Θα ήταν εξαιρετικά δύσκολο για έναν αμύητο στα εκκλησιαστικά πράγματα να καταλάβει πώς μια πολύ μικρή ομάδα θεολόγων, κληρικών και λαϊκών, που δεν υπερβαίνει τον αριθμό «6», έχει εδώ και τέσσερα χρόνια κυριολεκτικώς αναστατώσει την ορθόδοξη κοινή γνώμη και έχει ήδη αρχίσει να δημιουργεί κοινωνικά και ποιμαντικά αδιέξοδα με τρόπο ώστε να απειλείται με εσωτερικό διχασμό έστω ένα μικρό μέρος του ορθοδόξου πληρώματος, ενενήντα περίπου χρόνια μετά το παλαιοημερολογητικό ζήτημα που ταλανίζει ακόμα και σήμερα τη χώρα μας.
Καρδινάλιος Ευγένιος Τισεράν
Ας δούμε πρώτα ποιοι είναι αυτοί που έχουν θέσει ως απώτερο στόχο να ασκούν εκ του ασφαλούς επιθετική κριτική στους λόγους και τα έργα του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου, ποιο είναι το βαθύτερο κίνητρο αυτής της συμπεριφοράς τους και ποια είναι τελικά η δυναμική τους.
Α) Αυτά τα έξι πρόσωπα δεν είναι τυχαία και ανυπόληπτα άτομα. Είναι όλα διαβασμένα και θεολογικά καταρτισμένα, με ιεροπρεπή βίο και πολιτεία, κατέχοντα υψηλή αποδοχή από τους ανθρώπους που αναγνωρίζουν την κοινωνική και πνευματική τους διακονία. Για τους περισσοτέρους θρησκεύοντες οι έξι αυτοί πολέμιοι της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου των Ορθοδόξων Εκκλησιών» που συνήλθε τον Ιούνιο του περασμένου έτους στην Κρήτη, έχουν στερεή την πεποίθηση ότι εκπροσωπούν «ακριβή» παραδοσιακή ορθόδοξη πίστη και ζωή, ενώ όλοι οι άλλοι, οι έξω και πέρα από αυτούς, έχουν αλλοιώσει την πίστη τους, έχουν εκκοσμικεύσει την Εκκλησία και επιχειρούν την κατάργηση των θείων και ιερών κανόνων. Με βάση αυτήν την αμετακίνητη και αυθαίρετη αντίληψη θεωρούν την συνελθούσα Σύνοδο της Κρήτης «ληστρική», πράγμα που σημαίνει ότι οι μετέχοντες σε αυτήν είναι «ληστές» που άρπαξαν τον θησαυρό της Ορθοδοξίας και τον σκόρπισαν στους ανέμους της πλάνης, και περαιτέρω είναι «οικουμενιστές» ήτοι βαθύτατα αιρετικοί!
Επικεφαλής αυτών φέρεται ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου Ιερόθεος, ο οποίος έγινε γνωστός από την μακρόχρονη έριδα που αναπτύχθηκε μεταξύ αυτού και της, ονομαστής για το φιλανθρωπικό και επιστημονικό της έργο, Μονής της Μεταμορφώσεως της Ορεινής Ναυπακτίας. Ο άλλος είναι ο πρωτοπρεσβύτερος π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος, εγκρατής γνώστης του Κανονικού Δικαίου και εφημέριος της Ιεράς Μητροπόλεως Πατρών. Ακολουθεί ο πρωτοπρεσβύτερος π. Θεόδωρος Ζήσης, ομότιμος Καθηγητής της Πατρολογίας στη Θεολογική Σχολή του Α.Π.Θ., σήμερα «αποτειχισμένος», δηλαδή αποκομμένος με τη δική του θέληση από την επίσημη Εκκλησία, λόγω διακοπής του μνημοσύνου του οικείου Μητροπολίτου.
π. Αναστάσιος Γκοτσόπουλος
Ομού με τον πατέρα Ζήση είναι και ο ελλόγιμος Καθηγητής της Δογματικής του Α.Π.Θ. κ. Γ. Τσελεγγίδης. Μαθητής και των δύο πιο πάνω Καθηγητών είναι ο πρωτοπρεσβύτερος π. Πέτρος Heers, Αμερικανός, προσήλυτος στην Ορθοδοξία από τον αυστηρό αγγλικανισμό με σπουδές σε Καθολικό Πανεπιστήμιο στην Αμερική και στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης από το οποίο και έλαβε το Διδακτορικό του Δίπλωμα στη Θεολογία. Χειροτονήθηκε διάκονος και πρεσβύτερος από τον Μητροπολίτη Βεροίας κ. Παντελεήμονα, αλλά διορίσθηκε εφημέριος στην Ιερά Μητρόπολη Ιερισσού και Αγίου Όρους. Έχει πνευματικές σχέσεις με την Μονή Φιλοθέου του Αγίου Όρους και με ζηλωτές ασκητές και μοναχούς του Όρους.
Μετά όμως την επίσημη απόφαση της Διπλής Σύναξης των 20 Μονών του Αγίου Όρους, το οποίο τοποθετήθηκε με θετική διάθεση απέναντι στα Ιερά Κείμενα των αποφάσεων της «Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Κρήτης», ζήτησε και πήρε απολυτήριο από την Ι.Μητρόπολη Ιερισσού και Αγίου Όρους, και εκείθεν ζήτησε από τον Μητροπολίτη Πειραιώς να τον εγγράψει στο κληρικό προσωπικό της Μητροπόλεώς του και εκείνος, αφού αποδέχθηκε την αίτηση, τον «παραχώρησε», άγνωστο για πόσο χρόνο, στην Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία της Διασποράς (ROCOR), όπου στην Ιερατική σχολή με την επωνυμία «Αγία Τριάς», στο Jordanville της Ν. Υόρκης, διδάσκει Καινή και Παλαιά Διαθήκη. Το έκτο μέλος της ομάδας είναι το Αντιαιρετικό Γραφείο της Ιεράς Μητροπόλεως Πειραιώς με υπεύθυνο τον πανοσολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Παύλο Δημητρακόπουλο.
Να προσθέσουμε ότι το χαρακτηριστικό γνώρισμα των ως άνω προσώπων είναι ότι χρησιμοποιούν το ίδιο λεξιλόγιο στην εκφορά του αντιρρητικού τους λόγου, προβάλλουν τα ίδια επιχειρήματα, αριθμητικά και διαλεκτικά. Δεν ξέρει κανείς ποιος είναι πρωτότυπος και ποιος υπογραφέας του άλλου.
Σε αυτήν όμως την αναφορά μου υπάρχει μια εξαίρεση. Ποια; Μια κριτική της Συνόδου της Κρήτης που κανένας μέχρι τώρα δεν πρόσεξε. Κανένας, εκτός από τον π. Πέτρο Heers, ο οποίος την επισήμανε στην Ομιλία του που πραγματοποιήθηκε τον περασμένο Μάρτιο στο Ιερατικό Ησυχαστήριο της Ιεράς Επισκοπής Ανατολικής Αµερικής της Υπερορίου Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (Eastern American Diocese of the Russian Orthodox Church Outside of Russia), με τίτλο Ἡ «Σύνοδος» τῆς Κρήτης καί ἡ ἀναδυόµενη Νέα Ἐκκλησιολογία: Μία Ὀρθόδοξη Ἀνάλυση:
«Εἶναι ἐνδεικτικό ὡς πρός τό φρόνηµα καί τίς προτεραιότητες τῶν συντακτῶν τῶν συνοδικῶν κειµένων, ὅτι πουθενά σε ὁποιοδήποτε ἀπό τά κείµενα δέν βρίσκει κανείς τους παρακάτω ὅρους: Διάβολος, δαίµονας, διαβολικός ἤ πονηρός · Αἵρεση, αἱρετικός, σχίσµα ἤ σχισµατικός.
Ἐν τούτοις, ἡ διάκριση τῶν µεθόδων τῶν πεπτωκότων πνευµάτων, ἤ ἀλλιῶς δαιµονολογία, ἀποτελεῖ προϋπόθεση γιά τή διαµόρφωση Χριστολογίας καί Ἐκκλησιολογίας
Αιδαισιμολογιώτατε, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Κρήτης δεν συγκλήθηκε για να επιλύσει δογματικά ζητήματα όπως, για παράδειγμα, την πανθρησκεία της Μασονίας όπου προέχει η δαιμονολογία. Όπως είναι γνωστό οι Ποιμένες της Συνόδου ασχολήθηκαν με μερικά θρησκευτικά θέματα που απασχολούν τον Ορθόδοξο Χριστιανό όπου κι αν αυτός ζει. Ήταν μια καθαρά, όπως λέμε, ποιμαντική πράξη, κορυφαίας σημασίας για την Ορθοδοξία.
Β) Στο ερώτημα ποιον σκοπό υπηρετούν οι πιο πάνω «λέοντες» της Ορθοδοξίας, απαντούν όλοι με μια φωνή και με ζηλωτική αυτοπεποίθηση ότι υπηρετούν την Ορθόδοξη Πίστη και Ζωή, η οποία απειλείται και κλονίζεται από την παναίρεση του Οικουμενισμού, τα ανοίγματα του Πατριάρχη Βαρθολομαίου απέναντι στον Πάπα και τους άλλους αιρετικούς, τις συμπροσευχές με ετεροδόξους και τις συναντήσεις με ετεροθρήσκους.
Peter Heers
Και σαν επιστέγασμα και αποκορύφωση όλων των οικουμενιστικών αποκλίσεων ήρθε και η λεγομένη, γι΄ αυτούς, «Σύνοδος» του Κολυμπαρίου. Αυτά περίπου λένε, γράφουν και υποστηρίζουν και διαδίδουν μέσα από τα βαγονάκια του διαδικτύου και του δημοσιογραφικού τους οργάνου «Ορθόδοξος Τύπος». Μέχρις εδώ, μπράβο τους. Εφόσον όμως κινούνται στο πλαίσιο της έννομης συνταγματικής και εκκλησιαστικής τάξης, είναι και είμαστε ελεύθεροι να τους ακούμε, να τους διαβάζουμε και να συζητάμε καλόπιστα μαζί τους.
Γ) Πολλοί όμως διατυπώνουν τον προβληματισμό αν μια τέτοια ενδοεκκλησιαστική διχογνωμία είναι προάγγελος ενός, έστω «μικρο-σχίσματος», στους κόλπους της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι αλήθεια πως εμείς οι Ορθόδοξοι κι αυτοί ακόμα από μας που δεν είναι σε βάθος κατηχημένοι και πρακτικά λίγο επιτελούν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, έχουμε από μικροί γαλουχηθεί και πιστέψει ότι η θρησκεία μας είναι η καλύτερη στον κόσμο, η Εκκλησία μας είναι η συνέχεια της πρώτης Εκκλησίας των Αποστόλων του Χριστού.
Αυτή η αυτοσυνειδησία μάς κάνει λίγο αλαζόνες, λίγο μονομανείς. Μιλάμε για το Θεό μας στους άλλους με δικαιολογημένη έπαρση. Αλλά ουσιαστικά ο καθένας έχει Ι.Χ. εικόνα για το τι είναι Εκκλησία, τι είναι ο Ιησούς Χριστός, ποια είναι η Ιερή Παράδοση, τι είναι αμαρτία, τι είναι η άλλη ζωή. Φτιάχνουμε τη θρησκεία μας με τα υλικά του εγωισμού και της αυταρέσκειας. Είναι πολύ ενδιαφέρουσα η άποψη που διατύπωσε ο Αρχιεπίσκοπος Τυράννων κ. Αναστάσιος: «Η μεγαλύτερη αίρεση, η παναίρεση που απειλεί την Ορθοδοξία μας είναι η εμπάθεια!».
Από τη μια, με μεγεθυντικούς φακούς βλέπουμε τις δήθεν συμπροσευχές με τους Παπικούς, από την άλλη όμως κλείνουμε τα μάτια στη φωτογραφία που ο φωτορεπόρτερ Νίκος Μανγγίνας τράβηξε στον Ι. Ναό του Αγίου Γεωργίου στο Φανάρι και δείχνει τον παντοδύναμο, με κοσμικά κριτήρια, Πάπα Φραγκίσκο να σκύβει ικετευτικά μπροστά στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και να ζητάει να τον ευλογήσει αυτόν και την Εκκλησία του. Τέτοια εικόνα δεν έχει δει ο κόσμος στη δεύτερη χιλιετία, μετά το Σχίσμα του 1054 μ.Χ.! Σκέπτομαι λοιπόν και ελπίζω και μαζί μου όλοι οι Ορθόδοξοι, μήπως τα πιο κάτω λόγια του αειμνήστου Καρδιναλίου Ευγένιου Τισσσεράν ήταν προφητικά:
«…μείνετε σεις οι Ορθόδοξοι εκεί που είστε. Μια μέρα, εμείς, η αμαρτωλή εκκλησία, θα έρθουμε γονατιστοί και θα ζητήσουμε μετάνοια για όσα πράξαμε στην ιστορία» (Φ. Ντοστογιέφσκι, Ο ΜΕΓΑΣ ΙΕΡΟΕΞΕΤΑΣΤΗΣ, εκδόσεις «Σύγχρονη Πέννα», σελ. 9).
Σε κάθε όμως περίπτωση, η δυναμική που εξελίσσεται στον Ορθόδοξο πιστό εκ μέρους της Ομάδας των «6» δεν φαίνεται εκ των αποτελεσμάτων να είναι ενεργής, πέραν από τις «στρατευμένες» ιστοσελίδες που μόνο έτσι δικαιολογούν την παρουσία τους στο διαδίκτυο. Άλλωστε για να υπάρξει σχίσμα στην Εκκλησία, μικρό ή μεγάλο, προϋπόθεση έχει να συμμετέχουν σε αυτό ένας ή περισσότεροι επίσκοποι. Κάτι που δεν φαίνεται στον ορίζοντα.
Απέναντι όμως στην αντιρρητική θεολογία και ρητορική υπάρχει και η άλλη πλευρά, η altera pars, η πλευρά της επισήμου Εκκλησίας, η φωνή εκείνων που εργάσθηκαν επιμελώς και αόκνως σε Προσυνοδικές Επιτροπές επί σειρά ετών ορισθέντες από τις Ιεραρχίες των δεκατεσσάρων αυτοκεφάλων Εκκλησιών τους. Υπάρχουν οι θέσεις των συνοδικών μελών που απαντούν με το δικό τους αντίλογο στην επιχειρηματολογία των «6».
Συγκεκριμενοποιώντας την πιο πάνω παρατήρηση είναι ενδιαφέρον να παρουσιάσουμε στο σημείο αυτό το νέο βιβλίο του σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Μεσσηνίας και Τακτικού Καθηγητού της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Χρυσοστόμου Σαββάτου με τίτλο: «Η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, έκφρασις της συνοδικής αυτοσυνειδησίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας», Αθήνα, 2017.
Παρόλο που έχουν κατά καιρούς γραφεί πλήθος άρθρων και εργασιών από Έλληνες, και όχι μόνο, Μητροπολίτες, και έχουν γίνει σπουδαίες Παρατηρήσεις και Σχόλια επί των Κειμένων της Συνόδου από Ηγουμένους Μοναστηρίων και αξιόλογους Μοναχούς και λαϊκούς Θεολόγους, το ανωτέρω πόνημα του Αγίου Μεσσηνίας ήταν αναγκαίο για να αποτελεί ένα βιβλίο αναφοράς για τους επιστήμονες και μελετητές, τους φοιτητές των Θεολογικών Σχολών καθώς και μια σύντομη και περιληπτική έκθεση πεπραγμένων στη Σύνοδο της Κρήτης για τον κόσμο που ενδιαφέρεται για τις θρησκευτικές υποθέσεις. Επιπρόσθετα πρέπει να υπογραμμιστεί πως στις τριακόσιες σελίδες του βιβλίου βρίσκουμε τεκμηριωμένες απαντήσεις και επαρκείς διευκρινίσεις σε θέματα που καθ΄ υπερβολήν πρόβαλε η ομάδα των «6».
Αναλύονται τα εξής ζητήματα σε τίτλους. Σχετικά με:
- Τις θέσεις-τροπολογίες που έθεσε η Εκκλησία της Ελλάδος και ποια ήταν η διαχείριση τους, σύμφωνα με τον κανονισμό λειτουργίας της Συνόδου (άρθρο 11,§ 2),
- Το θέμα του αριθμού της συμμετοχής των επισκόπων (σελ. 87-92).
- Τους όρους Εκκλησία-Εκκλησίαι (σελ. 140-146)
Από τα τρία θέματα που θίγονται στο βιβλίο του Σεβασμιωτάτου αξίζει να ξεχωρίσουμε το θέμα που αφορά στον αριθμό των μελών που συγκροτούν μια Κανονική Σύνοδο, δηλαδή Σύνοδο που συγκαλείται και διεξάγεται σύμφωνα με την παράδοση των Οικουμενικών Συνόδων. Η εξέταση αυτής της θέσης συνδέεται άμεσα και έχει ορισμένη πολιτική διάσταση, όπως αυτό συνάγεται από τη ρητορική των «6».
Υποστηρίζουν με σιγουριά ότι η Σύνοδος της Κρήτης είναι άκυρος και ψευδεπίγραφη γιατί δεν έχουν κληθεί να συμμετάσχουν σε αυτήν όλοι οι επίσκοποι της Ορθοδόξου Εκκλησίας (περίπου 900). Η διά αντιπροσώπων μέθοδος είναι αντικανονική και αντιπαραδοσιακή μεθόδευση. Και ότι είναι αποτέλεσμα εθνοφυλετικής σκοπιμότητας και πολιτικού τακτικισμού των διοργανωτών της Συνόδου.
Ας μεταφέρουμε στο σημείο αυτό τα πολύ αποκαλυπτικά λόγια που πρόσφατα διαβάσαμε σε ιστοσελίδες του χώρου. Οι δύο «μπροστάρηδες» της αντίδρασης, ο Πατήρ Αναστάσιος και ο Πατήρ Πέτρος, ομού, έγραψαν τα κάτωθι, με την ευκαιρία μιας κριτικής που ανάρτησε ο ελληνοαμερικανός θεολόγος Ευ. Σωτηρόπουλος σε αμερικάνικη ιστοσελίδα.
Τι γράφουν, λοιπόν;
«Ἐγκαλεῖ (ο κ. Σωτηρόπουλος) τὸν ὁμιλητὴ (π. Πέτρο Heers) γιὰ τὴν ἀναφορά του στὸν μικρό ἀριθμὸ τῶν ἐπισκόπων ποὺ συμμετεῖχαν στὴ Σύνοδο (160 περίπου ἐπίσκοποι-μέλη). Δὲν ἀντελήφθηκε ὁ κ. Σωτηρόπουλος τὴ μομφὴ κατὰ τῆς Συνόδου ἀναφορικὰ μὲ τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐπισκόπων-μελῶν καὶ τὴ σύγκριση μὲ ὁρισμένες ἀπὸ τὶς Οἰκουμενικὲς Συνόδους! Ἀσφαλῶς τὸ πρόβλημα δὲν εἶναι αὐτὸς καθ’ ἑαυτὸς [ διορθωτέον: «καθ΄εαυτόν»] ὁ ἀριθμὸς τῶν μελῶν, ἀλλὰ τὸ γιατί φτάσαμε στὸν ἀριθμὸ αὐτό. Γιατί νὰ περιοριστεῖ τόσο πολὺ ὁ ἀριθμὸς τῶν ἐπισκόπων-μελῶν τὴ στιγμὴ ποὺ σήμερα δὲν ὑπάρχει κανένα τεχνικὸ ἐμπόδιο γιὰ μία ἐπὶ τὸ αὐτὸ συν-παράσταση ἐν Συνόδῳ ὅλων τῶν ἀνὰ τὸν κόσμον Ὀρθοδόξων ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι δὲν ὑπερβαίνουν τοὺς 900! Ἂν τὸ 325 ἢ τὸ 451 ἢ τὸ 787 μ.Χ. μποροῦσαν καὶ συγκεντρώθηκαν 318 ἢ 630 ἢ 350 ἐπίσκοποι ἀντίστοιχα εἶναι ἀκατανόητο νὰ μὴν μποροῦν σήμερα νὰ συγκεντρωθοῦν γιὰ ἕνα τέτοιο γεγονὸς 800-900 ἐπίσκοποι! Δὲν εἶναι;
Ἂς εἴμαστε εἰλικρινεῖς, ἀγαπητοί! Ὁ περιορισμὸς τοῦ ἀριθμοῦ τῶν συμμετεχόντων ἐπισκόπων δὲν ἔχει νὰ κάνει μέ πνευματικὰ καὶ ἐκκλησιολογικὰ κριτήρια, ἀλλὰ μὲ … ζητήματα ἐθνοφυλετισμοῦ, τακτικισμοῦ καὶ ἰσορροποιῶν… Ἂς ἀναλογισθοῦμε τὸν ἀριθμὸ τῶν ἐπισκόπων τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ρωσίας καὶ θὰ γίνει κατανοητὸ τὸ γιατί δὲν ἐπετράπη ἡ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων στὴ «Σύνοδο τῆς Κρήτης». Τὰ κριτήρια ποὺ πρυτάνευσαν γιὰ τὴ μὴ συμμετοχὴ ὅλων τῶν ἐπισκόπων δὲν ἑδράζονταν ἐπὶ τῆς ἐκκλησιολογίας ἀλλὰ ἐπὶ ἐθνοφυλετικῶν σκοπιμοτήτων…».
Έτσι όμως έχουν τα πράγματα; Αρχίζω, αγαπητοί φίλοι, να φοβάμαι ότι ο κονιορτός των αντιδράσεων των «6» εναντίον της Συνόδου εκπορεύεται από εθνοφυλετικές σκοπιμότητες!
Η αναγωγή στους 300 επισκόπους της Ρωσίας μας βάζει σε σκέψεις…
Από άποψη όμως καθαρά εκκλησιολογική, που πρωτίστως μας ενδιαφέρει, ο Σεβασμιώτατος Μεσσηνίας μάς παρέχει συνοδικές πηγές, οι οποίες μάς πείθουν ότι η Σύνοδος της Κρήτης συνεκλήθη κατά ιεροκανονικήν τάξιν και ακρίβειαν. Ιδού τι αναγράφεται στο βιβλίο Περί της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στις σελ. 90 εξ.:
«Ὁδηγός καί εἰς τήν παροῦσαν διερεύνησιν ἀποτελεῖ ἡ παράδοσις τῆς συνοδικῆς λειτουργίας, ὡς αὕτη καταγράφεται ἐν τοῖς Πρακτικοῖς τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ὡς ἕν «ἀπήχημα» συνοδικότητος καί οὐχί ὡς μία παράλληλος ἐφαρμογή ἤ ὡς μία ἀπόλυτος ἔκφρασις τῆς ἐν τῇ ἱστορίᾳ αὐθεντικῆς ὑπερτοπικῆς λειτουργίας τῆς συνοδικότητος ταύτης.
Οὕτω ἐν τοῖς Πρακτικοῖς τῆς ἐν Ἐφέσῳ Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου (431 μ.Χ.) ἀναφέρεται οὐχί μόνον ὁ ἀριθμός τῶν συμμετασχόντων ἐπισκόπων ἐξ ἑκάστης Ἐκκλησίας ἀλλά καί τά κριτήρια ἐπιλογῆς αὐτῶν.
Εἰς τήν ἐπίσημον μάλιστα Ἐπιστολήν (Sacra), τήν ὁποίαν ἀπέστειλαν οἱ αὐτοκράτορες Θεοδόσιος ὁ Β΄ καί Βαλεντιανός ὁ Γ΄ πρός τούς ἐπισκόπους διά τήν σύγκλησιν τῆς Γ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὑποδεικνύεται, ὅπως «ὀλίγους οὕς ἄν δοκιμάσειεν, ἐκ τῆς ὑπ’ αὐτῶν τεταγμένης ἐπαρχίας ἁγιωτάτους ἐπισκόπους εἰς τήν αὐτήν συνδραμεῖν παρασκευάσασα, ὥστε καί τούς ἀρκοῦντας Σαῖς κατά τήν αὐτήν ἐπαρχίαν ἁγιωτάταις ἐκκλησίαις καί τούς τῇ συνόδῳ ἐπιτηδείους μηδαμῶς ἐλλεῖψαι».
. Συγκεκριμένως, δέν συμμετεῖχον ὅλοι οἱ ἐπίσκοποι ἐξ ἑκάστης ἐκκλησιαστικῆς ἐπαρχίας ἀλλά «ὀλίγοι», οἱ ὁποῖοι ἐπιλέγονται ὡς δεδοκιμασμένοι καί «τῇ συνόδῳ» ἐπιτήδιοι, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι ἐκ τῶν ἐπισκόπων, οἱ ὁποῖοι δέν θά ἐπελέγοντο διά νά συμμετάσχουν εἰς τήν Σύνοδον θά ἔχουν ἐξ ἴσου σημαντικόν ἔργον ἐκκλησιαστικῆς διακονίας, ἤτοι τήν φροντίδα τῶν ἐκκλησιαστικῶν θεμάτων, τήν ἐξυπηρέτησιν τῶν λειτουργικῶν καί ποιμαντικῶν ἀναγκῶν, κατά τήν διάρκειαν ἀπουσίας τῶν ὑπολοίπων καί τοῦ Πρώτου τῆς ἐπαρχίας ἐκ τῆς συμμετοχῆς των εἰς τάς ἐργασίας τῆς Συνόδου.
Ἐπί τῇ βάσει τῆς προειρημένης διαδικασίας εἰς τήν ἐν Ἐφέσῳ Γ΄ Οἰκουμενικήν Σύνοδον συμμετεῖχον ἐκ τῆς Κωνσταντινουπόλεως 16 ἐπίσκοποι, ὁμοίως καί ἐκ τῆς Παλαιστίνης (Ἱεροσόλυμα), ἐκ τῆς Ἀντιοχείας παρέστησαν 43, 50 ἐπίσκοποι συνόδευον τόν Ἀλεξανδρείας Κύριλλον ἐνῷ 50 ἐπίσκοποι ἐξεπροσώπησαν τήν ἐκκλησιαστικήν ἐπαρχίαν τῆς Ἐφέσου, τέλος τόν πάπα τῆς Ρώμης ἀντιπροσώπευον 2 ἐπίσκοποι.
Ἡ ἀντιπροσωπευτική αὕτη συμμετοχή τῶν κατά τόπους Ἐκκλησιῶν ἐπιβεβαιώνει ὅτι ἡ οἰκουμενικότης μιᾶς Συνόδου δέν ἐξαρτᾶται ἐκ τῆς ποσοτικῆς ἤ ἀριθμητικῆς προσμετρήσεως τῶν συμμετασχόντων ἐπισκόπων, οὔτε αὕτη εἶναι δυνατόν νά καταστῇ προϋπόθεσις ἤ κριτήριον κανονικότητος ἤ ἀμφισβητήσεως τῶν ἀποφάσεων μιᾶς Συνόδου
. Ἡ Ἁγία καί Μεγάλη Σύνοδος, κατόπιν ὅλων τῶν ἀνωτέρω, δέν δύναται καί δέν πρέπει νά διεκδικήσει μίαν a priori οἰκουμενικήν συναρίθμησιν καί καθολικήν ἀποδοχήν ὑπό τοῦ «πληρώματος» τῆς «Καθολικῆς Ἐκκλησίας», τό τοιοῦτον ὅμως δέν συνεπάγεται τήν ὑποβάθμισιν αὐτῆς ὡς θεσμοῦ, ἤ τήν ἀμφισβήτησιν τῆς πολυτίμου σημασίας αὐτῆς διά τήν ἔκφρασιν τῆς πανορθοδόξου ἑνότητος, ἐφ’ ὅσον ἡ συνοδικότης τῆς Ἐκκλησίας ἀποτελεῖ τήν μεγίστην δυνατήν μορφήν ἐκφράσεως τῆς ἑνότητος τῆς Ἐκκλησίας καί στοιχεῖον τῆς ταυτότητος Αὐτῆς».
*Ο Αντώνης Ιακώβου Ελευθεριάδης είναι Δρ. Φιλολογίας και Θεολόγος