Η Συνθήκη του Κάρλοβιτς, που για λογαριασμό της Οθωμανικής Αυτοκρατορία την υπέγραψε ο Αρχιδιερμηνέας της Υψηλής Πύλης, Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, στις 26 Ιανουαρίου 1699, στην ομώνυμη σερβική πόλη, έχει τεράστια ψυχολογική σημασία για τους Τούρκους πολιτικούς διανοούμενους, αφού αποτελεί την απαρχή της απώλειας εδαφών για την μέχρι τότε ακμάζουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Του Σάββα Καλεντερίδη*
Έκτοτε, οι Οθωμανοί για έναν αιώνα χάνουν συνεχώς εδάφη, για να αρχίσει η φάση της διάλυσης της άλλοτε κραταιάς αυτοκρατορίας, διάλυση που ξεκίνησε το 1792, με τη Συμφωνία του Γιάς, και ολοκληρώθηκε το 1923, με την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάννης και την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας.
Μετά την ίδρυση του νέου τουρκικού κράτους, οι “ιδεαλιστές” Τούρκοι πολιτικοί διανοούμενοι άρχισαν να επεξεργάζονται την ιδέα της παλινόρθωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με όρους 20ού αιώνα. Βασικά εργαλεία που θα βοηθούσαν στην πραγματοποίηση αυτής της ιδέας οι τουρκικές και οι μουσουλμανικές μειονότητες που κατοικούν στις περιοχές-στόχο της επεκτατικής πολιτικής της Άγκυρας.
Ο πρώτος στόχος της Τουρκίας ήταν το σαντζάκιο της Αλεξανδρέττας, που είχε αποκτήσει ειδικό καθεστώς αυτονομίας από 1921, και τελούσε υπό την προστασία της Γαλλίας. Η Τουρκία, εκμεταλλευόμενη με άριστο τρόπο την εμφάνιση του Χίτλερ και της ναζιστικής απειλής στην Ευρώπη, κατάφερε να πετύχει τη συναίνεση της Γαλλίας για την προσάρτηση του σαντζακίου της Αλεξανδρέτας, χρησιμοποιώντας ως στρατηγικό εργαλείο την τουρκική κοινότητα του σαντζακίου, που, σημειωτέον, ήταν μειονότητα. Στις 30 Ιουνίου 1939, αφού είχε προηγηθεί ένα κίβδηλο δημοψήφισμα, το σαντζάκιο της Αλεξανδρέττας, που έγινε πλέον νομός Χατάυ, αποτελούσε το πρώτο έδαφος που επανακατακτούσαν οι Τούρκοι μετά την υπογραφή της συνθήκης του Κάρλοβιτς, το 1699.
Νομάρχης στο Χατάυ τοποθετήθηκε ο βουλευτής Σιουκρού Σοκμένσουερ, ο οποίος είχε συντονίσει τον διωγμό των Εβραίων της ανατολικής Θράκης, το 1934. Αμέσως μετά, εντός του έτους 1940, 48.000 κάτοικοι του σανταζακίου της Αλεξανδρέττας εγκατέλειψαν τις οικίες τους και κατέφυγαν στο Λίβανο και τη Συρία, από τους οποίους οι 26.500 από τους οποίους ήταν Αρμένιοι, οι 11.500 Έλληνες, οι 6.000 Άραβες και οι 3.000 Νουσαϊρί (Άραβες αλεβίτες).
Ο επόμενος σταθμός της “μεγάλης επιστροφής” των Τούρκων έμελλε να είναι η Κύπρος. Και στην περίπτωση της Μεγαλονήσου, η Τουρκία εκμεταλλεύτηκε τη γεωπολιτική συγκυρία και χρησιμοποιώντας ως στρατηγικό εργαλείο την τουρκοκυπριακή κοινότητα, που αποτελούσε το 18% του συνολικού πληθυσμού (στο σαντζάκιο της Αλεξανδρέττας αποτελούσε το 29% του συνολικού πληθυσμού), κατόρθωσε να καταλάβει το 38% του κυπριακού εδάφους, το οποίο παραμένει μέχρι σήμερα υπό τουρκική κατοχή.
Στην περίπτωση της Κύπρου η Άγκυρα, σε συνεργασία με τον αγγλικό και τον αμερικανικό παράγοντα, οργάνωσε κατάλληλα σε παραστρατιωτική και παρακρατική βάση και μετέτρεψε μια δίγλωσση μουσουλμανική μειονότητα, με έντονα στοιχεία της ελληνικής της καταγωγής, σε τουρκοκυπριακή κοινότητα, η οποία σταδιακά μετατράπηκε σε μια από τις δυο ισότιμες κοινότητες του νησιού, με προστάτιδα δύναμη την Τουρκία. Χρησιμοποιώντας τους παρακρατικούς και παραστρατιωτικούς μηχανισμούς που συγκρότησε στους κόλπους της μειονότητας, κατάφερε να πετύχει τη δημιουργία θυλάκων, πάνω στους οποίους στηριζόταν το αρχικό σχέδιο της δικοινοτικής-διζωνικής ομοσπονδίας, που θα καθιστούσε ες αεί την Κύπρο υποχείριο του “διεθνούς παράγοντα”, δίνοντας ταυτόχρονα τη δυνατότητα στην Άγκυρα να διεκδικεί τον έλεγχο ολόκληρου του νησιού.
Εν τω μεταξύ, όσο διαρκούσε αυτή η διαδικασία, η Τουρκία ξεκαθάρισε με τον πιο βάρβαρο τρόπο τους Έλληνες της Κωνσταντινούπολης, με πιο καίριους σταθμούς στο δρομολόγιο αυτής της νέας εθνοκάθαρσης τα γεγονότα της 5/6ης Σεπτεμβρίου του 1955 και τις απελάσεις δεκάδων χιλιάδων Ελλήνων της Πόλης, το 1964.
Το έργο των “ιδεαλιστών” της Άγκυρας ολοκληρώθηκε με την εισβολή και κατοχή του 38% της Κύπρου, της οποίας την πόρτα άνοιξε διάπλατα το προδοτικό πραξικόπημα της 15ης Ιουλίου 1974. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά. Η Κύπρος παραμένει διαμελισμένη και η Τουρκία προχωρά κανονικά στην ενσωμάτωση και στην προσάρτηση των κατεχομένων στα εδάφη της, ενώ, μέσω σχεδίων τύπου Αννάν, διεκδικεί τον έλεγχο όλου του νησιού και δι αυτού ολόκληρης της Ανατολικής Μεσογείου.
Όσο διαρκούσαν οι διαπραγματεύσεις που καθόριζαν τις λεπτομέρειες για την αναγκαστική ανταλλαγή των πληθυσμών, πριν την υπογραφή της Συνθήκης της Λοζάννης (1923), η ελληνική πλευρά ζήτησε την εξαίρεση της ελληνικής κοινότητας της Κωνσταντινούπολης, με το σκεπτικό της προστασίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Το 1924 ο ελληνικός πληθυσμός της ευρύτερης Κωνσταντινουπόλεως υπολογιζόταν σε 298.000 άτομα, ενώ το 1927, τρία χρόνια μετά την υπογραφή της Συνθήκης της Λωζάννης η ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινουπόλεως περιοριζόταν περίπου στα 100.000 άτομα, συν άλλες 26.000 Έλληνες πολίτες (εγκατεστημένοι-εταμπλί). Να σημειωθεί ότι της ανταλλαγής εξαιρέθηκαν και οι περίπου επτά χιλιάδες Έλληνες της Ίμβρου και της Τενέδου, ελληνικότατα νησιά που δόθηκαν στην Τουρκία για την …ασφάλεια των Στενών!!!
Αντιστοίχως, εξαιρέθηκαν της ανταλλαγής των πληθυσμών 86.000 μουσουλμάνοι, των 40% των οποίων τουρκόφωνοι, το 40% σλαβόφωνοι (Πομάκοι) και οι υπόλοιποι Ρομά.
Το στρατηγικό λάθος των Ελλήνων διπλωματών και πολιτικών που συμμετείχαν στις διαπραγματεύσεις ήταν το γεγονός ότι δέχτηκαν να παραμείνουν στην Ελλάδα μουσουλμανικοί πληθυσμοί που κατοικούσαν κυρίως σε αγροτικές και ορεινές περιοχές, που είναι σκληροτράχηλοι και είναι δύσκολο να αποχωριστούν τον τόπο τους, σε αντίθεση με τους Έλληνες της Πόλης, που ήταν αστικοί πληθυσμοί και πολύ εύκολο να ξεριζωθούν, όπως και εκείνοι της Ίμβρου και της Τενέδου, λόγω του ότι κατοικούσαν στον απολύτως ελεγχόμενο και απομονωμένο χώρο των νησιών.