Οι Ασασίνοι υπήρξαν στρατιωτικο-θρησκευτικό τάγμα Νιζαριτών Ισμαηλιτών με διάρκεια ύπαρξης περίπου από το 1092 μέχρι το 1265.
Αν και ξέρουμε ότι ήταν Νιζαρίτες, δεν είναι γνωστές οι ακριβείς θρησκευτικές τους δοξασίες, αλλά είναι βέβαιο ότι είχαν τυφλή υπακοή στον αρχηγό τους. Κύρια προπύργιά τους υπήρχαν στην Περσία και τη Συρία, ενώ ήταν κύριοι εχθροί των Σουνιτών ηγεμόνων, τους οποίους θεωρούσαν εχθρούς χειρότερους και από τους χριστιανούςΣταυροφόρους.
Ετυμολογία
Ο όρος "ασασίνοι" (αγγλ. assassins) προήλθε από παραφθορά της λέξης "χασασίν" ή "χασισίν", δηλαδή "αυτός που τρώει χασίς", από τους Σταυροφόρους.
Οι Ασασίνοι εκτελούσαν τις πράξεις τους υπό την επήρεια χασίς, το οποίο τους δινόταν ως μια πρόγευση για τις απολαύσεις που θα γεύονταν στους ουράνιους κήπους που περιγράφει το Κοράνιο, μετά την εκτέλεση της αποστολής τους.
Στις λατινογενείς γλώσσες και στα αγγλικά, από την παραφθορά του όρου προήλθαν οι λέξεις για τον "δολοφόνο".
Ιστορία
Ιδρυτής του τάγματος ήταν ο Χασάν-ι-Σαμπάχ, άνθρωπος με εντυπωσιακή καλλιέργεια και ανελέητο χαρακτήρα. Απογοητευμένος από τον ευνουχισμό του νιζαρί ισμαηλιτικού σιιτικού κινήματος από τους ομόδοξους Φατιμίδες χαλίφηδες της Αιγύπτου, ίδρυσε το τάγμα με σκοπό την προώθηση της υπόθεσης των νιζαριτών σιιτών με τα υπάρχοντα μέσα.
Συγκρότησε ένα μικρό στρατό από φανατικούς οπαδούς, με στόχο την εξαπόλυση μιας τρομοκρατικής εκστρατείας κατά των σουνιτών Σελτζούκων, τους οποίους και θεωρούσε τους πιο επικίνδυνους εχθρούς του σιιτισμού.
Τα μέλη του τάγματος, που ανέλαβαν να εκτελούν πολιτικές δολοφονίες, ονομάστηκαν "αυτοθυσιαζόμενοι".
Το 1090 οι Ασασίνοι κατέλαβαν το φρούριο Αλαμούτ, στα όρη Ελμπούρζ, νότια της Κασπίας Θάλασσας, το οποίο έγινε κύριο ορμητήριό τους. Δύο χρόνια αργότερα είχαν το πρώτο σπουδαίο θύμα τους: τον ισχυρό Σελτζούκο βεζίρηΝιζάμ αλ-Μουλκ, χαρισματικό προοδευτικό ηγέτη και συμμαθητή του Χασάν-ι-Σαμπάχ στην παιδική τους ηλικία.
Στις αρχές του 12ου αιώνα, οι Ασασίνοι εγκαταστάθηκαν σε κάστρα ανάμεσα στους λόφους της βόρειας Συρίας, όπου και είχαν την υποστήριξη της τοπικής σιιτικής μειονότητας. Η ύπαρξή τους έγινε γνωστή στους Σταυροφόρους το 1103, όταν ο άρχοντας της συριακής Έμεσας μαχαιρώθηκε καθώς αποχωρούσε από τέμενος της πόλης.
Οι χριστιανοί ηγεμόνες θεωρούσαν τους Ασασίνους θανάσιμη απειλή, αλλά και πιθανό περιστασιακό σύμμαχο. Ωστόσο, για να διαφυλάξουν τη ζωή τους, πλήρωναν ετήσιο φόρο στους Ασασίνους.
Μονάχα οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες αρνήθηκαν, καθώς δεν τους ήταν επιτρεπτό να υποκύψουν σε τέτοιο εκβιασμό. Όταν απέκτησαν δύο μεγάλες εκτάσεις γης στη νότια Συρία, που γειτόνευαν με το οχυρό των Ασασίνων, τότε ήταν οι Ασασίνοι που κατέβαλαν εισφορά στους Ναΐτες και Ιωαννίτες.
Για ενάμιση αιώνα και πλέον, το τάγμα των Ασασίνων σκόρπιζε το φόβο στη Μέση Ανατολή. Ανάμεσα στα θύματά τους ήταν θρησκευτικοί και πολιτικοί ηγέτες των εχθρών τους.
Στα μέσα του 13ου αιώνα, οι επιδρομές των Μογγόλων εξολόθρευσαν τους Ασασίνους της Περσίας. Πάνω από εκατό κάστρα τους καταστράφηκαν, ενώ το φρούριο Αλαμούτ έπεσε στα χέρια του Ουλαγκού Χαν και λεηλατήθηκε τη διετία 1256-1257.
Οι βιβλιοθήκες των Ασασίνων καταστράφηκαν και μαζί τους χάθηκαν πολλές σημαντικές πηγές πληροφοριών για αυτούς.
Αργότερα, ο Μαμελούκος σουλτάνος Μπαϊμπάρ κήρυξε τζιχάντ εναντίον των Μογγόλων εισβολέων, των Σταυροφόρων και των Ασασίνων. Τελικά, γύρω στο 1265 υπέταξε τους Ασασίνους. Ωστόσο, δεν διέλυσε ολοκληρωτικά το τάγμα τους: εφεξής θα προσέφεραν σε αυτόν τις υπηρεσίες τους.