του Μητροπολίτου Κένυας Μακαρίου
Κάθε χρόνο κατά τη διάρκεια του μηνός Αυγούστου, εκτός από τις εκδηλώσεις που είναι πλούσιες και εποικοδομητικές, στον χώρο της Κένυας, υπήρξαν και δυσάρεστες καταστάσεις. Πάντα, φυσικά, με το σύνθημα «Κάνουμε τον σταυρό μας, προχωρούμε χωρίς να κοιτάζουμε πίσω μας αλλά μπροστά» αν και υπάρχει πάντα η άποψη και η συνταγή να θυμόμαστε πώς και από πού ξεκινήσαμε, για να φθάσουμε εδώ που βρισκόμαστε σήμερα. Μόνο ευχαριστίες και δοξολογίες προς τον Κύριο αναπέμπουμε, κάθε φορά που βλέπουμε την Αγία Παρουσία Του ανάμεσά μας και γύρω μας.
Πολλές φορές έχω σημειώσει, σε προηγούμενες αναφορές μου, από διαφορετικές αντιμετωπίσεις του τόσο εντυπωσιακού γεγονότος του θανάτου! Λέγω εντυπωσιακού και μοναδικού κοινωνικού γεγονότος μέσα στη ζωή των Αφρικανών. Είναι μια ευκαιρία συμμετοχής και παρουσίας όλων των στρωμάτων της κοινωνίας μας. Καμιά φορά το όλο γεγονός μπορεί να διαρκέσει από μια εβδομάδα μέχρι και έναν μήνα, όπου επιτέλους τελείται η κηδεία.
Φέτος, τον μήνα Αύγουστο πέρασαν στην άλλη ζωή δέκα ή και περισσότερα άτομα από τα οποία τρεις ιερείς και μια πρεσβυτέρα. Ήταν φυσικά θλιβερό το γεγονός, αν λάβει κανείς υπόψη ότι οι δύο υπήρξαν μαθητές μου με ιδιαίτερες και μοναδικές παραστάσεις. Λέγω έτσι, γιατί ο ένας ήταν μόλις δεκαοχτώ χρονών, όταν ανοίξαμε τη σχολή και σήμερα είναι εδώ ο γιος του. Μικρός κι αυτός. Στις δύο φωτογραφίες που δημοσιεύονται, οχτώ από αυτούς πέρασαν ήδη στην αθανασία. Ήμουν φυσικά κι εγώ νέος). Τραγικό φυσικά γεγονός σε ανύποπτο χρόνο, σε μένα τον τότε νεαρό δάσκαλό τους και τώρα ταπεινό Επίσκοπό τους να τους κάνω τις κηδείες. Καταλαβαίνει κανείς πόσες στιγμές ζήσαμε μαζί στο ξεκίνημα και στη συνέχεια στην ιερατική τους διακονία και προσφορά. Ο τρίτος, αν και δεν φοίτησε ποτέ κοντά μας, ήταν από τις ειδικές περιπτώσεις, τέλεσα τον εκκλησιαστικό του γάμο και στη συνέχεια τον χειροτόνησα. Δεν είναι καθόλου ευχάριστο αυτό το γεγονός, ανθρώπινα βέβαια κρίνοντες, όμως έχει και κρύβει μέσα σημαντικές και βαθιές ρίζες και αναφορές
Κτυπά το τηλέφωνο και μου ανακοινώνεται ο θάνατος. Από την ώρα εκείνη αρχίζουν οι προγραμματισμοί και η σχετική προετοιμασία, γιατί τις πιο πολλές φορές ταξιδεύει κανείς ότι μόνο ώρε αλλά και μέρες, για να φθάσει στον τόπο που θα γίνει η ταφή. Αντικρίζει με την άφιξή του εκεί ένα πλήθος κόσμου να περιμένει και να αναμένει κάποιο διαφορετικό μήνυμα. Άνθρωποι όλων των ηλικιών. Μικροί, μεγάλοι, νέοι, γέροι, παιδιά, γυναίκες, γιαγιάδες κ.τ.λ. Όλοι ξαπλωμένοι με όλη τη σημασία της λέξης, χάμω, άλλοι πάνω στα δέντρα κρεμασμένοι από τα κλαδιά, άλλοι καθισμένοι πάνω σε πελώριους βράχους, ελάχιστοι στέκονται και άλλοι – οι επίσημοι και οι συγγενείς – έχουν την προτεραιτότητα να κάθονται πάνω σε καρέκλες.
Τι περιμένει όλος αυτός ο κόσμος; Ν’ ακούσει και το πιο σημαντικό: από πού προέρχεται, ποια είναι η καταγωγή του, τα πιστεύω του, η αποστολή ή μη του θανάτου, τι ακολουθεί, το μυστήριο, το άγνωστο, αν υπάρχει η κρίση και τα επακόλουθά της, το μέλλον, ο φόβος, ο τάφος, το χώμα και τόσα άλλα ερωτήματα.
Έχω μπροστά μου όχι μόνο πιστούς αλλά και άπιστους, αβάπτιστους και βαπτισμένους, ειδωλολάτρες και παραδοσιακούς με τα αρχαία έθιμά τους κ.τ.λ.
Στέκομαι μπροστά σ’ όλους αυτούς τους ανθρώπους, οι οποίοι αναμένουν να μάθουν για μια πραγματικότητα, το θέμα του θανάτου και τα επακόλουθά του. Επειδή διαβάζω στα πρόσωπά τους την αγωνία, τον φόβο και την αμηχανία τους, αυθόρμητα τους χαιρετώ με το «Χριστός Ανέστη!».
Θα εξηγήσω στη συνέχεια με ποιο τρόπο ο Θεός μας δημιούργησε και μας έδωσε το μεγάλο προνόμιο να γίνουμε κατ’ εικόνα και ομοίωση, ν’ αξιωθούμε δηλ. της μεγάλης αυτής τιμής να γίνουμε κι εμείς σαν Αυτόν, να έχουμε όλα τα χαρίσματα, τις αρετές, τα δώρα της χάριτός Του. Και ο μόνος τρόπος για να μπορέσουμε εμείς που βαπτιστήκαμε στο όνομα της Αγίας Τριάδος και το τονίζω στη μόνη αληθινή Εκκλησία, που δεν είναι άλλη από την Ορθόδοξη δηλ. μέσα σ’ αυτό τον χώρο αποκαλύπτεται όλη η αλήθεια και η αυθεντική πραγματικότητα, προσφέροντας έτσι σε όλους εμάς που Τον πιστέψαμε και τον αναγνωρίζουμε ως Σωτήρα και Λυτρωτή μας, ανακουφιζόμαστε έντονα και βαθιά, γιατί η ζωή μας ανοίγεται μπροστά μας φωτεινή και ελπιδοφόρα. Δεν χανόμαστε στο πουθενά, ό ταν αναχωρήσουμε από τα εγκόσμια, τα προσωρινά, αλλά τώρα ζούμε την άλλη την αληθινή πραγματικότητα της ζωής μας, χωρίς φόβο και αμφιβολίες, γι’ αυτό χαιρόμαστε όταν ο Κύριος επιτρέψει να φθάσουμε σ’ αυτή τη φοβερή για τους πιο πολλούς στιγμή – αλλά αληθινή – γιατί ανοίγει μπροστά μας ο δρόμος για την αιωνιότητα. Ο Κύριός μας μέσα από την άπειρη αγάπη και φιλανθρωπία Του προς εμάς, τα δημιουργήματά Του, ανοίγει μια πόρτα, ένα παράθυρο, που, οπωσδήποτε, γεμίζει την ψυχή μας από μια ανεξήγητη χαρά και ελπίδα.
Όλοι εσείς που με παρακολουθείτε αυτή τη στιγμή με πολλή προσοχή διαβάζω στα πρόσωπά σας την αγωνία, τον φόβο, την αβεβαιότητα, μα ακόμα και τη σιγουριά ότι όλα τέλειωσαν με τον θάνατο και δεν περιμένουμε τίποτα. Αυτό είναι το τέλος, γι’ αυτό μέσα μας υπάρχει αυτό το αίσθημα ότι αφού όλα τελειώνουν με αυτό τον τρόπο, γιατί να θέλουμε να αναχωρήσουμε από τον κόσμο αυτό. Είμαστε τόσο καλά εδώ, περνούμε θαυμάσια, έχουμε τις οικογένειές μας, τα αγαπημένα μας πρόσωπα, τα χωράφια μας, τις καλύβες μας, τα προϊόντα μας με τα οποία τρεφόμαστε ικανοποιητικά, τις χαρές και τις λύπες μας, τις δουλειές κα ιτις διάφορες επαγγελματικές μας απασχολήσεις και τόσα άλλα, τα οποία, πραγματικά, μας ικανοποιούν και μας γεμίζουν. Απολαύσεις και ανέσεις, μίση και φιλονικίες φυσικά, ανθρώπινες αδυναμίες, διαθέσεις και επιθυμίες, που δεν μας βοηθούν να σκεφτούμε βαθιά και συνειδητά γαι την προέλευση, την ύπαρξη και την ωραιότητα του κόσμου, μέσα στον οποίο ζούμε και κινούμαστε. Βλέπουμε μονόπλευρα, πισώπλατα και μικροσκοπικά, μονοτονικά, μόνο για το δικό μας το συμφέρον, να φάμε κυριολεκτικά τον διπλανό μας, να του δείξουμε πόσο εμείς είμαστε ανώτεροι, τον περιφρονούμε, τον κοροϊδεύουμε, τον κατατεμαχίζουμε, τον απορρίπτουμε και – γιατί όχι – με την εμπάθεια και το μίσος μας τον αποτελειώνουμε. Όλα αυτά, αδελφοί μου, βρίσκονται μέσα στην καθημερινή μας ζωή και νομίζουμε ότι κατακτήσαμε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ στην ουσία είμαστε πλανεμένοι, αχάριστοι και ανώριμοι πνευματικά. Ξεχάσαμε τις ευεργεσίες που καθημερινά δεχόμαστε από τον Κύριο και Θεό μας. Είμαστε λάτρεις του κακού και της δικής μας της πλαδαρότητας και της χ……………. μας. Ας ξυπνήσουμε κι ας δούμε την πραγματικότητα που μας περιμένει είτε μας αρέσει είτε όχι.
Με όλα αυτά που σας ανέφερα, σκεφτόμουνα και σας ρωτώ όλους αλλά και τον εαυτό μου, αν εμφανιζόταν ο Χριστός μας, να από εκεί ψηλά και τον βλέπαμε να μας πλησιάζει τι θα κάναμε, τι θα του λέγαμε, πώς θα Τον αντιμετωπίζαμε. Έγραψα και το επαναλαμβάνω, σήμερα, επειδή δεν είμαστε έτοιμοι, δεν είμαστε εντάξει απέναντι του Θεού και των ανθρώπων, σας διαβεβαιώ ότι με την επιπολαιότητά μας, οπωσδήποτε, θα τρέχαμε να κρυφτούμε, νομίζοντας, έτσι, ότι θα γλιτώσουμε από τη δίκαιη κρίση Του. Δεν πρέπει να έχουμε οποιαδήποτε αμφιβολία ότι θα έλθει η ώρα που κεκοιμημένοι και ζωντανοί θα κριθούμε, σύμφωνα με τα έργα και τις πράξεις μας. Ενθυμούμαι αυτή τη στιγμή έντονα και επαναλαμβάνω, με όλη τη δύναμη της ψυχής μου, τα λόγια του Συμεών του Θεοδόχου, που ευχόταν και λαχταρούσε να δει τον Χριστό σαν βρέφος και μόλις τον αντίκρισε είπε εκείνους τους ανεπανάληπτους λόγους «νυν απολύεις τον δούλον Σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα Σου, εν ειρήνη, ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν Σου, ο ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών, φως εις αποκάλυψιν εθνών και δόξαν λαού σου, Ισραήλ». Τρέμω και φοβούμαι όταν σκέφτομαι ότι δεν είμαστε έτοιμοι, γι’ αυτό το άγνωστο, μακρύ και συγκεκριμένο ταξίδι. Πόσο όμορφο θα ήταν και θα μας γέμιζε με ελπίδα και αισιοδοξία, αν μπορούσαμε να προσφέρουμε τους ίδιους τους λόγους του δίκαιου Συμεών. Θα το επιτύχουμε αυτό μόνο όταν ενόσω ζούμε εδώ στην πρόσκαιρη και προσωρινή ζωή μας, αποφασίζουμε να ζήσουμε χριστιανικά, ήρεμα και χωρίς μίση και μνησικακίες, προπαντός να ζούμε μέσα στη χάρη και την ευλογία των μυστηρίων της Εκκλησίας μας. Αν έχουμε αυτή την ψυχική και σωματική αγαλλίαση μέσα μας, δεν χρειαζόμαστε οτιδήποτε άλλο.
Γνωρίζω ότι όλοι μας έχουμε τις δικές μας αδυναμίες, ελλείψεις, πάθη, αμαρτίες. Χρειαζόμαστε να αγωνιστούμε με σθένος και θάρρος εναντίον του θανάτου που είναι ο αίτιος της πνευματικής μας κατάπτωσης με τις αμαρτίες μας. Δεν πρέπει να επαναπαυόμαστε ότι εδώ καλά ζούμε και απολαμβάνουμε τα αγαθά και τις απολαύσεις του κόσμου τούτου. Όλα αυτά μας κρατούν αιχμαλώτους και δεν έχουμε χρόνο να σκεφθούμε τι μας περιμένει μετά απ’ αυτή τη ζωή. Όταν αισθανθούμε ότι είμαστε έτοιμοι, δεν πρέπει να μας τρομάζει το γεγονός της αναχωρήσεώς μας απ’ αυτή τη μάταιη ζωή αλλά να λαχταρούμε και να ευχόμαστε να έλθει εκείνη η ευλογημένη ώρα, έτσι ακριβώς όπως έλεγε ο Απόστολος των Εθνών, Παύλος: «Ζω δε ουκέτι εγώ, ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2/20).
Ενθυμούμαι έντονα αυτή τη στιγμή ανθρώπους που βρισκόντουσαν, πλησίαζαν με άλλα λόγια στο τέλος της ζωής τους. Ζητούσαν να μιλήσουν κατά τη διάρκεια των τελευταίων στιγμών της ζωής τους. Αντελήφθηκα ότι τους διακατείχε φόβος σε τέτοιο βαθμό που αν ήταν δυνατό ήθελαν να επέμβω και να τους σώσω, δηλαδή να μην επιτρέψω να συμβεί το μοιραίο, ο θάνατός τους. Είναι γεγονός ότι εμείς ευχόμαστε ν αέχουμε ειρηνικά τα τέλη της ζωής μας, εδώ στη γη, σύμφωνα με το θέλημα και τη διδασκαλία του Θεού και Κυρίου μας, τότε να είστε βέβαιοι ότι θα ευαρεστήσουμε τον Θεό και οπωσδήποτε θα μας δώσει ένα μέρος στην αιώνια Βασιλεία Του.
Γενικά φοβάται ο άνθρωπος τον θάνατο, την ώρα, ιδιαίτερα, που γίνεται ο χωρισμός της ψυχής από το σώμα. Όπως ανέφερα πιο πάνω για μας δεν υπάρχει θάνατος κι όταν φεύγουμε απ’ αυτή την πρόσκαιρη κατοικία θα κοιμόμαστε μέχρι της Δευτέρας Παρουσίας του Θεού, όταν θα μας κρίνει.
Για μας υπάρχει η άλλη ζωή, αγωνιούμε, δεν φοβόμαστε, γιατί ξέρουμε ότι όσο πιο γρήγορα φύγουμα απ’ αυτό τον κόσμο, τόσο πιο ευχάριστο θα είναι για μας να γευθούμε τους ωραίους και γλυκούς καρπούς της άλλης ζωής που όπως λέει ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος όταν οι ψυχές χωριστούν από το σώμα «εις χώραν τίνα απάγονται».
Αδελφοί και αδελφές, πιστοί και άπιστοι, χριστιανοί και μη, ειδωλολάτρες, μουσουλμάνοι και γνωστικοί,
Στεκόμαστε, εδώ, αυτή τη φοβερή στιγμή και όλοι μας, είμαι βέβαιος, σκεφτόμαστε πόσο φοβερός είναι ο θάνατος. Δεν θέλουμε να πιστέψουμε ότι έρχεται ο θάνατος. Από φόβο, περισσότερο, που είναι ο βαθύτερος λόγος. Ξεχνάμε δυστυχώς από πού ήλθαμε και πού πηγαίνουμε, πού θα καταλήξουμε. Επειδή είναι εύκολο να ησυχάσουμε τους εαυτούς μας και να ξεγελάσουμε με αυτό τον τρόπο τις σκέψεις μας, καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα και ενδιαφερόμαστε περισσότερο για τα γήινα, γιατί νομίζουμε ότι αυτά μας αναπαύουν και ότι έχουμε κατακτήσει τον κόσμο με τον πλούτο και τα αξιώματά μας, τις θέσεις και τις αποσκευές μας. Κι όλα αυτά γίνονται και τα επιτρέπουμε στη ζωή μας, ακριβώς για να ξεχάσουμε ή ακόμα να παραμελήσουμε την πραγματικότητα, αυτό που θα μας συμβεί, ότι φθάσαμε στο τέλος της επίγειας ζωής μας. Όπως είπα πιο πάνω, μας κατακυριεύει ένας ανεξήγητος φόβος, γι’ αυτό, με την καλλιέργειά του μέσα μας, βρισκόμαστε σε μια κατάσταση απόγνωσης και άγνοιας για τα αληθινά που μας περιμένουν να συναντήσουμε, με την αναχώρησή μας από τα γήινα στα επουράνια, που υπάρχουν και μας διαβεβαιώνουν για τη συνάντησή μας με τον Κύριο, αφού πιστεύουμε στη ζωή και στην ανάσταση που έρχονται τόσο απρόοπτα και χωρίς καμιά προειδοποίηση. «Όπως ο ίδιος ο άνθρωπος είναι ο άνθρωπος, έτσι και ο θάνατος είναι ένα μυστήριο». Όπως είπα και πιο πάνω ο άνθρωπος, επειδή υπάρχει αυτή η αβεβαιότητα είναι πλημμυρισμένη η ψυχή του από φόβο, λόγω άγνοιας, ακόμα. Είναι φοβερή η κατάστασή μας και φανερώνει ακόμα μια φορά την απιστία μας. Μας λείπει η βαθιά πίστη και η βεβαιότητα ότι δεν πεθαίνουμε. Θέλουμε να πιστεύουμε ότι ο θάνατος δεν πρέπει να μας απασχολεί. Δεν θέλουμε να παραδεχθούμε την ύπαρξη της ψυχής και του σώματος. Οπωσδήποε με την παραδοχή ότι το σώμα επιστρέφει απ’ όπου προήλθε, από το χώμα και διαλύεται «εις τα εξ ων συνετέθη», επιστρέφει, με άλλα λόγια, στην κατάσταση της δημιουργίας του, τότε θα είναι ακόμα πιο εύκολο να δεχθούμε ότι η ψυχή δεν πεθαίνει. Βρίσκεται στην αιωνιότητα, έτσι το θέλησε ο Θεός και εμφύσησε στην ψυχήαυτή τη θεϊκή ουσία, ώστε να τον κάνει αθάνατο, μακάριο κι αιώνιο. Έχουμε μέσα μας μια λανθασμέη εικόνα, η οποία μας οδηγεί στην απόγνωση, στην αβεβαιότητα, τον φόβο, τη μη παραδοχή της πραγματικότητας και της αλήθειας, σκοτεινή γι’ αυτό κι έχουμε μέσα μας ένα είδος συγκλονισμού που μας συγχύζει και δεν μας αφήνει να ησυχάσουμε, να βρούμε τη γαλήνη της ψυχής μας και την ηρεμία μας. Σκεφτόμαστε λανθασμένα για το μέλλον μας.
Όμως, αδελφοί και αδελφές μου, ελάτε κοντά στον Χριστό και ελάτε μαζί μου να ρωτήσουμε τους εαυτούς μας για να ανακαλύψουμε ότι δεν είμαστε έτοιμοι γι’ αυτό το άγνωστο ταξίδι. Οι ερωτήσεις αυτές απευθύνονται σε όλους μας και στον καθένα ξεχωριστά και ας προβληματιστούμε, για να ανακαλύψουμε πόσο περιφρονούμε το ανθρώπινο πρόσωπο, τον διπλανό μας, τον φίλο μας, τον γείτονά μας, ακόμα και τους συγγενείς μας, τον πατέρα ή τη μητέρα μας, τ’ αδέλφια μας. Κλείσαμε τις πόρτες της ψυχής μας σε όλους που μας ζητούν βοήθεια και δεν θέλουμε να μοιραστούμε μαζί τους τον πόνο και τη μιζέρια τους. Πόσοι από μας δίνουμε σημασία στους πεινασμένους και διψασμένους που καθημερινά μας εκλιπαρούν και μας απλώνουν τα χέρια τους ικετευτικά; Δεν είμαστε εμείς οι ίδιοι που κλείνουμε τα μάτια μας, όταν μάθουμε ότι ένα ορφανό και μόνο, εγκαταλελειμμένο από όλους, βρίσκεται σε απόγνωση, διψά, πεινά, είναι μέσα στο κρύο, μέσα στη βροχή, στους δρόμους και στρέφουμε τα μάτια μας αλλού, γιατί δεν θέλουμε να ξέρουμε την κατάστασή του μ ήπως και το βοηθήσουμε; Μήπως δεν γυρίζουμε άσκοπα και ασχολούμαστε μόνο μ’ αυτούς που έχουμε κάποια ωφέλη; Ας μη συνεχίσουμε να είμασε σ’ αυτή την τραγική κατάσταση, δείχνοντας ότι αγνοούμε και περιφρονούμε τον θάνατο και να μην θέλουμε να πιστέψουμε σ’ αυτόν, αφού τώρα βλέπουμε και αναγνωρίζουμε ότι μας ανοίγει τον δρόμο προς την αιωνιότητα.
Αισθάνομαι μέσα μου την ανάγκη να διακηρύξω, να ομολογήσω και να διαβεβαιώσω όλους ότι ο Δημιουργός μας μας έκανε αθάνατους, γι’ αυτό αν μείνουμε προσκολλημένοι στα γήινα, θα χάσουμε αυτή την ευκαιρία που μας δίνεται σήμερα και μας προαναγγέλλει μαζί με την Ανάσταση του Κυρίου και τη δική μας. Σήμερα σας βλέπω και με βλέπετε. Αύριο μπορεί να μην υπάρχω, φεύγω και σας αποχαιρετώ. Βρισκόμαστε σ’ αυτή την κατάσταση που ίσως για περισσότερους από εμάς δεν θα προτιμούσαμε να την ζήσουμε ακριβώς για τους λόγους που ανέφερα πιο πάνω. Όμως η αναξιότης και ταπεινότης μου πίστεψε και πιστεύει στο μυστήριο αυτό του θανάτου και της Αναστάσεως.
Αδελφοί μου, ελάτε μαζί μου, ακολουθήστε με και επαναλάβετε μαζί μου τη φράση «Προσδοκώ ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνος». Η κατάσταση τώρα με την παραδοχή ότι πιστεύουμε στο μυστήριο αυτό της άλλης ζωής μας προσκαλεί επιτακτικά να προετοιμάσουμε τους εαυτούς μας, να παραμερίσουμε τις διαφορές μας, να ταπεινώσουμε τους εαυτούς μας, συγχωρώντας ο ένας τον άλλο, αποδεχόμενοι τις αδυναμίες μας και τις αμαρτίες μας σαν φάρμακο μετάνοιας και εξομολόγησης, με τις αγαθές μας, τώρα, διαθέσεις και προθέσεις οδηγούμαστε προς τα ουράνια, για να συναντήσουμε τον Κύριο και Θεό μας. Ας ανανεωθούμε και αναγεννηθούμε τώρα εδώ στη γη, για να μπορέσουμε, στο τέλος της επίγειας ζωής μας ν’ ακούσουμε τη γλυκύτατη φωνή του Κυρίου μαςα να εισέλθουμε στην ετοιμασμένη βασιλεία Του.
Για μια ακόμη φορά επαναλαμβάνω ότι δεν έχουμε χρόνο. Είμαστε στα χέρια του Θεού. Και σας ρωτώ: Θα μπορούσαμε άραγε να ζήσουμε χωρίς τη δυναμική παρουσία του Θεού μέσα μας; Ζει ο Θεός και βασιλεύει ανάμεσά μας; Εμείς τι κάνουμε για να Τον ευχαριστήσουμε; Τι του προσφέρουμε ως αντάλλαγμα γι’ αυτή την εξαιρετική τιμή που μας κάνει να Τον αισθανόμαστε συνέχεια δίπλα μας, κοντά μας, μέσα μας, ακόμα κι όταν αναπνέουμε, όταν περπατούμε, όταν είμαστε χαρούμενοι ήλυπημένοι; Ο Θεός είναι το παν, είναι το είναι μας, είναι η ζωή μας, η αναπνοή μας, το στήριγμά μας, η ελπίδα μας. Ας τον αφήσουμε να κάνει τη δουλειά του για μας, για τον καθένα μας. Εκείνος γνωρίζει τις σκέψεις και τους προβληματισμούς μας, τα εμπόδια και τις επιτυχίες στη ζωή μας. Έχουμε αποκτήσει ένα θησαυρό πολύτιμο, ασύγκριτο και μοναδικό. Μην αναβάλλουμε άλλο. Σήμερα αποφασίζω και δηλωνω κατηγορηματικά ότι θ’ αρνηθώ τον Σατανά και τα έργα του τα πονηρά, θα βάλω μέσα μου τον μεγάλο Σωτήρα και Λυτρωτή μου. Αυτός και μόνον θα με σώσει και θα μου ανοίξει τις πύλες του παραδείσου. Πορεύομαι, φεύγω να τον συναντήσω και να ευλογηθώ έτσι.