Ο Μπόστον Κορμπέτ στα μέσα του 19ου αιώνα κέρδισε τη φήμη του Αμερικανού ήρωα.
Η ζωή του ήταν περίεργη: Είχε εμμονή με τη θρησκεία, ευνουχίστηκε, επιβίωσε σε μια τρομακτική φυλακή όπου χιλιάδες άνθρωποι πέθαιναν, κατάφερε να αποδράσει από ένα ψυχιατρείο, αρκετές φορές απέφυγε την εκτέλεση, το πιο σημαντικό όμως, πυροβόλησε τον Τζον Μπουθ, ο οποίος σκότωσε τον Πρόεδρο των ΗΠΑ, Αβραάμ Λίνκολν.
“Αποκαθήλωση” αγάλματος του Λίνκολν στη Βοστώνη γιατί ήταν «σημάδι λευκής κυριαρχίας»
Ας γνωρίσουμε την ιστορία του...
Η οικογένεια του Τόμας Πάτρικ Κορμπέτ μετακόμισε στην Αμερική το 1839 όταν ήταν μόλις επτά ετών. Μέχρι την ηλικία των 20 ετών, είχε μάθει να φτιάχνει καπέλα και ταξίδευε στις ανατολικές ακτές των ΗΠΑ σε αναζήτηση εργασίας. Μέχρι τότε, είχε μια εντελώς συνηθισμένη ζωή: Εργαζόταν σε εργοστάσια, γνώρισε ένα κορίτσι και παντρεύτηκε. Η ευτυχία του όμως δεν διήρκησε πολύ. Μόλις έναν χρόνο μετά τον γάμο, η κυρία Κορμπέτ πέθανε κατά τη διάρκεια του τοκετού.
Ύστερα από τον θάνατο της συζύγου του και της νεογέννητης κόρης του, ο νεαρός καπελάς άρχισε να πίνει. Περιπλανιόταν στις βορειοανατολικές Πολιτείες για αρκετά χρόνια. Η τραγωδία έπληξε σοβαρά την ψυχική του ισορροπία, που ποτέ δεν ήταν και ιδιαίτερα καλή. Ενδεχομένως και το επάγγελμα του Κορμπέτ να επιβάρυνε την κατάσταση της αυξανόμενης τρέλας: Εκείνα τα χρόνια, οι καπελάδες έπρεπε να δουλεύουν με υδράργυρο. Βρίσκονταν εκτεθειμένοι σε δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις με αποτέλεσμα να υποφέρουν από νευρικά τικ και παραισθήσεις.
Η μοίρα έφερε τον Κορμπέτ σε ένα κήρυγμα Βαπτιστών στη Βοστώνη. Οι θρησκευτικές διακηρύξεις και η υπόσχεση της πνευματικής αναγέννησης τον συγκλόνισαν. Ορκίστηκε να μην πιει ξανά, βαπτίστηκε και άλλαξε το όνομά του: Δεν ήταν πια ο Τόμας Πάτρικ, αλλά ο Μπόστον - προς τιμήν της πόλης, η οποία, όπως θεωρούσε ο ίδιος, έσωσε την ψυχή του. Ο Κορμπέτ είχε πια μακριά μαλλιά και γένια επειδή θεωρούσε ότι έτσι έμοιαζε περισσότερο με τον Ιησού, προσευχόταν και κήρυττε στους δρόμους.
Μια μέρα το κήρυγμά του προσέλκυσε την προσοχή δύο ιερόδουλων, οι οποίες πρόσφεραν στον ιεροκήρυκα τις υπηρεσίες τους. Ο Κορμπέτ, προς μεγάλη του απογοήτευση, ένιωσε ότι η άσεμνη πρόταση τον ενθουσίασε. Έτρεξε στο σπίτι, επαναλαμβάνοντας τα λόγια του Ευαγγελίου στον δρόμο: «εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου ὁ δεξιὸς σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτὸν καὶ βάλε ἀπὸ σοῦ». Ο Κορμπέτ αποφάσισε ότι θα κάνει έτσι ακριβώς, όποτε πήρε το ψαλίδι και, χωρίς δισταγμό, ευνουχίστηκε. Στη συνέχεια, παρά τον πόνο και την αιμορραγία, πήγε στη βραδινή λειτουργία στην εκκλησία, έφαγε και μόνο τότε απευθύνθηκε στον γιατρό.
Από καπελάς, στρατιώτης
Σύντομα στην Αμερική ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος. Ο Κορμπέτ προσευχόταν μερικές νύχτες και στη συνέχεια εντάχθηκε εθελοντικά σε ένα σύνταγμα πεζικού που πολεμούσε στην πλευρά των Βόρειων. Ο Κορμπέτ άρεσε στους στρατιώτες. Πριν από κάθε μάχη, προσευχόταν για τις ψυχές των συστρατιωτών του, παρακαλούσε τον Θεό για συγχώρεση και στη συνέχεια πολεμούσε γενναία στα πεδία της μάχης με τους Νότιους. Ο Κορμπέτ πυροβολούσε απίστευτα καλά και δεν έγινε λοχίας εξαιτίας μόνο της απουσίας πειθαρχίας και του θρησκευτικού φανατισμού που τον διέκρινε.
Μια φορά τιμωρήθηκε επειδή τόλμησε να κατσαδιάσει τον συνταγματάρχη για βλασφημία. Στο φυλάκιο ο Κορμπέτ κήρυττε σε άλλους τιμωρημένους, ενώ όταν τον έστειλαν στην απομόνωση, τραγουδούσε θρησκευτικούς ύμνους όλη την ημέρα. Το 1863, ο πρώην καπελάς γλίτωσε παραλίγο την εκτέλεση επειδή αρνήθηκε να υπακούσει στις εντολές. Στο τέλος τον απάλλαξαν, αλλά τον έδιωξαν από το πεζικό. Επειδή, κατά τη άποψή του, ο Θεός τον διέταξε να πολεμήσει, επέστρεψε στο πεδίο μάχης, ως στρατιώτης όμως του 16ου Συντάγματος Ιππικού της Νέας Υόρκης.
Τον Ιούνιο του 1864, η ομάδα του ανέλαβε την αποστολή αναζήτησης και εξολόθρευσης του Στρατηγού των Νότιων, Τζον Μόσμπι. Λόγω μιας τραγικής σύμπτωσης, οι κυνηγοί έπεσαν σε παγίδα. Οι περισσότεροι συστρατιώτες του Κορμπέτ παραδόθηκαν στο έλεος του εχθρού, όχι όμως ο Κορμπέτ. Η εφημερίδα «Harper’s Weekly» έγραψε ότι «δεν έπεσε στα γόνατά του, αλλά στάθηκε όρθιος, σαν άντρας, και άδειασε όλο τον γεμιστήρα του περίστροφού του προς την πλευρά του εχθρού και κατάφερε ακόμη να πυροβολήσει 12 φορές με το τουφέκι του».
Αρκετοί από τους συστρατιώτες του Κορμπέτ εκτελέστηκαν επί τόπου, ο ίδιος όμως επέζησε. Ο στρατηγός Μόσμπι εκτίμησε το θάρρος του στρατιώτη και τον έστειλε στο Αντερσονβίλ, την πιο διάσημη φυλακή της εποχής. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου εκεί συγκέντρωναν τους κρατούμενους του πολέμου. Οι συνθήκες ήταν τρομερές: Βρωμιά, πείνα, ασθένειες, συνεχής κακοποίηση από τους φρουρούς. Κατά τη φυλάκιση εκεί, ο Κορμπέτ αρρώστησε με σκορβούτο και δυσεντερία, που τον βασάνισαν μέχρι τον θάνατό του. Μετά την απελευθέρωσή του, τελικά έγινε λοχίας και επέστρεψε στον στρατό στις αρχές Απριλίου του 1865, δύο μήνες πριν του τέλους του πολέμου.
Η δολοφονία του Λίνκολν και η αναζήτηση του φονιά
Στις 15 Απριλίου 1865, ένας αποτυχημένος ηθοποιός, ο Τζον Μπουθ, έφτασε στο προεδρικό θεωρείο του θεάτρυ Φορντ, όπου ο Προέδρος Αβραάμ Λίνκολν με τη σύζυγό του και δυο φίλους έβλεπαν την κωμωδία «Ο εξάδελφός μας ο Αμερικανός» του Τομ Τέιλορ και τον πυροβόλησε στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Στη συνέχεια με μια κραυγή «Sic semper tyrannis!» δηλαδή «Έτσι πάντα (πεθαίνουν) οι τύραννοι» πήδηξε από το θεωρείο στο προσκήνιο του θεάτρου, πιάστηκε όμως από την αυλαία και έσπασε το πόδι του. Παρ' όλα αυτά, κανένας δεν τον εμπόδισε να βγει από το θέατρο μέσα στην επακόλουθη αναταραχή.
Το απόσπασμα του Κορμπέτ στάλθηκε στη Βιρτζίνια, όπου, σύμφωνα με τις φήμες, βρισκόταν ο δολοφόνος. Επί τόπου, οι στρατιώτες του ιππικού ανακάλυψαν ότι κάποιοι είδαν έναν άντρα που έμοιαζε με τον Μπουθ μαζί με τον έμπορο σκλάβων Ρίτσαρντ Γκάρετ.
Αρχικά, ο Γκάρετ έλεγε ψέματα ότι ο φυγάς κρυβόταν σε ένα κοντινό άλσος, τελικά όμως ομολόγησε και έδειξε έναν παλιό αχυρώνα καπνού όπου κρυβόταν ο Μπουθ μαζί με έναν συνεργό του. Οι στρατιώτες του ιππικού περικύκλωσαν τον αχυρώνα και άρχισαν τις διαπραγματεύσεις. Ο συνεργός του Μπουθ παραδόθηκε δύο ώρες αργότερα, ο ίδιος ο δολοφόνος όμως δήλωσε ότι δεν θα βγει αν οι στρατιώτες δεν απομακρύνονταν σε απόσταση 50 μέτρων. Ο Μπουθ φοβόταν ότι θα τον πυροβολούσαν άμεσα. Στην πραγματικότητα, ήταν ασφαλής, αλλά δεν το ήξερε. Στην Ουάσινγκτον υποψιάστηκαν ότι ο Πρόεδρος των Συνομοσπονδιών βρισκόταν πίσω από τη δολοφονία, οπότε οι στρατιώτες είχαν αυστηρές διαταγές να τον συλλάβουν ζωντανό.
Κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τον Μπουθ, ο Κορμπέτ πρότεινε να μπει μέσα στον αχυρώνα και να πιάσει τον δράστη. Ο διοικητής δεν ενέκρινε το σχέδιο. Ένας ομοσπονδιακός πράκτορας, ονόματι Έβερτον Κόνγκερ, έβαλε φωτιά στο ξηρό σανό και το τοποθέτησε κάτω από έναν ξύλινο τοίχο. Ο αχυρώνας τυλίχτηκε στις φλόγες. Στη συνέχεια, ο Κορμπέτ πήγε πίσω από τον αχυρώνα με ένα τουφέκι και στόχευσε τον Μπουθ από μια χαραμάδα μεταξύ των σανιδών, επειδή παρατήρησε ότι ο δολοφόνος στριφογύριζε μέσα με ένα πιστόλι. Μόλις ο Μπουθ τόλμησε να βγει από τον αχυρώνα, ο Κορμπέτ τράβηξε τη σκανδάλη. Η σφαίρα τον πέτυχε στο πίσω μέρος του λαιμού. Ο Μπουθ έπεσε έξω στον δρόμο, πνιγμένος στο αίμα και πέθανε λίγες ώρες αργότερα.
«Ο Παντοδύναμος Θεός με καθοδήγησε» εξήγησε ο Κορμπέτ. Σύμφωνα με αυτόν, είδε το πιστόλι που κρατούσε ο Μπουθ και φοβήθηκε ότι θα προσπαθούσε να ξεφύγει. Επέμεινε ότι στόχευε στο σώμα του Μπουθ με σκοπό μόνο να τον τραυματίσει, αστόχησε όμως, επειδή ο δράστης έσκυψε την πιο ακατάλληλη στιγμή.
Ο Κορμπέτ αντιμετώπισε ξανά σοβαρό πρόβλημα λόγω της συμπεριφοράς του, αλλά διασώθηκε από τον Γραμματέα του Πολέμου, Έντουιν Στάντον. Κατά τη συνέντευξή του σε δημοσιογράφους, είπε την περίφημη φράση: «Ο αντάρτης είναι νεκρός, ο πατριώτης είναι ζωντανός. Έσωσε τη χώρα από δαπάνες, αναταραχές και ταλαιπωρία. Απελευθερώστε τον πατριώτη».
Χάρη στην παρέμβαση του Στάντον, ο Κορμπέτ δεν τιμωρήθηκε, εκεί όμως τελείωσε η στρατιωτική του καριέρα. Έλαβε 1.653 δολάρια από τα 50.000 που πρόσφεραν για τη σύλληψη του Μπουθ, πήρε το άλογο του ιππικού, με το οποίο είχε δεθεί πολύ και επέστρεψε στη Βοστώνη.
Από ήρωας, ερημίτης
Ήταν η μεγαλύτερη στιγμή της ζωής του Μπόστον Κορμπέτ. Οι φωτογραφίες του ήταν τυπωμένες σε καρτ ποστάλ, ενώ ο ίδιος ταξίδευε σε όλη τη χώρα και έλεγε την ιστορία για τον θάνατο του Μπουθ. Σύντομα όμως η δημοτικότητά του άρχισε να μειώνεται. Ο Κορμπέτ δεν ήταν καλός σόουμαν, ενώ ο Λίνκολν και ο εμφύλιος πόλεμος παρέμειναν στο παρελθόν και δεν απασχολούσαν πλέον τον κόσμο.
Για τον ίδιο τον Κορμπέτ, ο πόλεμος δεν είχε τελειώσει. Βασανιζόταν με την παράνοια. Αρχικά, φοβόταν πολύ ότι θα τον βρουν οι συνεργάτες του Μπουθ. Στη συνέχεια άρχισε να υποψιάζεται ότι ο δολοφόνος του Προέδρου επέζησε εκ θαύματος και ήθελε να πάρει εκδίκηση.
Κανείς δεν άκουγε τον τρελό βετεράνο. Παρόλ’ αυτά ο Κορμπέτ είχε έναν υποστηρικτή - έναν στρατιώτη όνοματι Ντένζελ, ο οποίος έστελνε επιστολές στις εφημερίδες. «Στην Ελλάδα, τη Ρώμη, την Αγγλία και τη Γαλλία, περίμεναν δώρα και τιμές εκείνους που εκδικήθηκαν για τον θάνατο του κυβερνήτη» έγραφε. «Ο Κορμπέτ είχε τελείως διαφορετική αντιμετώπιση – τον παρουσίασαν σαν έναν τρελό και θρησκευτικό καραγκιόζη». Σε μια άλλη επιστολή αναφερόταν ότι «ο ήρωας του πολέμου και ένας πολύ έξυπνος άνθρωπος». Δεν αποκλείεται ο ίδιος ο Κορμπέτ να είχε γράψει όλα αυτά τα γράμματα.
Το 1878 ο Κορμπέτ μετακόμισε στο Κάνσας. Εκεί έμενε ως ερημίτης και πλενόταν μόνο μία φορά την εβδομάδα, τις Κυριακές, για να πηγαίνει στην εκκλησία.
Μια μέρα μετά τη λειτουργία στην εκκλησία, ο Κορμπέτ έβγαλε δύο πιστόλια και ανακοίνωσε: «Ο Κύριος θέλει να σας πω λίγα πράγματα». Φαινόταν σαν να κράτησε τους ενορίτες ομήρους, τίποτα κακό όμως δεν έγινε: Αφότου τελείωσε το κήρυγμα, άφησε τον κόσμο να φύγει ελεύθερα και, σαν να μην είχε συμβεί τίποτα, επέστρεψε στο καταφύγιό του.
Το 1886, από φιλανθρωπία και χάρη στις πρώην στρατιωτικές του ικανότητες, ο Κορμπέτ προσλήφθηκε ως βοηθός φύλακα στο κτίριο της Βουλής του Κάνσας. Ήταν η καταστροφή του: Δεν άντεχε καθόλου τους πολιτικούς και μια φορά κατά τη διάρκεια της συζήτησης στόχευσε με ένα πιστόλι έναν από αυτούς. Ύστερα από το περιστατικό, το δικαστήριο διέταξε να νοσηλευτεί στο ψυχιατρικό νοσοκομείο της Τοπέκα ως φρενοβλαβής.
Στην κλινική, ο Κορμπέτ σταμάτησε να κάνει φασαρίες και έγινε ένας υποδειγματικός ασθενής. Τον Μάιο του 1888, ο 56χρονος βετεράνος κέρδισε το δικαίωμα να κάνει βόλτες έξω με ήσυχους φρενοβλαβείς. Μια μέρα, ο Κορμπέτ, κατά τη διάρκεια του περιπάτου, παρατήρησε ένα πόνυ δεμένο στην πύλη και κατάλαβε ότι δεν θα υπάρξει άλλη ευκαιρία. Προσποιήθηκε ότι θαμάζει κάτι στον κήπο, στη συνέχεια πήδηξε στη σέλα, τους χαιρέτησε όλους με το καπέλο του και έφυγε. Δεν τον ξαναείδαν ποτέ.
Σύντομα μια επιστολή από τον Κορμπέτ έφτασε στην Τοπέκα. Έλεγε ότι άφησε το πόνυ σε απόσταση 75 μιλίων νότια. Όπως αποδείχθηκε αργότερα, πέρασε δύο μέρες στο σπίτι ενός συγκρατούμενού του στο Αντερσονβίλ και στη συνέχεια πήρε το τρένο για το Μεξικό. Ξόδεψε τις τελευταίες του οικονομίες για να αγοράσει το εισιτήριο.
Δεν είναι γνωστό τι ακριβώς συνέβη με τον Μπόστον Κορμπέτ αργότερα. Κάποιοι τον είδαν στα ορυχεία της Νεβάδας. Κάποιοι άλλοι έλεγαν ότι πέθανε σε μια πυρκαγιά στο Δάσος του Χίνκλι το 1894. Το 1900, ένας φαρμακοποιός από την Τοπέκα έλεγε ότι ένας άνδρας ονόματι Τζον Κορμπέτ εργαζόταν γι' αυτόν, δεν ήταν όμως σίγουρα ο ήρωάς μας: Είχε διαφορετικό ύψος και δεν ήξερε σχεδόν τίποτα για τον Μπουθ. Μερικά χρόνια αργότερα, συνταξιοδοτικό γραφείο έλαβε μια επιστολή υπογεγραμμένη με το όνομα του Μπόστον Κορμπέτ, στην οποία έγραφε ότι ήταν ζωντανός και επιθυμούσε να λάβει σύνταξη 15 χρόνων. Κατόπιν ελέγχου, αποδείχθηκε ότι η επιστολή ήταν γραμμένη από έναν απατεώνα.
Το μόνο που απέμεινε από τον Μπόστον Κορμπέτ είναι ένα μνημείο. Το 1958 μια ομάδα προσκόπων έφτιαξε μια πέτρινη πινακίδα στο περιφραγμένο καταφύγιο περίπου τρεισήμισι μίλια από την πόλη Κονκόρντια στο Κάνσας: «Εδώ έμενε ο Μπόστον Κορμπέτ, ένας πατριώτης και ένας αληθινός πιστός του Κυρίου».