμός σε διψήφιο ποσοστό (11,06%), το υψηλότερο μετά το 2003. Οι άμεσες ξένες επενδύσεις ακολουθούν πτωτική πορεία από το 2012 (με εξαίρεση το 2015), έχοντας περίπου μειωθεί στο μισό εν συγκρίσει με το 2007 και 2008. Η έκθεση στις διακυμάνσεις του δολαρίου παραμένει αξιοσημείωτη, ενώ οίκοι αξιολόγησης έχουν υποβαθμίσει τα τουρκικά ομόλογα στην κατηγορία «σκουπιδιού», εντοπίζοντας ανησυχητικές τάσεις στους διάφορους οικονομικούς δείκτες και στην τρέχουσα εσωτερική κατάσταση. Οι εξαγωγές επηρεάστηκαν μεν θετικά λόγω της εξασθενημένης λίρας και ο τουρισμός ανέκάμψε, ωστόσο, τα ιστορικά χαμηλά που καταγράφει το τουρκικό νόμισμα έχουν αυξήσει το κόστος εισαγωγών, οδηγώντας σε ανάλογες αυξήσεις (άνω του 10%) σε τρόφιμα, ενέργεια και μεταφορές. Στο βαθμό, λοιπόν, που η καθημερινότητα του μέσου πολίτη άρχιζε να αλλάζει επί τα χείρω η πρόωρη προσφυγή στις κάλπες εξελίχθηκε σε αναγκαστική επιλογή. Πολλώ δε μάλλον, που μέχρι τον Ιούνιο η λαϊκιστική πολιτική Ερτογάν των παροχών θα «πιάσει τόπο» χωρίς να προλάβει να γίνει αισθητό το αρνητικό κλίμα και οι διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας. Μάλιστα, έχοντας προαναγγείλει έως και 800 χιλιάδες μονιμοποιήσεις συμβασιούχων κάλλιστα προσδοκά να αντισταθμίσει εκλογικές απώλειες και να καλύψει κάποια κενά στον κρατικό μηχανισμό (αποτέλεσμα των μαζικών διώξεων και εκκαθαρίσεων).
Επιπρόσθετα, το πολωτικό κλίμα μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, το ανελέητο κυνηγητό σε βάρος γκιουλενιστών/αντικαθεστωτικών, η διατήρηση της κατάστασης έκτακτης ανάγκης, η εμπλοκή στο Συριακό ζήτημα (χωρίς προοπτική ασφαλούς εξόδου), η συνεπαγόμενη οικονομική αιμορραγία εξαιτίας των επιχειρήσεων και της αναγκαστικής παρουσίας στη Συρία, η σχετική αδυναμία ανάσχεσης της δυναμικής του Κουρδικού και οι τουλάχιστον περίεργες σχέσεις με τη Δύση, έθεσαν τις προϋποθέσεις για την απόφαση Ερντογάν. Οι φόβοι για μία νέα κίνηση υπονόμευσης του καθεστώτος από το -έστω και εξαιρετικά αποδυναμωμένο- δίκτυο Γκιουλέν και τα εναπομείναντα στελέχη του σε κάποιους εκ των μηχανισμών εξουσίας εξίσου πυροδότησε τις εξελίξεις. Άλλωστε, η εξάρθρωση/εξουδετέρωση του FETO αποτελεί την υπ’αριθμόν 1 προτεραιότητα του Ερντογάν. Σύμφωνα, πάντως, με πληροφορίες, οι καθημερινές μετρήσεις/έρευνες κοινής γνώμης μόνο βέβαιη δεν δείχνουν την εκλογή Ερντογάν από τον πρώτο γύρο (απαιτείται 50%+1 των ψήφων), από την άλλη, η παρατεταμένη αβεβαιότητα στα πεδία οικονομίας και εξωτερικής πολιτικής –και δη με την κυβέρνηση να αδυνατεί να καθορίσει τις εξελίξεις στον επιθυμητό για αυτή βαθμό- συνεπάγετο μεγαλύτερο ρίσκο περαιτέρω απομείωσης της εκλογικής επιρροής σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Τώρα, ο κίνδυνος μία κατάσταση να παρεκτραπεί (π.χ. στο Συριακό ή στο εσωτερικό) περιορίζεται/ελέγχεται τουλάχιστον χρονικά.
Ασφαλώς, επιχειρήθηκε και ο αιφνιδιασμός της αντιπολίτευσης. Το κεμαλικό κόμμα αναλώθηκε τις προηγούμενες εβδομάδες κατά κύριο λόγο σε διαβουλεύσεις με άλλους κομματικούς σχηματισμούς (ιδίως της Ακσενέρ, η οποία αποχώρησε από το Κόμμα Εθνικιστικής Δράσης) αναφορικά με την ασφάλεια της εκλογικής διαδικασίας.
Δείχνει, ωστόσο, να στερείται ενός συγκεριμένου πλάνου για τις προεδρικές εκλογές, βρισκόμενο σε αναζήτηση συμμαχιών, χωρίς, πάντως, να τις έχει διασφαλίσει. Η αντιπολίτευση λογικά θα δυσκολευθεί, πιεζόμενη από τα χρονοδιαγράμματα, να βρει ένα κοινό υποψήφιο, ικανό να κοιτάξει στα μάτια τον Ερντογάν. Ενώ ανερχόμενα κόμματα, όπως το «Καλό Κόμμα» της Ακσενέρ, πιθανόν δεν θα προλάβουν να βρεθούν σε απόλυτη οργανωτική ετοιμότητα, όπως απαιτούν οι διπλές κάλπες. Το δε φιλοκουρδικό/φιλοεργατικό κόμμα, HDP, έχει αρκετούς εκ των βουλευτών του, συμπεριλαμβανομένου του συμπροέδρού του, στη φυλακή και παρότι «τσιμπάει» στις δημοσκοπήσεις λόγω της ταύτισης του AKP (Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης) με το εθνικιστικό κόμμα του Μπαχτσελί, ίσως δεν καταφέρει υπό τις παρούσες συνθήκες να υπερβεί το εκλογικό όριο του 10%. Επιπρόσθετα, το σενάριο εξεύρεσης ενός σημαίνοντος στελέχους του AKP (π.χ. Γκιουλ) ώστε να αντιμετώπισει τον Τούρκο πρόεδρο με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας απ’ότι άλλοι υποψήφιοι μάλλον εξασθενεί. Είναι, εντούτοις, και το μόνο που θα προκαλέσει ενδιαφέρον ως προς το τελικό αποτέλεσμα των προεδρικών εκλογών.
* Ο δρ. Κωνσταντίνος Φίλης είναι Διευθυντής Ερευνών Ινστιτούτου Διεθνών Σχέσεων & συγγραφέας του βιβλίου «Τουρκία, Ισλάμ, Ερντογάν»
kathimerini.gr