Η Ρωμαϊκή Ιστορία, κατά τα έτη πριν την αυγή της Αυτοκρατορίας, όπου κυριαρχούσε ο εκφυλισμός και κάθε αμάρτημα της σάρκας θεωρούνταν λεπτότητα ήθους και πολιτισμός, ήταν γεμάτη από ονόματα Αυτοκρατόρων και αρχόντων γαστριμάργων, οι οποίοι ανήγαγαν τις περιποιήσεις της κοιλιάς τους σε μοναδικό σκοπό της ζωής τους και της εργασίας των υπηρετών τους.
Ορισμένα γεγονότα, που αναφέρονταν από ιστορικούς σύγχρονους ήταν τόσο καταπληκτικά, ώστε θα μπορούσαν να εκληφθούν ως και απίστευτα. Λεγόταν, για παράδειγμα, για τον Τιβέριο, τον Αυτοκράτορα της Ρώμης, ο οποίος έζησε την εποχή της Σταύρωσης του Ιησού, ότι είχε θυσιάσει χιλιάδες αηδόνια, μόνο και μόνο για να χρησιμοποιήσει τις μικροσκοπικές γλώσσες τους σε ένα μονάχα δείπνο.
Οι ιστορικοί ανέφεραν, επίσης, για τον Αυτοκράτορα Ηλιογάβαλο ότι είχε σφάξει έξι χιλιάδες αφρικανικές στρουθοκαμήλους, ώστε να προσφέρει τα μυαλά τους ως σπουδαίο έδεσμα σ’ ένα τρανό του συμπόσιο.
Άλλωστε, ο Ηλιογάβαλος τακτικά προκήρυττε διαγωνισμούς νέων φαγητών. Όσοι πετύχαιναν, ανταμείβονταν πλουσιοπάροχα. Όσοι, αντιθέτως, δεν είχαν την τύχη να δημιουργήσουν φαγητά της αρέσκειάς του, τιμωρούνταν, καταδικασμένοι να τρώγουν διαρκώς το φαγητό της αποτυχημένης τους εφεύρεσης. Απαλλάσσονταν από την ποινή αυτή, μόνο αν κατάφερναν εν τω μεταξύ να ανακαλύψουν ένα νέο, εύγευστο και ευφάνταστο είδος φαγητού.
Τα ιδιαιτέρως απαιτητικά και περίεργα γούστα του Ηλιογάβαλου ούτε μπορούν να περιγραφούν, ούτε φαίνονται πιστευτά. Πάντως, οι ιστορικοί σημείωναν πως καθ’ όλο το διάστημα της βασιλείας του, δεν παρατέθηκε ούτε ένα γεύμα, που να στοίχιζε λιγότερα από εκατό χιλιάδες σηστέρτια. Ο λεπτεπίλεπτος στόμαχός του και ο υψηλών προδιαγραφών ουρανίσκος του δέχονταν αποκλειστικά τα πιο εκλεπτυσμένα εδέσματα, όπως πάστες από συκωτάκια πουλιών, γλώσσες παγωνιών και αηδονιών, μυαλά φασιανών και ένα σωρό άλλα παράξενα.
Επιθυμούσε να καταναλώνει εκείνο που ήταν φυσικώς αδύνατο να βρεθεί. Επί παραδείγματι, ζητούσε να φάει ψάρια, όταν απείχε χιλιάδες χιλιόμετρα από θάλασσα.
Ακριβώς για τον λόγο αυτό, ο Ηλιογάβαλος είχε ιδρύσει μια νέα, πολυπληθή υπηρεσία από αυτοκρατορικούς υπαλλήλους, που ήταν ειδικοί στο να διατηρούν τρόφιμα κάθε είδους, για να κορέσει τη βουλιμία του οποιαδήποτε στιγμή το απαιτούσε.
Ο Αυτοκράτορας Βιτέλλιος, που είχε βασιλεύσει μετά τον Νέρωνα, θεωρούνταν ο πιο λαίμαργος και πολυφαγάς άνθρωπος της αρχαιότητας. Καθημερινώς, έτρωγε πέντε ή έξι τεράστια γεύματα, ενώ παράλληλα ξυπνούσε και δυο φορές τη νύχτα, για να καταπολεμήσει τους νυγμούς της πείνας του.
Ήθελε κι εκείνος να κάνει τον εκλεπτυσμένο και έτρωγε πρώτα γλώσσες παγωνιών και φασιανών και άφθονα εντόσθια μικρών ψαριών. Αλλά, αφού έτρωγε αυτά, κατόπιν ριχνόταν με λύσσα και στα ίδια τα πουλιά και τα ψάρια και καταβρόχθιζε ολόκληρες ντουζίνες από το κάθε είδος. Είχε καταντήσει να περνά το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας του μπροστά σ’ ένα λουκούλλειο τραπέζι. Μάλιστα, είχε εφεύρει ένα νέο πιάτο τεραστίων διαστάσεων, που ήταν ανάλογο της χωρητικότητας του στομαχιού του και το είχε ονομάσει «Ασπίς της Αθηνάς».
Ο Βιτέλλιος συναναστρεφόταν μόνο με τους άρχοντες εκείνους, που του παρέθεταν τα μεγαλοπρεπέστερα γεύματα. Ήταν το αποκλειστικό μέσο για πολλούς Ρωμαίους, ώστε να αποκτήσουν την πολυπόθητη εύνοια του Αυτοκράτορα. Τα συμπόσιά του στοίχιζαν ανυπολόγιστα χρήματα. Στο περίφημο συμπόσιο, που έδωσε προς τιμήν του ο αδελφός του, προσφέρθηκαν δύο χιλιάδες πιάτα εκλεκτών ψαριών και επτά χιλιάδες πιάτα σπάνιων πουλερικών και κυνηγιού.
Ο πλούτος της Ρώμης κρίθηκε ανεπαρκής για να καλύψει τις υπέρογκες δαπάνες της τετράμηνης βασιλείας του Βιτέλλιου, που στοίχισαν περίπου ενενήντα εκατομμύρια σηστέρτια!
Αλλά και ο Κλαύδιος, ο σύζυγος της διαβόητης Μεσσαλίνας, υπήρξε περιώνυμος κοιλιόδουλος. Είχε δημιουργήσει μια ειδική υπηρεσία πλοίων, για να του μεταφέρουν αστακούς από τις ακτές της Αφρικής. Οι κέφαλοι, που σερβίρονταν στα αυτοκρατορικά συμπόσια, δεν έπρεπε να αλιεύονται σε ανοικτή θάλασσα, αλλά στις εκβολές του Τίβερη ποταμού, τους οποίους τους έβρισκε νοστιμότατους. Από τη Χαλκηδόνα κατέφταναν τα καρύδια, ενώ από τη Ρόδο οι οξύρρυγχοι. Το μέλι έπρεπε να είναι μόνο από τον Υμηττό και από τη Γαλατία, τα λουκάνικα.
Στα γεύματα του Κλαύδιου βρίσκονταν όλα τα αγαθά της γης και της θάλασσας. Όταν διαπίστωνε ότι το στομάχι του δεν άντεχε άλλο φαγητό, έπεφτε ανάσκελα. Ένας δούλος, τότε, ήταν εντεταλμένος να του γαργαλάει τον αυτοκρατορικό λάρυγγα με ένα φτερό, που έβαζε μέσα στο ανοιχτό στόμα του Κλαύδιου, προξενώντας του εμετό. Ο ηγεμόνας ανακουφιζόταν και επανερχόταν στο τραπέζι του περισσότερο λαίμαργος και ορμητικός.
Σύμφωνα με τους ιστορικούς, ο Κλαύδιος καταβρόχθισε τη μεγαλύτερη ποσότητα φαγητού την ημέρα θανάτωσης της συζύγου του, Μεσσαλίνας. Ξεκίνησε με μαύρες και πράσινες ελιές Ελλάδας, κυδώνια Λιβάνου, καρυκευμένα με σάλτσα μελιού και σπόρους ανεμώνης και λουκάνικα τηγανιτά, με λίπος αγριόχοιρου της Συρίας.
Συνέχισε με ψαρόπιτες, χαβιάρι, αυγοτάραχο, μπεκάτσες, φασιανούς, λαγούς, χέλια, ψάρια, στρείδια, κυνήγια, εξωτικά φρούτα και γλυκές σταφίδες, ενώ, παράλληλα, οι δούλοι γέμιζαν το χρυσό του κύπελλο με υδρόμελι, ανακατωμένο με κανέλα και παλαιωμένο κρασί της Κύπρου.
Το αξεπέραστο αυτό γεύμα έκλεισε με κάθε λογής γλυκά, φτιαγμένα από καρύδια και αμύγδαλα, μπουρεκάκια και σιροπιαστά. Εκείνος είχε παραδοθεί στον βόρβορο της ακατάσχετης βουλιμίας του και η ακόλαστη Μεσσαλίνα είχε παραδοθεί στον δήμιό της.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΘΝΟΣ», στις 11/02/1936…