
Μετά από μια περίοδο πολύ χαμηλής δραστηριότητας του ιού της ιλαράς στη διάρκεια της Covid-19 σε χώρες της Ευρώπης (ΕΕ/ΕΟΧ), το 2023 σημειώθηκε αύξηση κρουσμάτων ιλαράς με 3.973 επιβεβαιωμένα κρούσματα.
Σύμφωνα με όσα επισημαίνει ο Εθνικός Οργανισμός Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) στο μηνιαίο ενημερωτικό του δελτίο, η περαιτέρω αύξηση των κρουσμάτων ιλαράς εντός του έτους 2024 σε σχέση με το έτος 2023 ήταν σημαντική. Ειδικότερα, κατά το διάστημα από την 1η Φεβρουαρίου 2024 μέχρι την 31η Ιανουαρίου 2025, δηλώθηκαν 32.265 κρούσματα ιλαράς, συμπεριλαμβανομένων 19 θανάτων. H Ρουμανία (27568), η Ιταλία (1097), η Γερμανία (637), το Βέλγιο (551) και η Αυστρία (542) ανέφεραν το μεγαλύτερο αριθμό κρουσμάτων. «Καθώς η πλειοψηφία των κρουσμάτων ιλαράς στην Ευρώπη (ΕΕ/ΕΟΧ) καταγράφηκε κατά το πρώτο εξάμηνο του έτους 2024, λαμβάνοντας υπόψη την εποχικότητα της νόσου, αναμένεται περαιτέρω αύξηση του αριθμού τους την άνοιξη του 2025», σημειώνει ο ΕΟΔΥ.
Στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, κατά το έτος 2024, δηλώθηκαν 36 κρούσματα ιλαράς και κανένας θάνατος. Στη πλειοψηφία τους (26/36, 72%) τα δηλωθέντα κρούσματα ιλαράς ήταν επίνοσα άτομα Ελληνικής υπηκοότητας, με συχνότερη την ηλικιακή ομάδα των 45-64 ετών (13/36), ακολουθούμενη από την ηλικιακή ομάδα των 25-44 ετών (9/36), ενώ το 25% των κρουσμάτων (9/36) ήταν παιδιά και έφηβοι. Στα δηλωθέντα κρούσματα ιλαράς συμπεριλαμβάνονται 11/36 (30%) εργαζόμενοι σε μονάδες υγείας, ανεμβολίαστοι ή ατελώς εμβολιασμένοι και 7/36 (19%) Ρομά. Το 50% των κρουσμάτων ήταν ενδημικά και τα υπόλοιπα ήταν εισαγόμενα ή επαφές με εισαγόμενο κρούσμα.
Η ιλαρά είναι μια οξεία ιογενής νόσος, από τα πιο μεταδοτικά λοιμώδη νοσήματα και μπορεί να προκαλεί επιδημίες. Η μεταδοτικότητά της είναι 90% στα επίνοσα άτομα και γίνεται κυρίως αερογενώς από άτομο σε άτομο με σταγονίδια που αποβάλλουν οι ασθενείς, σπανιότερα με αντικείμενα που μολύνθηκαν πολύ πρόσφατα από ρινικές και φαρυγγικές εκκρίσεις. Ο ιός της ιλαράς μπορεί να παραμείνει μολυσματικός στον αέρα έως και 2 ώρες. Σχεδόν όλα τα μολυσμένα επίνοσα άτομα αναπτύσσουν κλινική νόσο.
Το πρόδρομο στάδιο της νόσου ξεκινά μετά από περίοδο επώασης 10-12 ημερών και χαρακτηρίζεται από υψηλό πυρετό, επιπεφυκίτιδα, κόρυζα, βήχα και βρογχιολίτιδα. Οι κηλίδες Koplik, το παθογνωμονικό ενάνθημα της ιλαράς, εμφανίζονται στον στοματικό βλεννογόνο 1-2 ημέρες πριν από την εμφάνιση του εξανθήματος. Το εξάνθημα ιλαράς αναπτύσσεται 2-4 ημέρες μετά την έναρξη του πυρετού, είναι ερυθηματώδες κηλιδοβλατιδώδες, σαφώς αφοριζόμενο, αποχρωματίζεται στην πίεση και εξαπλώνεται από το κεφάλι προς το σώμα τις επόμενες 3-4 ημέρες. Η εξαφάνιση του εξανθήματος γίνεται σταδιακά, με τη σειρά έκθυσης, κατά τις επόμενες 3-4 ημέρες.
Επιπλοκές της ιλαράς είναι η μέση ωτίτιδα (7–9%), η πνευμονία (1–6%), η διάρροια (8%), η μεταλοιμώδης εγκεφαλίτιδα (1/1000-2000 κρούσματα) και η υποξεία σκληρυντική πανεγκεφαλίτιδα (1/ 100.000 κρούσματα). Η θνησιμότητα από ιλαρά προκαλείται κυρίως από επιπλοκές βακτηριακών λοιμώξεων. Η θνητότητα είναι 1–3 ανά 1000 κρούσματα ιλαράς και είναι υψηλότερη σε άτομα ηλικίας μικρότερης των πέντε ετών και σε ανοσοκατεσταλμένα. Η πνευμονία ευθύνεται για έξι στους δέκα θανάτους που οφείλονται σε ιλαρά.
Ποιοι πρέπει να εμβολιαστούν
Ο εμβολιασμός με δύο δόσεις του εμβολίου ιλαράς, παρωτίτιδας και ερυθράς (MMR) είναι ο ασφαλέστερος και αποτελεσματικότερος τρόπος προστασίας από την ιλαρά. Όλοι οι επίνοσοι, παιδιά και ενήλικες, θα πρέπει να εμβολιάζονται σύμφωνα με τις συστάσεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών (Συστάσεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών για τον εμβολιασμό έναντι της ιλαράς – Άλλες συστάσεις της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών – Υπουργείο Υγείας), έγκαιρα και με βάση τα προτεινόμενα χρονοδιάγραμματα του Εθνικών Προγραμμάτων Εμβολιασμού Παιδιών-Εφήβων και Ενηλίκων.
Η πρόληψη επιδημιών ιλαράς και η προστασία των ευάλωτων ατόμων, που δεν μπορούν να εμβολιαστούν για ιατρικούς λόγους ή λόγω νεαρής ηλικίας (βρέφη ηλικίας μικρότερης του έτους), απαιτεί τουλάχιστον το 95% του πληθυσμού με ένδειξη εμβολιασμού να είναι εμβολιασμένο με δύο δόσεις του εμβολίου MMR. Ωστόσο, τα επίπεδα εμβολιασμού στις περισσότερες χώρες της Ευρώπης (ΕΕ/ΕΟΧ) υπολείπονται αυτού του στόχου. Οκτώ στα δέκα άτομα που διαγνώστηκαν με ιλαρά στην ΕΕ/ΕΟΧ κατά το διάστημα από τις αρχές του έτους 2024 μέχρι τις αρχές του έτους 2025, με γνωστή την εμβολιαστική τους κατάσταση, συμπεριλαμβανομένων των παιδιών ηλικίας ενός έως τεσσάρων ετών, ήταν ανεμβολίαστα.
Ο ΕΟΔΥ, με αφορμή την πρόσφατη επιδημία ιλαράς στην Ευρώπη, προέβη σε σειρά μέτρων σε συνεργασία με άλλους αρμόδιους φορείς, με σκοπό την αύξηση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού. Εκτός από την ενημέρωση του γενικού πληθυσμού για την ανάγκη έγκαιρου εμβολιασμού τους σύμφωνα με το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμών, ο ΕΟΔΥ προέβη στην ενημέρωση του ιατρονοσηλευτικού προσωπικού και την ανάγκη εμβολιασμού των επίνοσων ατόμων που εργάζονται σε μονάδες υγείας.
Επιπρόσθετα, σε συνεργασία με τη ΜΚΟ «Υγεία για Όλους» διενεργούνται δράσεις εμβολιασμού σε καταυλισμούς Ρομά σε όλη την Επικράτεια με τη συνδρομή των Κινητών Ομάδων Υγείας (ΚΟΜΥ), γεγονός που απέτρεψε την αύξηση των κρουσμάτων και την εμφάνιση συρροών. Τέλος, έγιναν δράσεις ενημέρωσης με τη συνεργασία των ΥΠΕ, των Δήμων και των τοπικών ιατρικών συλλόγων στις περιοχές με χαμηλή εμβολιαστική κάλυψη, ενημέρωση των κέντρων φιλοξενίας προσφύγων και μεταναστών για την αναγκαιότητα εμβολιασμού των ωφελούμενων και του προσωπικού τους και ενημέρωση των ταξιδιωτών ώστε να ολοκληρώνουν τον εμβολιασμό έναντι της ιλαράς πριν από το ταξίδι τους σε χώρες με έξαρση κρουσμάτων.
Σε πρόσφατη μελέτη του ΕΟΔΥ για την εκτίμηση της εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού με δεδομένα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης από την ΗΔΙΚΑ ΑΕ, φάνηκε ότι παιδιά που γεννήθηκαν το έτος 2018 και έλαβαν ΑΜΚΑ εντός των 12 μηνών από την γέννησή τους, είχαν εμβολιαστική κάλυψη με μία τουλάχιστον δόση εμβολίου MMR 96,12% και με δύο τουλάχιστον δόσεις 87,06%. Ωστόσο, ελέγχοντας τον έγκαιρο εμβολιασμό του πληθυσμού μελέτης, δηλαδή τη χορήγηση των δύο δόσεων του εμβολίου μέσα στους προβλεπόμενους από το Εθνικό Πρόγραμμα Εμβολιασμού χρόνους, διαπιστώθηκε ότι η εμβολιαστική κάλυψη για το εμβόλιο MMR μειωνόταν σημαντικά. Τα παραπάνω υπογραμμίζουν την αναγκαιότητα ελέγχου της εμβολιαστικής κατάστασης του πληθυσμού και του έγκαιρου εμβολιασμού τους στην μεταπανδημική εποχή.