Προ μιας δεκαετίας, αυτά τα νούμερα θα φάνταζαν εξωπραγματικά για την εγχώρια αγορά ακινήτων. Ειδικότερα, παρουσιάστηκαν χθες στο πλαίσιο του 12oυ RE+D forum για το real estate από τον υποδιοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Θεόδωρος Μητράκος.
Ο ίδιος πάντως αποτιμώντας τις τελευταίες εξελίξεις και την πορεία των τιμών στην αγορά, δήλωσε συγκρατημένα αισιόδοξος, παρά τα προβλήματα που παραμένουν και πρέπει να αντιμετωπιστούν: «Επιτρέπεται μία αισιοδοξία, η οποία αντανακλάται και στις αξίες, όπου φαίνεται ότι ουσιαστικά εξασθενεί η περαιτέρω υποχώρησή τους, ενώ για ακίνητα υψηλής προστιθέμενης αξίας παρατηρείται αυξημένη ζήτηση και αύξηση των τιμών».
Με βάση λοιπόν τα επίσημα στοιχεία της ...κατάρρευσης, το ποσοστό συνεισφοράς της κατασκευής κατοικιών στο ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται στο 0,6%, εξαιρετικά χαμηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό πριν την κρίση (σταθερά άνω του 6,5% την περίοδο 2000-2009). O αριθμός των νέων οικοδομικών αδειών (ιδιωτική οικοδομική δραστηριότητα) από τις 95 χιλιάδες το 2005 μειώθηκε μόλις στις 12,4 χιλιάδες στη διάρκεια του 2016, ενώ σε όρους όγκου νέων κατασκευών η αντίστοιχη μείωση αυτή έφτασε στο 90%!
Από το 2008 έως και το α' τρίμηνο του 2017 οι τιμές των διαμερισμάτων μειώθηκαν συνολικά κατά 41,9% για το σύνολο της χώρας (σε ονομαστικούς όρους), ενώ η μείωση των τιμών ήταν ακόμα πιο έντονη στα δύο μεγάλα αστικά κέντρα την Αθήνα (-44,1%) και κυρίως τη Θεσσαλονίκη (-46,3%). Οι υψηλοί ρυθμοί μείωσης των τιμών που είχαν καταγραφεί το 2012 και το 2013 άρχισαν σταδιακά να αμβλύνονται και διαμορφώνονται πλέον σε χαμηλά επίπεδα (2016: -2,4%, α΄ τρίμηνο 2017: -1,8%). "Τα επίπεδα της ζήτησης ειδικά για ορισμένες κατηγορίες ακινήτων παραμένουν σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα", ανέφερε χαρακτηριστικά ο υποδιοικητής της ΤτΕ.
Οι εξελίξεις αυτές στην ελληνική κτηματαγορά δεν βρίσκονται σε αρμονία με τις αντίστοιχες εξελίξεις στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες: Από το 2013 και μετά οι δείκτες τιμών των οικιστικών ακινήτων παρουσιάζουν συνεχή ανάκαμψη στην πλειοψηφία των χωρών τόσο της ευρωζώνης όσο και της ΕΕ. Το τέταρτο τρίμηνο του 2016 η μέση ετήσια αύξηση των τιμών οικιστικών ακινήτων στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανήλθε στο 4,2%, ενώ ο ρυθμός αύξησης σε κάποιες χώρες ξεπέρασε το 10% (π.χ. Τσεχία, Ισλανδία).
Τα επαγγελματικά ακίνητα
Στον κλάδο των επαγγελματικών ακινήτων, με βάση τα τελευταία στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος για το β' εξάμηνο του 2016, οι ονομαστικές τιμές γραφειακών χώρων και καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών, κατέγραψαν οριακά θετικούς ρυθμούς μεταβολής σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο (0,2% και στις δύο περιπτώσεις).
Όσον αφορά δε τα μισθώματα, αν και οι πιέσεις για επαναδιαπραγμάτευση των ενοικίων συνεχίστηκαν και το 2016, ο δείκτης μισθωμάτων καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών κατέγραψε, για πρώτη φορά από το 2010 – που συλλέγει η ΤτΕ στοιχεία – οριακή αύξηση, 0,3%, σε σχέση με το α΄ εξάμηνο του 2016. Σωρευτικά, από το α΄ εξάμηνο του 2010 έως και το β΄ εξάμηνο 2016, οι ονομαστικές τιμές των γραφειακών χώρων και καταστημάτων υψηλών προδιαγραφών έχουν υποχωρήσει κατά 30%, περίπου.
Οι αποδόσεις των επαγγελματικών ακινήτων υψηλών προδιαγραφών στην Ελλάδα, αν και έχουν υποχωρήσει σημαντικά κατά την τελευταία διετία (περίπου 7,5% και 8,5% για τα γραφεία και καταστήματα υψηλών προδιαγραφών, αντίστοιχα), βρίσκονται σε πολύ υψηλότερα επίπεδα σε σχέση με τις περισσότερες άλλες ευρωπαϊκές χώρες (αποδόσεις γραφείων σε Βερολίνο, Λονδίνο, Στοκχόλμη και Ρώμη της τάξεως του 3,5% - 4,5%). «Είναι σαφές ότι αντίστοιχες αποδόσεις στη ζώνη του Ευρώ, είναι δυσεύρετες και σίγουρα ελκυστικές για τους επενδυτές. Το αυξημένο ενδιαφέρον για ακίνητα – ειδικά γραφεία – υψηλών προδιαγραφών αποτυπώνεται στο γεγονός ότι το ποσοστό των αντίστοιχων κενών χώρων βρίσκεται σε επίπεδα χαμηλότερα του 5% στην Αθήνα, ενώ ταυτόχρονα οι νέες αναπτύξεις παραμένουν καθηλωμένες», ανέφερε ο κ. Μητράκος.
Οι αιτίες είναι πολλές και μπορούν να αναζητηθούν τόσο στο ασταθές οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον και στις δυσμενείς συνθήκες χρηματοδότησης από το τραπεζικό σύστημα όσο και στις διαχρονικές παθογένειες της ελληνικής κτηματαγοράς: γραφειοκρατία, πολύπλοκες και χρονοβόρες διαδικασίες σε όλα τα στάδια της ανάπτυξης των ακινήτων και το συνεχώς μεταβαλλόμενο, δυστυχώς προς το δυσμενέστερο, φορολογικό θεσμικό πλαίσιο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι μέχρι το 2010 η φορολογία στην κατοχή των ακινήτων ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν υπερέβαινε το 0,5%-0,6%, ενώ το 2016 ξεπέρασε το 2% (2,2% βάσει των στοιχείων της Διεύθυνσης Φορολογίας Κεφαλαίου), κατατάσσοντας πλέον την Ελλάδα ανάμεσα στις χώρες της ΕΕ με την υψηλότερη φορολογία στα ακίνητα. Από τη φορολογική επιβάρυνση των τελευταίων ετών δεν εξαιρέθηκαν τελικά ούτε και οι έμμεσες επενδύσεις στην ακίνητη περιουσία, καθώς κατά το 2016 ανατράπηκε δραματικά και το ευνοϊκό φορολογικό πλαίσιο για τις Ανώνυμες Εταιρείες Επενδύσεων Ακίνητης Περιουσίας (ΑΕΕΑΠ).
Ο ρόλος του τουρισμού
«Παρά τις όποιες αντιξοότητες και αντικειμενικές δυσκολίες, ο τομέας των τουριστικών ακινήτων, ο οποίος είναι άμεσα συνυφασμένος με την καλή πορεία του τουρισμού τα τελευταία έτη, σε όλη τη διάρκεια της κρίσης αποδείχθηκε ο πιο ανθεκτικός τομέας της ελληνικής αγοράς ακινήτων και της οικονομίας γενικότερα. Κατά τη διάρκεια μάλιστα του 2016, δρομολογήθηκε στην Αττική αξιόλογος αριθμός επενδύσεων, οι οποίες αφορούν την επαναλειτουργία ή αναβάθμιση παλαιών αλλά και την ανάπτυξη νέων μονάδων υψηλής κατηγορίας, ενώ πράξεις εξαγοράς υφιστάμενων μονάδων, πραγματοποιήθηκαν και σε τουριστικούς προορισμούς ανά την Ελλάδα (Μύκονο, Κέρκυρα, Κω κ.λπ.). Εξάλλου, η λειτουργία νέων μονάδων υψηλής κατηγορίας, όπως και η είσοδος διεθνών αλυσίδων ξενοδοχείων πολυτελείας, οι οποίες αποκτούν για πρώτη φορά παρουσία στην Ελλάδα, έρχονται να καλύψουν σταδιακά την υστέρηση της χώρας στην προσέλκυση τουριστών υψηλών εισοδημάτων.
Η προοπτική για ακόμα μεγαλύτερο επενδυτικό ενδιαφέρον στον τομέα του τουρισμού, αλλά και της τουριστικής κατοικίας, ενισχύεται και από τη σταδιακή ολοκλήρωση ή δρομολόγηση σημαντικών έργων υποδομής όπως είναι η αναβάθμιση των σιδηροδρομικών υπηρεσιών ως αποτέλεσμα της ιδιωτικοποίησης της ΤΡΑΙΝΟΣΕ, η αναβάθμιση των παραχωρηθέντων 14 περιφερειακών αεροδρομίων αλλά και η αναμενόμενη σταδιακή αξιοποίηση των υπόλοιπων περιφερειακών αερολιμένων, οι προγραμματιζόμενες νέες επενδύσεις στο λιμάνι του Πειραιά, η αναμενόμενη δρομολόγηση των διαγωνισμών για την αξιοποίηση των περιφερειακών λιμανιών (Αλεξανδρούπολης, Ηγουμενίτσας, Λαυρίου κ.ά.), η αξιοποίηση και η ανάπλαση της έκτασης του Ελληνικού κ.ά.», κατέληξε ο κ. Μητράκος.