
Ως «προσωπική τοποθέτηση» έκρινε ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης.
Συγκεκριμένα δήλωσε: «Θεωρώ ότι δεν ήταν πολιτική παρέμβαση του υφυπουργού παρά τω πρωθυπουργώ, του κυρίου Σκέρτσου».
«Επρόκειτο για μία προσωπική τοποθέτηση σε ένα ζήτημα αιχμής που απασχολεί την ελληνική κοινωνία. Από το λεκτικό αλλά και από το ύφος της ανάρτησης του κυρίου Σκέρτσου είναι σαφέστατο ότι δεν προκύπτει οποιαδήποτε βούληση να υπάρξει επιρροή στην έκδοση της απόφασης. Άλλωστε, δεν πρόκειται για υπόθεση με πολιτικό ενδιαφέρον, είναι κυρίως κοινωνικό το ζήτημα», επισήμανε και συμπλήρωσε: «Όποιος γνωρίζει τον κύριο Σκέρτσο, πρόκειται για έναν άνθρωπο πάρα πολύ υψηλού ήθους και ευπρέπειας. Θα ήταν απολύτως αδύνατο και εκτός της δικής μας αντίληψης να έκανε οποιαδήποτε τοποθέτηση με σκοπό να επηρεάσει τη δικαστική κρίση».
Πάνε να καλύψουν στην κυβέρνηση την δεύτερη «δολοφονία» της Τοπαλούδη από τον Σκέρτσο απλώνοντας το «σεντόνι» της «προσωπικής δήλωσης».
Στην ουσία με την δήλωση αυτή η Ελένη Τοπαλούδη που μαρτύρησε στα χέρια των δύο δίποδων «δολοφονείται» μια ακόμη φορά γιατί όπως είναι γνωστό και από τις αρχαίες ελληνικές τραγωδίες οι νεκροί που βρήκαν άδικο θάνατο (και ειδεχθή) ησυχάζουν μόνο όταν δικαιωθούν για το κακό που τους έκαναν.
Ένας υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ προσωπική τοποθέτηση μπορεί να έχει μόνο για θέματα που αφορούν την οικογένειά του και τους φίλους του, οποιαδήποτε τοποθέτηση αφορά δημόσιο ζήτημα πόσω δε μάλλον μια αποτρόπαιη δολοφονία που βρίσκεται στην φάση της εκδίκασης, η οποία δήλωση γίνεται από δημόσιο πρόσωπο και εν προκειμένω από έναν υπουργώ παρά τω πρωθυπουργώ (γιατί και ο υφυπουργός υπουργός είναι, απλά βρίσκεται κάτω από τον υπουργό), αυτό δεν είναι προσωπική τοποθέτηση, αυτό είναι πολιτική δήλωση η οποία αγγίζει και τον ίδιο τον πρωθυπουργό.
Προσωπική δήλωση για δημόσιο θέμα, από δημόσιο πρόσωπο, σε δημόσιο μέσο, είναι 100% πολιτική δήλωση και ο μόνος δρόμος για τον κύριο Σκέρτσο αν αισθάνεται ότι έσφαλλε είναι η παράιτησή, του αν δεν αισθάνεται ότι έσφαλε, τότε ο μόνος δρόμος είναι η αποπομπή του, ειδάλλως το χρεώνεται 100% το Μέγαρο Μαξίμου και προσωπικά ο πρωθυπουργός Κ.Μητσοτάκης.
Όμως, ο υπουργός Επικρατείας, υπό και τη νομική ιδιότητά του, είπε ότι «είναι κάτι που απασχολεί τη νομική επιστήμη προαιώνια, κατά πόσο δηλαδή ο δικαστής είναι ένας εντελώς ακέραιος, στεγνός τεχνοκράτης, ένας άνθρωπος ο οποίος θα εφαρμόζει τη νομική επιστήμη σε ένα επίπεδο απολύτως καθαρό χωρίς προσμείξεις κοινωνιολογικές, ανθρωπολογικές, ψυχολογικές, οικονομικές ή αν θα πρέπει ο δικαστής να βρίσκεται δίπλα στο κοινό αίσθημα, να αφουγκράζεται, να έχει συναισθήματα στην έδρα. Είναι ένα ζήτημα πάρα πολύ λεπτό και δύσκολο.
Η δίκη αυτή έχει πολύ ιδιαίτερη κοινωνική φόρτιση, είναι μία δίκη που απασχολεί το πανελλήνιο, είναι ευκαιρία να συζητήσουμε αλλά ας το αφήσουμε για πιο ουδέτερο χρόνο, πώς φανταζόμαστε τεχνικά τον δικαστή. Αν θέλουμε τον δικαστή που θα ίσταται πέραν των οποιωνδήποτε κοινωνικών δεδομένων που περιβάλλουν μία υπόθεση, αν τον θέλουμε να είναι κοντά στα νομικά ή τον θέλουμε να αφουγκράζεται και την κοινωνία».
«Η προσωπική μου άποψη, και είναι κάτι που το γνωρίζουν οι φοιτητές μου για περισσότερα από είκοσι χρόνια, είναι ότι ο δικαστής πρέπει να εφαρμόζει το δίκαιο με ένα θετικιστικό τρόπο, να είναι αυστηρός με τα νομικά. Όλοι οι άνθρωποι, και οι δικαστές, έχουν πάντοτε τις προδιαθέσεις, τις προεπιλογές, όλοι έχουμε τα βιώματά μας, από την άλλη πλευρά όταν καλείσαι να απονείμεις δικαιοσύνη θα πρέπει να μένεις κατά το δυνατόν πιο κοντά στο γράμμα και το πνεύμα του νόμου, να αποστασιοποιείσαι συναισθηματικά, να αφήνεις τις ψυχολογικές προεπιλογές σου και να κρίνεις με βάση το υφιστάμενο δίκαιο.
Ακόμη και αν πρόκειται για υποθέσεις με πάρα πολλή έντονη κοινωνική σημειολογία, το δίκαιο θα πρέπει να εφαρμόζεται με τρόπο εξαιρετικά αυστηρό. Οι Έλληνες δικαστές διακρίνονται για το επίπεδο της ακεραιότητάς τους και της ευθυκρισίας τους, εφαρμόζουν πάντα το δίκαιο με τρόπο που δεν επιδέχεται καμίας αμφισημίας ή μομφής», πρόσθεσε.
«Εν κατακλείδι -και για τη συγκεκριμένη δίκη- αισθάνομαι ότι και στην περίπτωση αυτή θα αποδοθεί δικαιοσύνη έτσι ώστε και να μην υπάρχουν κοινωνικές εντάσεις και να αποκατασταθεί το αίσθημα δικαιοσύνης (…) Η αίσθησή μου είναι πως δεν υπήρξε καμία πρόθεση να αποδοθεί μομφή στους δικηγόρους, οι οποίοι είναι συλλειτουργοί της δικαιοσύνης», ανέφερε ο κ. Γεραπετρίτης για την αγόρευση της εισαγγελέως και την αντίδραση του Δικηγορικού Συλλόγου.
Ότι και να κάνουν στην κυβέρνηση αυτά που είπε ο Σκέρτσος δεν «μαζεύονται». Ας αφήσουν τα περί «προσωπικής τοποθέτησης».
Ας υπενθυμίσουμε τι είπε χθες ο υφυπουργός παρά τω πρωθυπουργώ Άκης Σκέρτσος:
«Τα δικαστήρια δεν είναι «λαϊκή απογευματινή». Άλλο η ενσυναίσθηση, αναγκαίο στοιχείο για μια ισορροπημένη δικαστική κρίση, και άλλο η ταύτιση. Η εμπιστοσύνη στο κράτος δικαίου προϋποθέτει δικαστικούς λειτουργούς που αποφεύγουν τις συναισθηματικές ταυτίσεις ακόμη και με τα θύματα των πιο ειδεχθών εγκλημάτων.
Ακριβώς διότι δεν πρέπει να αφήνουν καμία χαραμάδα αμφιβολίας ότι κρίνουν με βάση προσωπικές απόψεις και ευαισθησίες ή με το κατά που δείχνει το «κοινό περί δικαίου αίσθημα». Κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε άλλωστε σημαντική ανασφάλεια δικαίου.
Τον δικαστικό λειτουργό τον θέλουμε ψυχρό και αμερόληπτο πάνω στην έδρα διότι οφείλει να κρίνει ΚΑΙ κόντρα στις προσωπικές του απόψεις, να λαμβάνει ΚΑΙ αντιδημοφιλείς αποφάσεις, πάντα στο πλαίσιο όσων ορίζουν το Σύνταγμα και οι νόμοι.
Διαφορετικά ο δρόμος προς τον δικαστικό λαϊκισμό, σε αποφάσεις δηλαδή που χαϊδεύουν την κοινή γνώμη, είναι ορθάνοιχτος και εξαιρετικά ολισθηρός για το κύρος της δικαιοσυνης και τη λειτουργία του πολιτεύματος. Εύχομαι από καρδιάς οι γονείς της άτυχης κοπέλας να λάβουν την ηθική δικαίωση που τους οφείλει η δικαιοσύνη και η πολιτεία. Και οι ένοχοι την τιμωρία που τους αξίζει.»