Οι λόγιοι της εποχής του τού απέδωσαν τους χαρακτηρισμούς «Ομηρίδιον», λόγω και του μικρού του ύψους και «Τυρταίος της Επανάστασης».
Ο Παναγιώτης Κάλλας γεννήθηκε το 1789 στη Δημητσάνα της Αρκαδίας και ήταν πολύ κοντός, σχεδόν νάνος και καμπούρης. «Το ανάστημά του ήτον ως δωδεκαετούς νέου, ο δε χαρακτήρ του προσώπου του παιδικός» γράφει ο βιογράφος και εκδότης των ποιημάτων του Νικόλαος Παππαδόπουλος.
Από μικρός απέκτησε την ευχέρεια στη στιχουργία, σκαρώνοντας σατιρικούς στίχους, με τους οποίους ειρωνευόταν τα κακώς κείμενα της πατρίδας του. Καθόταν σε μια γωνιά της Δημητσάνας και τους απήγγειλε μεγαλοφώνως. Εξ αυτού του λόγου, οι συμπολίτες του τού «κόλλησαν» το παρατσούκλι Τσοπανάκος, με το οποίο έγινε γνωστός.
Ο Κάλλας παρακολούθησε μόνο για δύο χρόνια μαθήματα στο Ελληνικό Σχολείο της Δημητσάνας, λόγω προβλημάτων υγείας. Ήταν, όμως, φιλομαθής και όταν ένιωθε καλά, επέστρεφε στα θρανία.
1821: Η Ήπειρος της Επανάστασης - Από τα βουνά του Σουλίου ως τις θάλασσες της Θεσπρωτίας
Με την έκρηξη της Επανάστασης άλλαξε τις χορδές της λύρας του και αντί σατιρικών επιγραμμάτων συνέθετε θούρια που προέτρεπαν τους Έλληνες στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας και υμνούσε τα κατορθώματα του Κολοκοτρώνη, του Μιαούλη του Κανάρη και των άλλων ηρώων της Επανάστασης.
Απ’ όλους τους Τουρκομάχους θαύμαζε και αγαπούσε τον Νικηταρά, και πρώτα σ’ αυτόν διάβαζε τα νέα του ποιήματα. Μια μέρα ο Νικηταράς, σε ένδειξη ευγνωμοσύνης για την προσφορά του Τσοπανάκου στην Επανάσταση, του απέστειλε ως δώρο ένα λάφυρο από την καταστροφή του Δράμαλη στα Δερβενάκια το καλοκαίρι του 1822. Ήταν ένα όμορφο άλογο χωρίς ουρά, που θα του χρησίμευε για να περιέρχεται τα στρατόπεδα έφιππος και να εξάπτει με τους στίχους του το φρόνημα των μαχητών.
Ο Τσοπανάκος, που ήταν πάμπτωχος και μόλις που κατόρθωνε να θρέψει τον εαυτό του, ξαναβρήκε τον σατιρικό του οίστρο και ευχαρίστησε τον Νικηταρά με τους παρακάτω στίχους:
Μαντώ Μαυρογένους: Η φλογερή επαναστάτρια και φεμινίστρια του 1821
Ο Νικηταράς τού έστειλε το κριθάρι που ζητούσε και η Πελοποννησιακή Γερουσία ανέλαβε να τον συντηρεί. Ο θάνατος του Τσοπανάκου το 1825 ήταν αρκετά πεζός. Καθ’ οδόν προς τη Δημητσάνα συνάντησε μια κορομηλιά και αποφάσισε να χορτάσει την πείνα του. Στάθηκε καβάλα στο άλογο κάτω από το δέντρο και άρχισε να καταβροχθίζει λαίμαργα τους καρπούς του. «Αφού η φύσις τον εστέρησε το σώμα, του έδωκε μεν πνεύμα πολύ, αλλά κοιλίαν μικρήν και αδύνατον και δια τούτο μη δυνάμενος να χωνεύση τα κορόμηλα απέθανεν» γράφει ο Φωτάκος στους «Βίους Πελοποννησίων Ανδρών».
Τα πατριώτικα ποιήματά του εκδόθηκαν μετά το θάνατό του το 1838 από τον Νικόλαο Παππαδόπουλο, με τίτλο «Άσματα Πολεμιστήρια του υπέρ της Ανεξαρτησίας της Ελλάδος Αγώνος». Τα σατιρικά του, όμως, επιγράμματα χάθηκαν και μόνο κάποια από αυτά διασώθηκαν από στόμα σε στόμα.