Στο Pro News Σεβόμαστε την ιδιωτικότητά σας

Εμείς και οι συνεργάτες μας αποθηκεύουμε ή/και έχουμε πρόσβαση σε πληροφορίες σε μια συσκευή, όπως cookies και επεξεργαζόμαστε προσωπικά δεδομένα, όπως μοναδικά αναγνωριστικά και τυπικές πληροφορίες που αποστέλλονται από μια συσκευή για εξατομικευμένες διαφημίσεις και περιεχόμενο, μέτρηση διαφημίσεων και περιεχομένου, καθώς και απόψεις του κοινού για την ανάπτυξη και βελτίωση προϊόντων.

Με την άδειά σας, εμείς και οι συνεργάτες μας ενδέχεται να χρησιμοποιήσουμε ακριβή δεδομένα γεωγραφικής τοποθεσίας και ταυτοποίησης μέσω σάρωσης συσκευών. Μπορείτε να κάνετε κλικ για να συναινέσετε στην επεξεργασία από εμάς και τους συνεργάτες μας όπως περιγράφεται παραπάνω. Εναλλακτικά, μπορείτε να αποκτήσετε πρόσβαση σε πιο λεπτομερείς πληροφορίες και να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας πριν συναινέσετε ή να αρνηθείτε να συναινέσετε. Λάβετε υπόψη ότι κάποια επεξεργασία των προσωπικών σας δεδομένων ενδέχεται να μην απαιτεί τη συγκατάθεσή σας, αλλά έχετε το δικαίωμα να αρνηθείτε αυτήν την επεξεργασία. Οι προτιμήσεις σας θα ισχύουν μόνο για αυτόν τον ιστότοπο. Μπορείτε πάντα να αλλάξετε τις προτιμήσεις σας επιστρέφοντας σε αυτόν τον ιστότοπο ή επισκεπτόμενοι την πολιτική απορρήτου μας.

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί cookies για να βελτιώσει την εμπειρία σας.Δες περισσότερα εδώ.
Θρησκεία

«Νεοζηλωτισμος» κτυπά την θύρα της ιεραρχίας της εκκλησίας της Ελλάδος

Είναι η πρώτη φορά, εξ όσων γνωρίζουμε, όπου ένας Πρεσβύτερος, στην ιεραρχική τάξη του κλήρου, καταθέτει ενώπιον του σώματος της Ιεραρχίας της Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Ελλάδος μηνυτήρια αναφορά ή έγκληση ή, για να επαναλάβω τον αδόκιμο εκκλησιαστικό  όρο «Κατάγνωσιν (=καταδίκη) ετεροδιδασκαλιών», εναντίον του Προκαθημένου της κατά Ανατολάς Ορθοδόξου Εκκλησίας και Οικουμενικού Πατριάρχου  κ. Βαρθολομαίου για παράβαση συγκεκριμένων Ιερών Κανόνων, η συνέπεια των οποίων είναι καταδίκη σε καθαίρεση ή αφορισμό ή επιτίμιο ακοινωνησίας.

Πρόκειται περί του Σεβαστού  μας Καθηγουμένου της παλαιφάτου Ιεράς Μονής Λογγοβάρδας Πάρου, Αρχιμανδρίτου π. Χρυσοστόμου (Πήχου). Το κείμενο αυτό της «Καταγνώσεως» δημοσιεύθηκε και στον έντυπο και στον ηλεκτρονικό τύπο και προκάλεσε σε λίγους μεν αισθήματα ικανοποίησης και σε άλλους πολλούς  μεγάλο σκανδαλισμό.

Με αυτές τις παραδοχές κρίνουμε αναγκαίο να διατυπώσουμε στο παρόν άρθρο ορισμένες κρίσεις και σχόλια επί της μηνυτήριας αυτής αναφοράς επαναλαμβάνοντας κι εμείς με τη σειρά μας, όπως ο συντάκτης της «Καταγνώσεως», πως η γραφίδα μας δεν κινείται από αντιπάθεια ή εμπάθεια ή θυμό σε βάρος του προσφιλούς και αγαπητού προσώπου του Συντάκτη της μηνύσεως. Απλώς, ό, τι γράφουμε εδώ είναι καρπός από το δέντρο της αγάπης προς την Αλήθεια και το σεβασμό στην προσωπικότητα του Γέροντα π. Χρυσοστόμου.    

Ιδού τι γράφει εν προκειμένω: «Διὰ τῆς παρούσης καταθέτω ἐνώπιόν σας, ἐνώπιον τοῦ σεπτοῦ Σώματος τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος τὸν σκανδαλισμὸν ἐμοῦ προσωπικῶς, τῆς συνοδείας μου, κληρικῶν, μοναχῶν καὶ πλήθους κόσμου, ὁ ὁποῖος κλυδωνίζεται ταρασσόμενος ὡς ὑπὸ κυμάτων πολλῶν λόγῳ τῶν ἀλλεπαλλήλων ἑτεροδιδασκαλιῶν, αἱ ὁποῖαι διετυπώθησαν κατὰ καιροὺς ὑπὸ τοῦ Παναγιωτάτου Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου μὲ ἀποκορύφωμα τὴν Ἁγίαν καὶ Μεγάλην Σύνοδον (ΑκΜΣ) τοῦ Κολυμπαρίου τῆς Κρήτης.»

ΣΧΟΛΙΟ 1ο

Κατ’ αρχάς, προσέχοντας  τη μορφή του κειμένου της   «Καταγνώσεως» κρίνεται πως δεν ομοιάζει με «δικόγραφο», όπως θα αναμενόταν, αλλά ομοιάζει περισσότερο με ένα ρητορικό δοκίμιο με κηρυγματικές εξάρσεις. Κανένα δικόγραφο, για παράδειγμα, δεν χρησιμοποιεί ρητορικές ερωτήσεις είτε με καταφατική ή αρνητική προσδοκώμενη απάντηση είτε με έτοιμη την απάντηση. Είναι αρκετή η θετική αποτίμηση και περιγραφή της άδικης πράξης του εγκαλουμένου. Ιδού ένα δείγμα: «Αἱ θέσεις αὐταὶ τοῦ Παναγιωτάτου δὲν ἀποτελοῦν ἑτεροδιδασκαλία, καὶ αἱ παραβάσεις ἱεροκανονικὰ παραπτώματα; Ἀσφαλῶς».

ΣΧΟΛΙΟ 2ο

Ουδαμού ανευρίσκει κανείς παραπομπές σε συγκεκριμένους Ιερούς Κανόνες που εξ αντικειμένου παραβιάσθηκαν και η παραβίασή τους επιφέρει ad   hoc την προβλεπομένη ποινή. Το να αραδιάζουμε Ιερούς Κανόνες που ομιλούν γενικώς περί παραβάσεως διατάξεων που αφορούν τη συμπροσευχή με αιρετικούς ή σχισματικούς δεν είναι  ένδειξη σοβαρού καταγγελτικού λόγου. Από αυτήν την άποψη, το εν θέματι κείμενο κρίνεται, κατά υποκειμενική εκτίμηση, γενικόλογο και αόριστο. Πέραν τούτου, η χρήση των Ιερών Κανόνων καλό θα ήταν να γινόταν με περισσότερη φειδώ.

Μόλις προ ολίγων ημερών άκουσα από Πνευματικό της Θεσσαλονίκης ένα συγκλονιστικό περιστατικό συναφές με το θέμα των Ι. Κανόνων: δυο κατά σάρκα αδελφές με αδελφό Εσφιγμενίτη Ζηλωτή, ποτισμένες με το φοβισμό των ποινών που επιφέρει η παραβίαση των Ι. Κανόνων και πεπεισμένες ότι η Θεία Ευχαριστία των Νεοημερολογιτών-Οικουμενιστών είναι άκυρος, είναι δηλαδή (άπαγε της βλασφημίας!) σκέτο ψωμί και κρασί, πάντοτε με την επίκληση των αναφερομένων Ι. Κανόνων της «Καταγνώσεως», ήλθαν να επισκεφθούν τον π. Πορφύριο στο Μοναστήρι του, στο Μίλεσι  Ωρωπού Αττικής. Μετέλαβαν στη  θεία Λειτουργία αλλά δεν μπορούσαν να καταπιούν τη Θεία Μετάληψη. Η μία έλεγε στην άλλη το πάθημά της. Σε μια στιγμή βλέπει η μία στο στόμα της άλλης να κυλάει αίμα. Το ίδιο συνέβη και στην άλλη αδελφή. Ήταν θαύμα.  Και τότε πίστεψαν πια πως ο ζηλωτής αδελφός είχε πέσει σε θανάσιμο αμάρτημα!

Οι Θείοι και Ιεροί Κανόνες «κανονίζουν», δηλαδή βάζουν σε τάξη και γεφυρώνουν τα ανθρώπινα πράγματα και τις ανακύπτουσες σε ορισμένο τόπο και χρόνο διαφορές και δεν θεσπίστηκαν, όπως έλεγε ο σοφός πατήρ Επιφάνειος Θεοδωρόπουλος, προκειμένου  να γίνουν στα χέρια κακόβουλων «κανόνια»  για να εξοντώνουν τους αντιπάλους τους!

ΣΧΟΛΙΟ 3ο

Ο Πανοσιολογιώτατος Συντάκτης καταγράφει με ωδίνη τους ανησυχητικούς κτύπους της καρδιάς του από τον σκανδαλισμό που του έχουν προκαλέσει τα λόγια  και τα έργα του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου. Μιλάει με ειλικρίνεια. Χρησιμοποιεί τον όρο «σκανδαλισμός» που ασφαλώς είναι ένα από τα πιο σοβαρά ψυχολογικά προβλήματα που συνταράσσουν την ανθρώπινη πνευματική ισορροπία και υγεία. Ενθυμούμαστε τη βιβλική φράση «Ουαί τω ανθρώπω εκείνω δι’ ου το σκάνδαλον έρχεται» (Ματθ. 18:7). Αλίμονο σ’ εκείνον που γίνεται η αιτία ο άλλος να σκανδαλισθεί. Προφανώς, ο σκανδαλισμός δεν έχει μονοπολικό χαρακτήρα. Συχνά βρίσκεται σε επάλληλη διάσταση και μεταφέρεται ως αίτιο και αιτιατό από τον έναν στον άλλον. Ο Πατριάρχης π.χ. σκανδαλίζει τον π. Δείνα, ο π. Δείνα, επειδή σκανδαλίστηκε από τον Πατριάρχη, αντιστρέφει στο πρόσωπό του τον σκανδαλισμό κάποιου άλλου και πάει λέγοντας. Επομένως, η χρήση του όρου «σκανδαλισμός της συνειδήσεως» είναι αμφίσημος και εξόχως υποκειμενικός αλλά και λίαν επικίνδυνος ως χαρακτηρισμός. Και με υποκειμενικά κριτήρια και συνειδησιακά «πιστεύματα» δεν απονέμεται δικαία κρίση.

Πριν, όμως, κλείσω αυτές τις σκέψεις, θα ήθελα να προσθέσω ένα παράδειγμα που πρόσφατα διάβασα στον βίο του Αγίου Νικολάου του Πλανά. Εκεί φέρεται πως ο Άγιος προκάτοχος του Πανοσιολογιωτάτου στην ηγουμενία της Ι. Μονής Λογγοβάρδας Πάρου, π. Φιλόθεος Ζερβάκος, παρατηρώντας την ανοχή που έδειχνε ο παπά-Νικόλας Πλανάς για έναν μέθυσο ψάλτη που είχε στην εκκλησία του Αγ. Ελισαίου σκανδαλίστηκε σφόδρα αμφισβητώντας την ιεροπρέπεια του μετέπειτα Αγίου Νικολάου Πλανά. Πολύ αργότερα όμως  κατάλαβε, όταν πια ωρίμασε αυτός πνευματικά, ότι έκανε λάθος και ζήτησε συγγνώμη από τον απλοϊκό παπά-Νικόλα. Ο σκανδαλισμός είναι ενίοτε προϊόν του εγωισμού μας και υπερεκτίμηση της δικής μας αυθεντίας ή, στην αγαθότερη περίπτωση, ένας εύσχημος τρόπος υπεκφυγής από την πραγματικότητα.

Α) Στο κείμενο της «Καταγνώσεως» αναφέρονται και κατατίθενται έξι κατηγορίες σε βάρος του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου. Η πρώτη περιλαμβάνει ένα γραπτό απόσπασμα από την επί διδακτορία Διατριβή του Αρχιμανδρίτη τότε, νυν δε Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου και οι υπόλοιπες είναι αποσπάσματα από διάφορες ομιλίες, δηλώσεις  και συνεντεύξεις του επ’ ευκαιρία διαφόρων εκδηλώσεων και τελετών, σε διεκκλησιαστικό και  διεθνές επίπεδο. Και οι έξι όμως κατηγορίες συμποσούνται σε μία: ουσιαστικά και δικονομικά η «Κατάγνωση» κινείται πάνω στη γραμμή της παραβίασης υπό του Παναγιωτάτου των κανόνων περί συμπροσευχής  μετά αιρετικών και αλλοθρήσκων.

Σχετικώς, αντιγράφουμε: « 1.α΄) Ὁ Παναγιώτατος, ἀπὸ τὰ χρόνια διευρύνσεως τῶν σπουδῶν του, εἰς τὴν διδακτορική του διατριβὴν μὲ τίτλον «Περὶ τὴν κωδικοποίησιν τῶν Ἱ. Κανόνων καὶ τῶν κανονικῶν διατάξεων ἐν τῇ Ὀρθοδόξῳ Ἐκκλησίᾳ» ἐκθέτει τὰς ἀπόψεις του διὰ τοὺς ἱεροὺς Κανόνας ποὺ ῥυθμίζουν τὰς σχέσεις τῶν ὀρθοδόξων μὲ τοὺς ἑτεροδόξους διὰ τῶν ἑξῆς: «Δὲν δύναν­ται», γράφει, «νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ δι­α­τάξεις αἱ κανονίζουσαι τὰς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χρι­στιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους. Περισσοτέρα ἀγάπη πρέπει νὰ “ἀρ­δεύσῃ” πολλὰς κανονικὰς διατάξεις πρὸς “ζωογονίαν”. Ἐπιβάλλεται τροποποίησις ὁ­ρισμένων διατάξεων ἐπὶ τὸ φιλανθρωπότερον καὶ ρεαλιστικώτερον. Ἡ Ἐκκλησία δὲν δύναται καὶ δὲν πρέπει νὰ ζῇ ἐκτὸς τόπου καὶ χρόνου».

Οἱ ἱ. Κανόνες, διὰ τοὺς ὁποίους γίνεται λόγος ἀνωτέρω, διὰ τῆς συνεχοῦς παραβάσεώς των ἔχουν καταργηθῆ ἐν τῇ πράξει. Ἡ ἑτεροδιδασκαλία ἔγινε πρᾶξις. Ἁπλῶς μὲ τὴν ΑκΜΣ ἔγινε προσπάθεια νὰ περιβληθῇ σιωπηλῶς μὲ συνοδικὸν κῦρος. Αἱ θέσεις αὐταὶ τοῦ Παναγιωτάτου δὲν ἀποτελοῦν ἑτεροδιδασκαλία, καὶ αἱ παραβάσεις ἱεροκανονικὰ παραπτώματα; Ἀσφαλῶς.

β΄) Εἰς τὸ ἀνωτέρω ἀπόσπασμα οἱ ἱ. Κανόνες χαρακτηρίζονται ὡς μὴ ἔχοντες στοιχεῖα φιλανθρωπίας καὶ ρεαλισμοῦ. Ὅτι πάσχουν ἀπὸ ξηρασίαν, καὶ θὰ ἀναζωογονηθοῦν ἐὰν ποτισθοῦν μὲ νάματα ἀγάπης. Δηλαδή, τὸ Ἅγιον Πνεῦμα παρήγαγε, τῷ καιρῷ ἐκείνῳ, καρποὺς (τοὺς ἱ. Κανόνας) ἐστερημένους ζωογόνου ἀγάπης; Ὅμως αἱ ἀποφάσεις τῶν Οἰκουμενικῶν καὶ τοπικῶν Συνόδων ξεκινοῦν μὲ τὸ «Ἔδοξε τῷ Ἁγίῳ Πνεύματι καὶ ἡμῖν»· πῶς εἶναι δυνατὸν αἱ ἐκφάνσεις αὐταὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος νὰ μὴ ἔχουν στοιχεῖα φιλανθρωπίας καὶ ρεαλισμοῦ, νὰ πάσχουν ἀπὸ ξηρασίαν καὶ νὰ ἔχουν ἀνάγκην ἀπὸ τὴν ζωογόνον ἀγάπην τοῦ οἰκουμενισμοῦ; Δὲν εἶναι αὐτὸ ἑτεροδιδασκαλία»;

Είναι έξω και πέρα από τα συμβατά όρια της δεοντολογίας να κρίνει κάποιος κάποιον συγγραφέα αποσπώντας μία ή δύο ή τρεις προτάσεις από το βιβλίο που έχει συγγράψει ο κρινόμενος και από εκεί να βγάζει συμπεράσματα.  Ο Συγγραφέας της επιστημονικής διατριβής, Αρχιμανδρίτης τότε Βαρθολομαίος Χ. Αρχοντώνης, πριν από 47 χρόνια, σε κάποιο σημείο του πονήματός του, μεταξύ των άλλων προτάσεων που υποδεικνύει προκειμένου να επιτευχθεί οψέποτε η Κωδικοποίηση των 770  Ι. Κανόνων και των Κανονικών Διατάξεων, που περιλαμβάνονται στο corpus canonum  εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία γράφει: «Δὲν δύναν­ται νὰ ἐφαρμοσθοῦν σήμερον καὶ πρέπει νὰ τροποποιηθοῦν αἱ δι­α­τάξεις αἱ κανονίζουσαι τὰς σχέσεις τῶν Ὀρθοδόξων Χρι­στιανῶν πρὸς τοὺς ἑτεροδόξους καὶ ἑτεροθρήσκους.»

Στο επίμαχο αυτό απόσπασμα βλέπετε εσείς να γίνεται λόγος για κατάργηση συμπάντων των Ιερών Κανόνων; Απλώς, μιλάει ο σεβαστός ερευνητής με σεμνότητα και διάκριση, όπως αρμόζει σε επιστήμονα, και λέει ότι «ορισμένες διατάξεις» ιερών κανόνων πρέπει να τροποποιηθούν, όχι να καταργηθούν ή να καταστούν άκυρες. Δηλαδή, προτείνεται αυτό που λέμε σήμερα «επικαιροποίηση» των κανόνων και των διατάξεων, των κανόνων δικαίου, έτσι ώστε να γίνουν αποτελεσματικότερα εργαλεία για την ικανοποίηση των σημερινών αναγκών της Εκκλησίας.

Και επειδή σε μια επιστημονική εργασία απαιτείται η αιτιολόγηση κάθε πρότασης, ο επιστήμων συγγραφέας παραθέτει τα εξής: «Δὲν δύναται ἡ Ἐκ­κλησία νὰ ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ᾽ αὐ­τῶν συμπροσευχήν, καθ᾽ ἣν στιγμὴν αὕτη διὰ τῶν ἐκ­προσώπων αὐτῆς προσ­εύχεται ἀπὸ κοινοῦ μετ᾽ αὐτῶν διὰ τὴν τελικὴν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀ­γάπῃ, τῇ ἐλπίδι».

Β) Δεν επιδέχεται αμφισβήτηση ότι υπάρχουν ορισμένες διατάξεις Ιερών Κανόνων, οι οποίες απαγορεύουν αυστηρώς τη «συμπροσευχή» με αιρετικούς και με σχισματικούς. Αυτές όμως οι διατάξεις την εποχή που θεσπίσθηκαν, στη βυζαντινή Ανατολή της πρώτης κυρίως χιλιετίας, είχαν αποφασιστική σημασία και ήταν αναγκαίες για τη   διεκπεραίωση του έργου της Εκκλησίας.

Γιατί όμως απαγορεύονταν οι «συμπροσευχές» τότε με τους ετεροδόξους; Προέχει να πούμε κατά πρώτον τι είναι και τι  σημαίνει «συμπροσευχή»:

Προσεύχεται ένας Ορθόδοξος μαζί με έναν μη Ορθόδοξο. Συμ-προσεύχεται. Ο καθένας με βάση την αυτοσυνειδησία του. Η συμπροσευχή δηλώνει τουλάχιστον προς τους έξω ότι ο ένας συμμετέχει στο συνειδησιακό πιστεύω του άλλου. Για τον ορθόδοξο αυτό είναι απαράδεκτο, γιατί ελλοχεύει ο κίνδυνος να ακολουθήσει έστω αθέλητα την αιρετική διδασκαλία του συμπροσευχομένου αιρετικού  ή να δώσει στους  ομοπίστους του την αίσθηση ότι η Ορθοδοξία δεν διαφέρει σε τίποτα από την Ετεροδοξία.

Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, είναι ξεκάθαρο, δεν αμφισβητεί  αυτήν τη διδασκαλία, αλλά τι λέει; Ο Ορθόδοξος που είναι ο πλήρης κάτοχος και ταμειούχος της Αλήθειας στην Πίστη, κατ’ επιταγή της λειτουργικής του αυτοσυνειδησίας, προσεύχεται στον Χριστό μια μέρα όλοι οι «διεστώτες» και απομακρυνθέντες από την Αγία  Μάνδρα της Εκκλησίας άνθρωποι, να προσέλθουν στην αγία πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, να μάθουν την Αλήθεια, να ελευθερωθούν από την πλάνη, να μετανοήσουν και έπειτα όλοι μαζί να κοινωνήσουμε από το ίδιο άγιο Ποτήριο της Ευχαριστίας. Προσευχόμαστε, άλλωστε,  όλοι οι πιστοί στη διάρκεια της Θείας Λειτουργίας μαζί με τον Ιησού στο Όρος των Ελαιών να είμαστε  ενωμένοι στην πίστη, στην αγάπη και στην ελπίδα.

Γ) Όμως, Εκκλησία είναι ζωή, είναι βίωμα, είναι διαχρονική πράξη, είναι «ορθοπραξία». Η Εκκλησία δεν γεννήθηκε σε ορισμένο ιστορικό χρόνο, διέγραψε την καμπύλη της ανάπτυξης στο Βυζάντιο κι έπειτα έκλεισε τον κύκλο τ ης. Όχι, η Εκκλησία είναι πάντοτε ζωντανή, ελεύθερη από πολιτικές και οικονομικές εξαρτήσεις, είναι  ένα διαρκές παρόν, σήμερα και στους αιώνες

Πώς, λοιπόν, θα ομολογήσουμε την πίστη μας ενώπιον των ανθρώπων;

Ασφαλώς, όχι δια του προσηλυτισμού των άλλων, όπως στον Μεσαίωνα επινόησε η Παπική Εκκλησία με την Γέφυρα της Ουνίας, αλλά διά του Διαλόγου, με την αρχαιοελληνική ερμηνεία του όρου, και με την επίκληση της Θείας Αρωγής, με προσευχή και νηστεία, με ταπείνωση. Ποιος ξέρει  το σχέδιο του Θεού;

Είναι δε ανταύγεια του Αγίου Πνεύματος να αγωνιζόμαστε και να προσευχόμαστε όλοι, κλήρος και λαός, επίσκοποι και μοναχοί, άνδρες και γυναίκες και παιδιά ο Θεός να μας αξιώσει να χαρούμε την ημέρα της Ειρήνης των Εκκλησιών και της των πάντων ενώσεως. 

Δ) Έχουμε όμως το εξής δεδομένο: Όλες οι κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες, αποφάσισαν εν Συνόδω και επισήμως, να αρχίσουν θεολογικό διάλογο μετά των ετεροδόξων, αιρετικών ή  σχισματικών. Η Ορθοδοξία ακολουθούσε πάντοτε αυτήν την Παράδοση του διαλόγου.  Πώς, όμως, είναι δυνατόν σε τέτοιους διαλόγους  καλής πίστεως να εφαρμοσθούν οι διατάξεις εκείνες των Κανόνων, για παράδειγμα,  του Τετάρτου  Αιώνα   που περιβλήθηκαν μάλιστα με κύρος από την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (692) και απαγορεύουν ακόμα και να ανταλλάσσουν μεταξύ τους, ορθόδοξοι και ετερόδοξοι, «γράμματα», δηλαδή κείμενα και επιστολές ( και e-mail), να δίνει ο ένας στον άλλο χειραψία χαιρετισμού, να συντρώει και να επισκέπτεται ο ένας τον άλλο στο σπίτι του, να εισέρχεται στο ναό ή στον ευκτήριο οίκο του αιρετικού; Γράφει συγκεκριμένα η Διατριβή του π. Βαρθολομαίου: «Δὲν δύναται ἡ Ἐκ­κλησία νὰ ἔχῃ διατάξεις ἀπαγορευούσας τὴν εἴσοδον εἰς τοὺς ναοὺς τῶν ἑτεροδόξων καὶ τὴν μετ᾽ αὐ­τῶν συμπροσευχήν, καθ᾽ ἣν στιγμὴν αὕτη διὰ τῶν ἐκ­προσώπων αὐτῆς προσ­εύχεται ἀπὸ κοινοῦ μετ᾽ αὐτῶν διὰ τὴν τελικὴν ἕνωσιν ἐν τῇ πίστει, τῇ ἀ­γάπῃ, τῇ ἐλπίδι» 

Ε) Επί πλέον, οι αυστηροί κανόνες περί Συμπροσευχής στην εποχή, κατά την οποία θεσπίσθηκαν, ήταν εξόχως αναγκαίοι, γιατί η Εκκλησία είχε τότε απέναντί Της τις αιρέσεις που απειλούσαν την αληθινή πίστη και δημιουργούσαν  σύγχυση πλάνης στους πιστούς. Το κοινωνικό και το θρησκευτικό status ήταν τέτοιο ώστε, αν ο ένας πήγαινε στον ναό του άλλου, μη ορθοδόξου, βάσιμα πιστευόταν ότι βρίσκεται στα  πρόθυρα να αλλαξοπιστήσει, να γίνει και αυτός αιρετικός. Το ίδιο και στις κοινωνικές σχέσεις. Μην ξεχνάμε δε ότι όπως εμείς σήμερα μιλάμε και φανατιζόμαστε για τα πολιτικά και τα αθλητικά πράγματα, κατά παρόμοιο τρόπο και ακόμα πιο φανατικά οι χριστιανοί τότε, στο Βυζάντιο, διαγκωνίζονταν ποιος είναι περισσότερο ή λιγότερο Ορθόδοξος.  

ΣΤ) Στην αυτοσυνειδησία της Ορθόδοξης Εκκλησίας γίνεται σαφής διάκριση μεταξύ των Δογματικών κανόνων που ονομάζονται «Όροι» και των Κανόνων που ρυθμίζουν τις σχέσεις μεταξύ των πιστών και τους άλλους που βρίσκονται εκτός Εκκλησίας. Οι διατάξεις των Ιερών Κανόνων δεν είναι αμετάβλητες, αμετακίνητα θεμέλια της Χριστιανοσύνης, όπως οι δογματικοί Κανόνες, οι «όροι» των Οικουμενικών Συνόδων. Οι ιεροί κανόνες είναι τα ιστία και το πηδάλιο της «νοητής νηός», την τροπή και την κατεύθυνση και την ρύθμιση των οποίων ελέγχει και κατευθύνει το Άγιο Πνεύμα. Και «τὸ πνεῦμα ὅπου θέλει πνεῖ» (Ιωάννη 3:8), σε κάθε περίπτωση ανάγκης είναι παρόν, εμπνέει τους επισκόπους εν συνόδω, τροφοδοτεί με ζωντάνια την Εκκλησία. Λέγοντας «αυτοσυνειδησία της Εκκλησίας» εννοούμε τη βεβαιότητα της Ιερής Παράδοσης που βρίσκεται στην εκκλησιαστική εμπειρία και ενσωματώνεται κυρίως στο Κανονικό δίκαιο. Η ίδια η Εκκλησία ποτέ δεν αποφάνθηκε εν Συνόδω ποιοι κανόνες είναι Δογματικοί και ποιοι απλές διατάξεις, με ισχύ νόμου, που μπορεί να τροποποιηθούν. Κάτι τέτοιο είναι αρμοδιότητα της Ορθοδόξου Οικουμενικής ή Τοπικής Συνόδου.

Παράδειγμα: Το ισχύον Ελληνικό Σύνταγμα του 1975 αναγνωρίζει, για πρώτη φορά, τους Αποστολικούς και Συνοδικούς Κανόνες των Ορθοδόξων Εκκλησιών (άρθρο 3 παρ.1). Συγκεκριμένα, μερικοί πίστεψαν πως η ελληνική πολιτεία εξισώνει τους δογματικούς λεγόμενους Κανόνες των Οικουμενικών Συνόδων με τους Διοικητικούς. Αλλά ήρθε το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο ως αυθεντικός ερμηνευτής του Συντάγματος να δώσει τέρμα στη διαμάχη μεταξύ των συνταγματολόγων  γύρω από την εν λόγω συνταγματική διάταξη: πρόκειται για την υπ΄αριθμ. 2837/20153 του ΣτΕ. Ο αιτών είναι εγκαταβιών μόνιμα στην Ιερά Ανδρώα Κοινοβιακή και Επισκοπική Μονή ***του αγίου Όοους και αιτείται την ακύρωση της απόφασης*** της στρατολογικής Υπηρεσίας Δυτικής Ελλάδας. Στο σκεπτικό της απορριπτικής απόφασης του ΣτΕ διαβάζουμε τα εξής:

«Επειδή, κατά πρώτο λόγο προβάλλεται ότι οι Ιεροί Κανόνες, όπως ο έβδομος Κανών της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου (451 μ.Χ.), ο εξηκοστός έκτος Κανών των Αγίων Αποστόλων και ο όγδοος Κανών του Μεγάλου Βασιλείου, απαγορεύουν την στράτευση των Μοναχών και, ως θεμελιώδεις δογματικοί κανόνες της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπερισχύουν πάσης αντιθέτου νομοθετικής ρυθμίσεως. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι η υπό του άρθρου 3 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχύρωση, αναφερομένη στους Ιερούς Κανόνες και τις Παραδόσεις, αφορά μόνον στα δόγματα της Εκκλησίας και δεν επεκτείνεται σε Ιερούς Κανόνες και Παραδόσεις αφορώντες αποκλειστικώς διοικητικής φύσεως θέματα, ως η στράτευση (πρβλ. ΣτΕ 3003/2014, ολομ.)»

Συμπερασματικά, κλείνω με τα πιο κάτω λόγια, που ακούγονται πολύ επίκαιρα, ενός μεγάλου Θεσσαλονικέα Κανονολόγου  κληρικού του 14ου αιώνα, του Ματθαίου Βλάσταρη, σε ερμηνεία, από την «Προθεωρίαν του Συντάγματος κατά στοιχείον» (1335): «Η Εκκλησία  εφόσον μεταβλήθηκαν εν πολλοίς οι ανάγκες των τέκνων της, όχι μόνο δύναται, αλλά και οφείλει να προσαρμόσει την νομοθεσία της προς τις νέες αυτές ανάγκες, από τη μια μεριά τροποποιούσα ή και καταργούσα τους εις αχρησίαν περιελθόντας αναφαρμόστους καταστάντας κανόνες, και από την άλλη προβαίνουσα στη θέσπιση νέων κατά τις ανάγκες των πιστών της».

Διερωτάται λοιπόν κάθε καλόπιστος αναγνώστης: τελικά, ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, τι διαφορετικό έγραψε στην Διατριβή του, πριν μισό αιώνα; Ποια είναι η ετεροδιδασκαλία του;

 

*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι Διδάκτωρ Φιλολογίας και Θεολόγος

Tags
Back to top button