
Η ευρεία διάδοση των εργαλείων τεχνητής νοημοσύνης (ΑΙ) έχει οδηγήσει πολλούς ανθρώπους να καταφεύγουν σε αυτά για να λάβουν -μεταξύ άλλων –ιατρικές διαγνώσεις που, σύμφωνα με τις προσωπικές τους μαρτυρίες, οι γιατροί τους δεν εντόπισαν, σύμφωνα με το
Όπως σημειώνει ο Δρ. David Weitzner στο , αν και είναι θεμιτό οι πολίτες να αναλαμβάνουν ενεργό ρόλο στην υγεία τους και να αξιοποιούν όλα τα διαθέσιμα μέσα, είναι εξίσου κρίσιμο να κατανοήσουμε τι πραγματικά συμβαίνει πίσω από μια διάγνωση που παρέχει η τεχνητή νοημοσύνη.
Η φύση της «διάγνωσης» από την Τεχνητή Νοημοσύνη
Όταν ένας χρήστης εισάγει σε ένα σύστημα τεχνητής νοημοσύνης μια σειρά από συμπτώματα, το εργαλείο δεν κατανοεί εννοιολογικά τι σημαίνουν «σώμα», «ασθένεια» ή «πόνος». Αντίθετα, λειτουργεί με όρους μαθηματικής πιθανότητας. Υπολογίζει ποια αλληλουχία λέξεων είναι πιο πιθανό να παραγάγει μια πειστική απάντηση, βάσει του ερωτήματος.
Έννοιες, δηλαδή, που για τους ανθρώπους έχουν ένα βαθύ, βιωματικό περιεχόμενο, για εκείνο είναι απλώς γράμματα που συναντώνται, συχνά, μαζί στο εκπαιδευτικό υλικό.
Μια πρόσφατη μελέτη εξέτασε κατά πόσο τα εργαλεία τεχνητής νοημοσύνης που εμφανίζουν υψηλές επιδόσεις σε ιατρικά τεστ, όπως το MedQA που περιλαμβάνει ερωτήσεις από εξετάσεις ιατρικών επιτροπών, πράγματι «σκέφτονται» ιατρικά ή απλώς αξιοποιούν στατιστικά μοτίβα.
Οι ερευνητές τροποποίησαν 100 ερωτήσεις του MedQA αντικαθιστώντας τη σωστή απάντηση με την επιλογή «Καμία από τις άλλες απαντήσεις». Εάν η τεχνητή νοημοσύνη βασιζόταν μόνο στη στατιστική αντιστοίχιση, η ακρίβειά του θα έπρεπε να μειωθεί δραματικά. Και πράγματι, η απόδοση έπεσε από το 80% στο 42%. Το εύρημα αναδεικνύει ότι δεν «σκέφτεται» -παραμένει υπολογιστής πιθανοτήτων.
Ο ρόλος του ανθρώπινου γιατρού
Η μελέτη αναδεικνύει την ειδοποιό διαφορά: οι γιατροί δεν περιορίζονται σε στατιστική αντιστοίχιση. Παρατηρούν, ακούν, ερμηνεύουν και, συχνά, βασίζονται στη διαίσθησή τους. Μπορούν να αντιληφθούν πώς οι κοινωνικοί και οι περιβαλλοντικοί παράγοντες επηρεάζουν την υγεία, ενώ παραμένουν δεκτικοί στις αφηγήσεις και τα συναισθήματα των ασθενών τους. Εξετάζουν όλα τα συμπτώματα με ανοιχτό μυαλό, αντί να εντάσσουν τον ασθενή σε ένα «διαγνωστικό κουτί».
Παρά τα παραπάνω, δεν λείπουν οι φωνές που θεωρούν ότι η τεχνητή νοημοσύνη θα αντικαταστήσει τους γιατρούς. Το 2016, ο Geoffrey Hinton, ένας από τους πρωτοπόρους της βαθιάς μάθησης, είχε δηλώσει ότι οι ακτινολόγοι είναι «σαν τον Wile E. Coyote λίγο πριν πέσει από τον γκρεμό» και ότι σε πέντε χρόνια η τεχνητή νοημοσύνη θα τους είχε ξεπεράσει.
Επτά χρόνια αργότερα, η πρόβλεψη αυτή δεν έχει επιβεβαιωθεί. Όπως εξηγεί ο Kevin Fischer, διευθύνων σύμβουλος της Open Souls, είναι παραπλανητικό να εστιάζουμε σε μια μεμονωμένη ικανότητα ενός συστήματος τεχνητής νοημοσύνης και να εξάγουμε γενικά συμπεράσματα για το σύνολο ενός επαγγέλματος.
Η εργασία του ακτινολόγου, για παράδειγμα, απαιτεί μια τρισδιάστατη κατανόηση της ανατομίας και των δυναμικών του εγκεφάλου, κάτι που η τεχνητή νοημοσύνη, η οποία λειτουργεί με δισδιάστατη αναγνώριση μοτίβων, δεν διαθέτει. Επιπλέον, οι γιατροί μπορούν να αναγνωρίσουν μια σπάνια πάθηση ακόμη κι αν την έχουν συναντήσει μόνο μία φορά, ενώ οι αλγόριθμοι δυσκολεύονται με τέτοιες εξαιρέσεις.
Περισσότερο από μια «ιατρική αριθμομηχανή»
Η ουσία, σύμφωνα με τον Δρ. Weitzner, είναι ότι οι γιατροί δεν είναι απλώς εκτελεστές καθηκόντων, αλλά δημιουργικοί στοχαστές και συνεργάτες στην πορεία της θεραπείας. Η ίαση δεν είναι μια μεμονωμένη πράξη. Αποτελεί μια πολυεπίπεδη διαδικασία που απαιτεί κρίση, ενσυναίσθηση και ανθρώπινη επικοινωνία.
Επομένως, από τη μία πλευρά, είναι καλό οι πολίτες να αξιοποιούν τα διαθέσιμα ψηφιακά εργαλεία για τη φροντίδα της υγείας τους. Αλλά εξίσου σημαντικό είναι να θυμούνται τη διαφορά ανάμεσα σε μια «ιατρική αριθμομηχανή» και έναν σκεπτόμενο επαγγελματία υγείας.