Η Πριγκίπισσα Belgiojoso έφτασε στην Ελλάδα, επειδή την καταδίωκαν στη χώρα της, την Ιταλία, εξαιτίας των επαναστατικών της φρονημάτων. Έφερε μαζί της τη μονάκριβη θυγατέρα της, τη Μαρία, και ένα πλήθος από υπηρέτριες. Δήλωνε σε όλους ότι αναγκάστηκε να καταφύγει στην Ανατολή, εγκαταλείποντας τα παλάτια και τις επαύλεις της, επειδή την κυνηγούσαν ο Πάπας, οι Αυστριακοί και οι Ιταλοί ηγεμόνες, θεωρώντας την ως επαναστάτρια.
Η Δούκισσα της Πλακεντίας, εξαδέλφη της Πριγκίπισσας, αποδέχτηκε τους ισχυρισμούς της και της παρέσχε απλόχερα τη φιλοξενία της στο μέγαρό της.Μετά την παρέλευση λίγων μόλις ημερών, οι δύο αυτές αρχόντισσες περιήλθαν σε ρήξη. Λέγεται τότε πως στην υπόθεση αυτή είχε απλώσει τα ροδαλά της δάχτυλα η Κόμισσα Τζένη Θεοτόκη, η οποία γνώριζε πολλές σκοτεινές πτυχές από τον πολυτάραχο βίο της Ιταλίδας στη Φλωρεντία.Μάλιστα, όταν η Κόμισσα Θεοτόκη μετέβη στο μέγαρο για να συγχαρεί την Πριγκίπισσα Belgiojoso για την άφιξή της στη χώρας μας, η Ιταλίδα αριστοκράτισσα δεν της έτεινε το χέρι. Αυτό ήταν αρκετό για να αρχίσει η Κόμισσα να υποσκάπτει τη σχέση συμπάθειας μεταξύ των δύο εξαδέλφων.Με τα πολλά, η Belgiojoso εγκατέλειψε το δουκικό μέγαρο και εγκαταστάθηκε σε μια έπαυλη κοντά στο Παλαιό Θέατρο, όπου σχημάτισε τον δικό της κοινωνικό κύκλο, που αποτελούνταν από πρόσφυγες συμπατριώτες της, πολλοί εκ των οποίων ήταν ποιητές και λόγιοι.Εκεί, οι διασκεδάσεις που οργανώνονταν ήταν πρωτοφανείς για τα χρονικά της Αθήνας. Όλοι ονειρεύονταν να προσκληθούν στα σαλόνια της, εντός των οποίων, πέρα από τις ιδιότυπες ψυχαγωγίες, τις αυτοσχέδιες παραστάσεις και τους ξέφρενους χορούς, χαλκεύονταν διαδόσεις, οι οποίες καταφανώς δυσφημούσαν την εξαδέλφη της, τη Δούκισσα και μείωναν το γόητρο που ασκούσε στην πόλη.Από τα καλοσχηματισμένα χείλη της ωραίας Πριγκίπισσας, άλλωστε, εκπορεύτηκαν οι φήμες του έρωτα της γηραιάς Δούκισσας με τον φοιτητή Δημητρακαράκο, αν και προηγουμένως πιστευόταν πως ήταν εραστής της έκλυτης Κόμισσας Θεοτόκη.Η Δούκισσα της Πλακεντίας, όμως, ήταν μια γυναίκα ενάρετη και ηθική, που ποτέ δεν είχε δώσει δικαιώματα για την προσωπική της ζωή.Όταν, μετά από λίγο, η Ιταλίδα καλλονή εγκατέλειψε και την Αθήνα και μετέβη στη Δαμασκό, η Σοφί εξακολουθούσε να λέει για την περικαλλή εξαδέλφη της πως ήταν παράφρων.Αλλά και η φιλία της με την Κόμισσα Θεοτόκη έληξε άδοξα. Ο έρωτας της Αγγλίδας με τον τρανό Αγωνιστή της Επανάστασης Χριστόδουλο Χατζηπέτρο, που σημείωσε απανωτές νίκες με ηρωισμό και αυταπάρνηση, κορύφωσαν το σκάνδαλο και όλες οι πόρτες της καλής κοινωνίας έκλεισαν γι’ αυτήν.Έτσι, η Κόμισσα Jane Elisabeth Digby, εκ των υστέρων, υποχρεώθηκε να αφήσει την Ελλάδα και να καταφύγει στη Συρία, όπου ερωτεύθηκε έναν Βεδουίνο Σεΐχη, τον Abdul Medjuel El Mezrab. Έμειναν μαζί έως το τέλος της ζωής της, το 1881, οπότε η Αγγλίδα αριστοκράτισσα πέθανε στη Δαμασκό από δυσεντερία.Το 1854, η Δούκισσα, γηραιά πλέον και εξασθενημένη, δεν κυκλοφορούσε πια στους δρόμους της Αθήνας με το αμάξι και τα σκυλιά της. Υπέφερε από υδρωπικία και κλείστηκε μες στο μέγαρό της, αρνούμενη να δεχτεί επισκέπτες.Μόνο η Ελένη Καψάλη, σύζυγος του Γεωργίου Σκουζέ, ανέβαινε στον κοιτώνα της και της απήγγειλε στίχους του αγαπημένου της ποιητή Λαμαρτίνου.Ο ποιητής αυτός ήταν άλλωστε ο κατ’ εξοχήν προσφιλής της. Η αρμονία των στίχων του ήταν η μοναδική παρηγοριά της κατά τις τελευταίες μέρες της ζωής της.Ο σύζυγός της, ο Anne Charles Lebrun, βρισκόταν ακόμη εν ζωή και αντάλλασσαν τακτικώς επιστολές. Διατελούσε Μεγαλόσταυρος της Λεγεώνας της Τιμής και Μέγας Τελετάρχης και κατοικούσε στο Μέγαρο της Λεγεώνας στο Παρίσι.Ο Δούκας Lebrun είχε να δει τη σύζυγό του για δεκαετίες, ενώ η μεταξύ τους αλληλογραφία περιοριζόταν μόνο σε ζητήματα που αφορούσαν τα κοινά τους συμφέροντα. Μα, όταν πληροφορήθηκε τον θάνατό της, την πένθησε και την έκλαψε ειλικρινώς.Η Δούκισσα της Πλακεντίας είχε έναν μεγάλο φόβο, μήπως ταφεί ζωντανή. Τον φόβο αυτόν τον είχε αποκτήσει στη θέα ενός ανασκαπτόμενου νεκροταφείου στο Παρίσι, όπου είδε σκελετούς ανθρώπων, οι οποίοι είχαν θαφτεί ζωντανοί. Έκτοτε έτρεμε στην ιδέα μήπως της συμβεί κάτι παρόμοιο και τύχει να βιώσει τον πιο αγωνιώδη θάνατο. Φρόντισε, λοιπόν, με επιστολή της να υποδείξει πλείστους τρόπους, για να βεβαιωθεί ο θάνατός της.Κληρονόμος της ήταν ο Δούκας Ντε Βουλμύ, ο κατοπινός Στρατάρχης Κλερμόν, ο οποίος ήρθε στην Αθήνα μετά τον θάνατο της θείας του, τον Μάιο του 1854 και πούλησε τα κτήματά της στην Ελληνική Κυβέρνηση και στον Γεώργιο Σκουζέ.Η Σοφί τάφηκε στο πεντελικό της κτήμα, δίπλα στον τάφο της μονάκριβης κόρη της, Ελίζας. Αργότερα, τάφηκαν κοντά της και τα πολυαγαπημένα της σκυλιά.Η Σοφί ντε Μαρμπουά-Λεμπρέν, όταν ήταν νέα, είχε θαμπώσει με τη γοητεία της τη γαλλική αριστοκρατία και κυρίως, τον Αυτοκράτορα Ναπολέοντα, ο οποίος δεν κατόρθωσε ποτέ να την κατακτήσει.Η γυναίκα αυτή πέθανε μακριά από την πατρίδα της, κατάκλειστη μέσα σε ένα μελαγχολικό δωμάτιο, ακούγοντας, τη στιγμή που ψυχορραγούσε, τη μελωδία της
“Λίμνης” του Λαμαρτίνου, έχοντας για μόνιμη συντροφιά της το βαρύ της πένθος.Αξίζει να σημειωθεί, για να μην απολησμονηθεί, πως κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης, τόσο η ίδια όσο και η κόρη της, διέθεσαν πολλά χρήματα και κοσμήματα στον Αγώνα για την Ελευθερία των Ελλήνων και διακρίθηκαν για τον φιλελληνισμό τους.Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “ΑΘΗΝΑΙ”, στις 15/04/1903…