Μία από τις πιο ιστορικές μάχες δεν είναι άλλη από αυτή της Αγγλίας, που αποτέλεσε το πεδίο σύγκρουσης των βρετανικών και γερμανικών αεροπορικών δυνάμεων, με απώτερο σκοπό την κυριαρχία των αιθέρων.
Η ιστορική αυτή σύγκρουση έμελλε να στιγματίσει τις μάχες του πολέμου, ενώ για πρώτη φορά πρωταγωνιστικό ρόλο είχαν τα αεροσκάφη, με τους πιλότους τόσο της γερμανικής πολεμικής αεροπορίας, την Luftwaffe, όσο και της βρετανικής βασιλικής πολεμικής αεροπορίας, την RAF, να πολεμούν μέχρις εσχάτων για 114 μέρες.
Η ορολογία «Μάχη της Αγγλίας»
Ο όρος ‘’η Μάχη της Αγγλίας’’ γεννήθηκε από μια ομιλία του Βρετανού Πρωθυπουργού Ουίνστον Τσώρτσιλ στην Βουλή των Κοινοτήτων στις 18 Ιουνίου 1940, στην οποία ανέφερε: «…Η Μάχη της Γαλλίας, όπως την αποκάλεσε ο Στρατηγός Βεϋγκάν, τελείωσε. Αναμένεται ότι επίκειται η έναρξη της Μάχης της Αγγλίας .
Η Μάχη της Αγγλίας είναι, ιστορικά, η πρώτη μάχη μεταξύ αμιγώς αεροπορικών δυνάμεων. Η «Λουφτβάφφε» είναι, θεωρητικά, πολύ πιο ισχυρή, σε αριθμό αεροσκαφών, από την αντίπαλό της. Διαθέτει για τη Μάχη της Αγγλίας, 2.660 αεροσκάφη παντός τύπου. Το καλύτερο καταδιωκτικό συνοδείας των βομβαρδιστικών, που διαθέτει η Λουφτβάφφε, είναι το Messerschmitt Bf 109. Ανώτερο σε ταχύτητα και ευχέρεια χειρισμών από το Χάρικεϊν και ανταγωνιζόμενο ευθέως το Σπίτφαϊρ, έχει ένα μεγάλο μειονέκτημα:
Την περιορισμένη ακτίνα δράσης του, που ανέρχεται μόνο σε 360 μίλια (600 km). Αυτό έχει ως συνέπεια να μπορεί να παραμένει, το μέγιστο, περίπου 20 λεπτά πέρα από τη Μάγχη. Το μικτής χρήσης καταδιωκτικό – βομβαρδιστικό Messerschmitt Bf 110 δεν μπορεί καν να συγκριθεί με τα βρετανικά καταδιωκτικά: Είναι πολύ αργότερο και ιδιαίτερα δυσχερές στους χειρισμούς και, κατά συνέπεια, στην ευκινησία που απαιτείται για να αντιπαρατεθεί με αυτά.
Η εκτίμηση της RAF
Η RAF, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της γερμανικής πλευράς, διαθέτει περίπου 300 καταδιωκτικά αεροσκάφη. Η εκτίμηση αυτή είναι λάθος. Είναι αλήθεια ότι η καταδιωκτική Αεροπορία της Βρετανίας είχε υποστεί σημαντικές απώλειες κατά τη διάρκεια απεμπλοκής των βρετανικών δυνάμεων από το Γαλλικό έδαφος στην Δουνκέρκη. Ο Τσώρτσιλ, όμως, είχε επιβάλει ως υπουργό αεροπορικών εξοπλισμών τον, καναδικής καταγωγής, Μαξ Έικεν, γνωστότερο ως Λόρδο Μπίβεμπρουκ, μεγιστάνα του Τύπου. Ο Λόρδος είναι άσχετος περί τα εξοπλιστικά και ολόκληρη η RAF εξεγείρεται κατά του διορισμού του. Ωστόσο, η μεγάλη του ενεργητικότητα είναι αδιαμφισβήτητη και αποδεικνύεται και στην πράξη.
Τον Μάιο το Υπουργείο ανακοινώνει στην RAF την παράδοση 325 νέων αεροσκαφών, αντί των προβλεπόμενων 261. Η αύξηση της παραγωγής δεν σταματά, ακόμη και κατά τους μήνες που η Βρετανία δοκιμάζεται σκληρά από τους βομβαρδισμούς.
Η πρώτη φάση της Μάχης της Αγγλίας
Ως επίσημη ημερομηνία έναρξης της Μάχης της Αγγλίας είναι η 13η Αυγούστου 1940. Η ημέρα αυτή έχει επονομασθεί, από τους Γερμανούς, «ημέρα του αετού» (Adlertag). Ωστόσο, σε μια προπαρασκευαστική έξοδο, τα γερμανικά βομβαρδιστικά επιτίθενται σε στόχους – σταθμούς ραντάρ πολύ κοντά στις ακτές ήδη από τις 12 Αυγούστου. Το αποτέλεσμα της επίθεσης είναι ανησυχητικό για τους Βρετανούς, καθώς ο προχωρημένος σταθμός ραντάρ της νήσου Γουάϊτ (Isle of Whyte) καταστρέφεται ολοσχερώς και απαιτούνται 15 τουλάχιστον ημέρες για την αντικατάστασή του.
Η συνέχεια της Μάχης της Αγγλίας
Στο σημείο αυτό οι Γερμανοί διαπράττουν το μοιραίο σφάλμα: Αλλάζουν τακτική, εγκαταλείποντας τα αεροδρόμια των Sector Stations. Στόχος τους, αυτή τη φορά, είναι η ίδια η βρετανική πρωτεύουσα, το Λονδίνο.
Στόχος αρκετά μακριά από την ακτή, επιτρέπει την έγκαιρη επισήμανση των επιτιθέμενων και δίνει αρκετό χρόνο στα βρετανικά καταδιωκτικά για την αντιμετώπισή τους. Το σφάλμα αυτό είναι μοιραίο και ήταν από μόνο του αρκετό για να επηρεάσει αποφασιστικά την τελική έκβαση της μάχης. Ο Ντόουντινγκ το αντιλαμβάνεται αμέσως και νιώθει ανακούφιση.
Το ίδιο αντιληπτό, όμως, γίνεται και από τους Γερμανούς ηγέτες, οι οποίοι διαμαρτύρονται στον επικεφαλής Στρατάρχη Γκέρινγκ. Όμως, ο Στρατάρχης δεν τους λαμβάνει υπόψη του: Τα γερμανικά βομβαρδιστικά, αιφνιδιάζοντας τους Βρετανούς του Τομέα 11, που δεν περίμεναν επίθεση κατά του Λονδίνου, κατάφεραν να επιφέρουν αρκετές καταστροφές στην πόλη (7 Σεπτεμβρίου) και ανάβουν τεράστιες πυρκαϊές στο λιμάνι και στο Ίστ Εντ.
Εξηγεί στους υφισταμένους του ότι ο Φύρερ είχε τη μεγαλοφυή έμπνευση των τρομοκρατικών βομβαρδισμών (Terrorangriff). Ο ίδιος συναντά τα πληρώματα των αεροσκαφών που επιστρέφουν και συνθέτει στο ραδιόφωνο μια ομιλία, στην οποία ανταγωνίζεται τον Νέρωνα και προκαλεί ενόχληση ακόμη και στους Γερμανούς Στρατηγούς.
Η αποφασιστική ημέρα
Η πιο αποφασιστική ημέρα για την έκβαση της Μάχης ήταν η 15η Σεπτεμβρίου. Οι Βρετανοί διέθεσαν περίπου 17 σμήνη για να αντιμετωπίσουν τις γερμανικές επιθέσεις και κατάφεραν να καταρρίψουν περισσότερα από 60 εχθρικά σκάφη, χάνοντας μόνο 13 δικά τους, χωρίς καμιά σχεδόν απώλεια ζωής. Από το σημείο αυτό και ύστερα έγινε αντιληπτό ότι η RAF κάθε άλλο παρά εκμηδενισμένη ήταν και η απόβαση δεν είχε πιθανότητες επιτυχίας.
Ο Χίτλερ παραιτήθηκε από τον «Θαλάσσιο Λέοντα», αν και οι βομβαρδισμοί κατά του Λονδίνου και άλλων βρετανικών πόλεων θα συνεχισθούν μέχρι τον Οκτώβριο. Σταδιακά οι βομβαρδισμοί θα σταματήσουν, καθώς η Γερμανική Αεροπορία απασχολείται (και αναλώνεται) στο Ανατολικό μέτωπο.
Οι συνέπειες
Η επικράτηση της RAF απέναντι σε μια αεροπορία κατά πολύ υπέρτερη σε αριθμό ανέδειξε, κατά μερικούς ιστορικούς, τον ερασιτεχνισμό και την αδυναμία των ανωτάτων παραγόντων του Ναζιστικού καθεστώτος: Ο Χίτλερ απέδειξε ότι δεν διέθετε κανένα αξιόλογο στρατηγικό νου και ήλπιζε ότι απλά και μόνο οι (τρομοκρατικοί) βομβαρδισμοί (Terrorangiff) κατά του Λονδίνου θα φόβιζαν τόσο πολύ τους Άγγλους, ώστε αυτοί θα εκλιπαρούσαν για συνθηκολόγηση.
Το ίδιο σφάλμα διέπραξε και αργότερα με τους βομβαρδισμούς με βλήματα V-1 και V-2, τα οποία και πάλι χρησιμοποίησε για εκφοβιστικούς βομβαρδισμούς στο Λονδίνο, αγνοώντας τους πιο ενδιαφέροντες στόχους: τα πλήθη των αποβατικών δυνάμεων που συσσωρεύονταν στις Αγγλικές ακτές, έτοιμα να αποβιβαστούν στην Νορμανδία.
Επίσης, αγνοήθηκε η ύπαρξη του αγγλικού στόλου που, κι αν ακόμα θεωρηθεί ότι η Luftwaffe επιτύγχανε την απόλυτη κυριαρχία στον αέρα, ο στόλος αυτός θα αποτελούσε σημαντικό εμπόδιο για οποιαδήποτε μέτριας – από άποψη ναυτικών δυνάμεων – αξίας αποβατική δύναμη, όπως αυτή που διέθετε τότε η Γερμανία.
Οι αδυναμίες του Γκέρινγκ
Τεχνικά ο Γκέρινγκ δεν έδειξε να συλλαμβάνει τις αδυναμίες της ίδιας του της δύναμης. Τα βομβαρδιστικά του δεν ήταν ακόμη σε θέση να εξοντώσουν τεράστιας έκτασης πόλεις και πολλούς άλλους διεσπαρμένους στόχους, από όπου η Αγγλία τροφοδοτούσε την πολεμική της μηχανή.
Τα βομβαρδιστικά κάθετης εφόρμησης «Στούκα» (Junkers JU87) ήταν κατάλληλα μόνο στις χώρες χωρίς σημαντική αντίπαλη αεροπορία και με αδύναμη αντιαεροπορική άμυνα, αλλά αποδείχτηκαν πολύ ευάλωτα μπροστά στα νεότερα βρετανικά καταδιωκτικά και σε μια αντιαεροπορική άμυνα «που δεν χάνει την ψυχραιμία της» και αποτραβήχτηκαν σε άλλα, πιο ασφαλή, μέτωπα.
Τα καταδιωκτικά του, αν και αποδείχτηκαν πολύ καλά για την εποχή 1939-40, είχαν πολύ περιορισμένη ακτίνα δράσης και δεν μπορούσαν να προστατεύσουν επαρκώς τα βομβαρδιστικά τους.
Επέδειξε δε, στη συνέχεια, αδιαφορία για την εξέλιξη της αεροπορίας του και, όταν ένας από τους καλύτερους Γερμανούς πιλότους, ο Άντολφ Γκάλαντ (Adolf Gallant), διαμαρτυρήθηκε στον Στρατάρχη του Ράιχ εναντίον μιας προπαγάνδας που παρουσίαζε τους πιλότους της Λουφτβάφφε να μάχονται εναντίον δειλών, ο Γκέρινγκ τον ρώτησε: «Και τι θα έπρεπε να σας δώσουμε για να είστε ευχαριστημένος;».Ο Γκάλαντ, θαρρετά, του απάντησε: «Να μας δώσετε Σπίτφαϊρ!».
Η εμμονή του Χίτλερ
Η γερμανική αεροπορική βιομηχανία είχε δημιουργήσει μερικά ιδιαίτερα αξιόλογα αεροσκάφη, μεταξύ των οποίων και το πρώτο τζετ στην Ιστορία, το Messerschmitt Me 262A2. Η αδιαφορία του Γκέρινγκ και ο ερασιτεχνισμός του Χίτλερ δεν επέτρεψαν την κατασκευή του ως καταδιωκτικού, αντίθετα ο Χίτλερ απαίτησε να το μετατρέψουν σε «υπερταχύ βομβαρδιστικό» (Schnellest bomber), πράγμα που καθυστέρησε μοιραία την έγκαιρη παραγωγή του σε μεγάλους αριθμούς.
Κατά πολλούς ιστορικούς, αλλά και σύμφωνα με τη διεθνή κοινή γνώμη της εποχής, η επίθεση της Ναζιστικής Γερμανίας εναντίον της ΕΣΣΔ οφειλόταν στην αδυναμία του Χίτλερ να καταβάλει τους Βρετανούς. Ο Τσώρτσιλ, σε λόγο του, ανέφερε χαρακτηριστικά:
«Ο Χίτλερ ρίχτηκε κατά της Ρωσίας για να μπορέσει να καταβάλει τούτο δω το νησί…» και τη γνώμη του συμμερίζονταν πολλοί σύγχρονοί του. Σύμφωνα, όμως, με τον Βίλχελμ Κάιτελ, που ήταν ένας από τους «παλατίνους» του Χίτλερ, η απόφαση αυτή προερχόταν από τον εντοπισμό, εκ μέρους του Χίτλερ, κινδύνου σταδιακής πρόσδεσης της Γερμανίας στην ΕΣΣΔ, λόγω της ισχυρής εξάρτησής της σε πρώτες ύλες.