
Ο πάτερ Βασίλειος στα 98 του χρόνια συνεχίζει να ιερουργεί σε διάφορες εκκλησίες στις Σέρρες και όχι μόνο, παρά το γεγονός ότι έχει βγει εδώ και καιρό στη σύνταξη. Ταξιδεύει ακόμη, αν χρειαστεί, και εξομολογεί, ευλογεί και καθοδηγεί. Για εκείνον, η αποστολή δεν τελειώνει ποτέ όπως εξηγεί: «Το καθήκον είναι διαρκές, όσο ζω, θα υπηρετώ».
Ο πάτερ Βασίλειος μίλησε στο Newsbomb για μια ζωή γεμάτη περιπέτειες, πίστη, εργασία και αποστολή. Εξιστόρησε όσα έζησε στη γερμανική Κατοχή, στον Εμφύλιο, στις ιεραποστολές και στη φτώχεια της προσφυγιάς σε όλα αυτά πάντα είχε δίπλα του συνοδοιπόρο τον Χριστό, όπως λέει.
«Πήγαινα παντού», θα πει χαμογελώντας. «Στην Τουρκία, στο Κάιρο, στο Σινά, στη Μονή της Αγίας Αικατερίνης. Ανεβήκαμε με την Παπαδιά στο όρος όπου ο Μωυσής πήρε τις Δέκα Εντολές. Στη Νορβηγία έκανα Πάσχα, στην Κύπρο πήγα τρεις φορές, στη Γερμανία πολλές, για τους Έλληνες ομογενείς». Θυμάται ακόμη το αστείο περιστατικό στο αεροδρόμιο: «Έπεσα μέσα στο ψυγείο ενός γαλακτοκομείου. Ο γιος μου πανικοβλήθηκε. Του λέω: "Μην ανησυχείς, είμαι απλώς κουρασμένος"».
Δεν θα ξεχάσει ποτέ τη Λειτουργία με τον Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, αλλά και με τον προκάτοχό του, τον Δημήτριο. Ο τελευταίος, μάλιστα, είχε ζητήσει να τον τοποθετήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Όμως ο Μητροπολίτης του, Ιωάννης, του απάντησε χαρακτηριστικά: «Από τους 60 ιερείς μου, τους 59 μπορώ να σου τους δώσω. Αυτόν όχι. Είναι συνεργάτης μου».
«Πίστη και χειρωνακτική εργασία», αυτά είναι τα μυστικά της μακροζωίας του πάτερ Βασίλειου
Ο πάτερ Βασίλειος επιμένει: «Ο μη εργαζόμενος μηδέ εσθιέτω». Όσο μπορεί, συνεχίζει να καλλιεργεί τον κήπο του. «Έχω ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές. Η φυσική τροφή είναι το παν. Να τρως λίγο, να μην υπερφορτώνεις το στομάχι». Θυμάται κι ένα απόφθεγμα του πατέρα του: «Κι αν το άχυρο είναι ξένο, η αχυρώνα είναι δική μου».
Για εκείνον, η εργασία είναι δώρο Θεού: «Ο Θεός έβαλε τους πρωτόπλαστους να εργάζονται. Όταν παρέβησαν τον νόμο του, τους έδιωξε από τον Παράδεισο. Από τότε ο άνθρωπος έχει αυτή τη μειονεκτικότητα – γι’ αυτό χρειάζεται πρόγραμμα, πίστη, εγκράτεια».
«Στον πόλεμο μου έσωσε τη ζωή η πίστη»
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου, βρέθηκε στο βουνό με τους αντάρτες. «Με πήραν από το Μεγαλοχώρι. Ήμασταν πρόσφυγες. Δούλευα για δύο κιλά σιτάρι την ώρα. Ήρθαν και μας πήραν πολλούς. Παρακάλεσα τον αρχηγό να αφήσει τον πατέρα μου, που ήταν φιλάσθενος. Του είπα: “Εγώ θα πολεμήσω για εκείνον”».
Μετά από εκπαίδευση στο Σοπέλι, ανέλαβε αποστολές. «Ρίχναμε προκηρύξεις, στήναμε ενέδρες. Κάποια νύχτα είπα σε έναν χωριανό μου: “Απόψε θα φύγουμε”. Και έτσι κάναμε. Φτάσαμε στις Μουριές. Το πρωί σηκώσαμε τα πουκάμισα σαν σημαία. Πέσαμε σε ναρκοπέδιο, αλλά μας έσωσε ο Θεός. Μια χειροβομβίδα έσκασε, δεν μας έπιασε. Μετά μας μάζεψε ο αξιωματικός. Έδωσα κατάθεση και γύρισα σπίτι μετά από ένα μήνα».
Πώς γλίτωσε από εκτέλεση στη γερμανική Κατοχή
Η περίοδος της Κατοχής ήταν μια από τις πιο σκοτεινές στιγμές στην ιστορία της Ελλάδας. Ο πάτερ Βασίλειος θυμάται: «Πήγα στον μύλο να αλέσω λίγο σιτάρι. Ένας Γερμανός στρατιώτης με πήρε στην πλατεία, όπου είχαν μαζέψει 200 άτομα. Εκεί ήταν ο δήμαρχος, αδερφός του Μητροπολίτη. Ο αξιωματικός με είδε, ρώτησε στα γερμανικά: “Τι έφερες αυτό το παιδί εδώ;” και με έδιωξε. Όσοι έμειναν, σκοτώθηκαν. Όλοι. Ακόμα και ο δήμαρχος».
«Ο πατέρας μου είχε μολυνθεί στο πόδι. Οι γιατροί ήθελαν να το κόψουν, αλλά δεν το δέχτηκε. Τον πήγαμε με γαϊδούρι και αγελάδα σε έναν πρακτικό γιατρό έξω από την Έδεσσα. Άνοιξε το πόδι με ξυράφι, έβγαλε το πύον, του έβαλε μια αλοιφή και τον έσωσε. Το πόδι σώθηκε», περιέγραψε.
«Δεν μετανιώνω που έγινα κληρικός. Αν δεν είχα ακολουθήσει τον δρόμο αυτό, δεν θα είχα σπουδάσει. Ως λαϊκός ήμουν στη Β’ Γυμνασίου. Ως ιερέας τελείωσα το Γυμνάσιο, την Εκκλησιαστική Σχολή και το Πανεπιστήμιο. Για μένα αυτό είναι θαύμα. Δεν τα κατάφερα εγώ, με βοήθησε ο Χριστός. Και πάντα θυμάμαι τον παππού μου, τον παπα-Ηλία, που έλεγε όταν ήμουν παιδί: “Ο Βασιλάκης θα με αντικαταστήσει”», σημείωσε.
Η προσφυγιά και τα δύσκολα χρόνια
Οι ρίζες του πάτερ Βασιλείου είναι στον Πόντο, από το χωριό Χαμάμ, κοντά στην Αμάσεια. Στην ανταλλαγή πληθυσμών, δύο μέλη της οικογένειας πέθαναν στο καράβι. Στην Ελλάδα πέρασαν από Πειραιά, Θεσσαλονίκη, Λάρισα. Τελικά εγκαταστάθηκαν στο Ομαλό. Μετά ήρθαν η Κατοχή, ο φόβος των κομιτατζήδων, οι μετακινήσεις και τα στρατόπεδα.
«Πηγαίναμε με τα πόδια 30 χιλιόμετρα για το σχολείο. Σήμερα οι νέοι τα έχουν όλα, αλλά συχνά δεν έχουν πίστη. Τους λέω: Μελετήστε χριστιανικά βιβλία. Κάντε έργα αγάπης. Μόνο έτσι θα αποκτήσετε δύναμη, για να σηκώσετε και τα βουνά», περιγράφει.