Στίς 13 Μαρτίου 1821, ἡ Μπουμπουλίνα ὕψωσε τή δική της σημαία, τόν ἀετό μέ τήν ἄγκυρα καί τόν φοίνικα, στό κατάρτι τοῦ “Ἀγαμέμνονα” καί χαιρέτησε μέ κανονιοβολισμούς τό λιμάνι τῶν Σπετσῶν. Ὁ ἀετός μέ τά φτερά πρός τά κάτω συμβόλιζε τό σκλαβωμένο Ἔθνος, πού ἐπρόκειτο νά ἀναγεννηθεῖ ὅπως ὁ ἀρχαῖος Φοῖνιξ. H ἄγκυρα συμβόλιζε τό ἑλληνικό ναυτικό. Ἡ Μπουμπουλίνα εἶχε ἐμπνευσθεῖ τό σύμβολό της ἀπό τό λάβαρο τῶν βυζαντινῶν αὐτοκρατόρων Κομνηνῶν. Στίς 3 Ἀπριλίου 1821, ἀνήμερα τῶν Βαΐων, οἱ Σπέτσες ἐπαναστάτησαν πάλι πρῶτες ὅπως καί στήν ἐπανάσταση τῶν ὀρλωφικῶν. Ἡ καπετάνισσα δέν εἶχε ξεχάσει οὔτε τό θάνατο τοῦ πατέρα της, οὔτε καί τῶν δύο συζύγων της.
Ἀμέσως μετά τήν δοξολογία στή μητρόπολη τῶν Σπετσῶν, ξεκίνησε ἡ Μπουμπουλίνα τίς ἐπιθετικές ἐνέργειες, μαζί μέ τόν Μανώλη Λαζάρου (Ὀρλώφ), τόν Θεοδόση Μπόταση, τόν Ἰωάννη Κούτση, τόν Δημήτριο Σκλιά, τόν Ἀργύρη Στεμνιτσιώτη καί τόν Ἀθανάσιο Γουδή. Ἔπλευσαν μέ τά πλοῖα τους πρός τό Ναύπλιο γιά νά ἐνισχύσουν τούς συμμετέχοντες στήν πολιορκία τοῦ πανίσχυρου βενετικοῦ κάστρου τοῦ Παλαμηδίου.
Τό Παλαμήδι, ὅπως λεγόταν τό φρούριο πού δέσποζε τῆς πόλεως, εἶχε τρομερούς προμαχῶνες καί σέ αὐτό εἶχαν βρεῖ καταφύγιο οἱ Τοῦρκοι ὁλόκληρης τῆς ἐπαρχίας τῆς Ἀργολίδος. Ὁ πληθυσμός τοῦ Ναυπλίου ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου τουρκικός, εἶχε οἰκονομική ἄνεση καί οἱ πάμπλουτοι ἀγάδες κατεῖχαν ὅλη τή γῆ τῆς ἐπαρχίας. Ἡ φρουρά τῆς πόλεως ἦταν ἐνισχυμένη, ἀποτελούμενη ἀπό ὀκτακόσιους γενίτσαρους καί Ἀλβανούς μέ γενικό διοικητή τόν Μεχμέτ Σελήμ πασᾶ, ὁ ὁποῖος εἶχε στή διάθεσή του ἰσχυρό πυροβολικό.
Οἱ Ἕλληνες ὅμως, μέ ἐπικεφαλῆς τόν ἀρχιμανδρίτη Ἀρσένιο Κρέστα, τόν Σταμάτη Μήτσα, τόν παπᾶ Θεοδόση Μποῦσκο, τόν Μεντή, τόν Στάϊκο Σταϊκόπουλο, καί τόν μοναχό της μονῆς Καρακαλᾶ Διονύσιο, ἀγνόησαν τήν ὑπεροχή τοῦ ἐχθροῦ καί ξεκίνησαν ἀπό τό Χαϊδάρι (Δρέπανο Ἀργολίδος) γιά νά πολιορκήσουν τούς Τούρκους μπέηδες. Ἡ ἄφιξη τοῦ “Ἀγαμέμνονα” τῆς Μπουμπουλίνας ἐνθουσίασε τά πλήθη. Ἡ κυρά, συνοδευόμενη ἀπό τόν γιό τῆς Ἴωάννη Γιάννουζα, τόν Ἀντώνιο Μαλοκίνη (Λισβώνας) καί τόν Γκίκα Μπόταση, μοίραζε χρήματα καί πολεμοφόδια στά χωριά γεμίζοντας θάρρος τούς χωρικούς, οἱ ὁποῖοι βλέποντας ἔφιππη μία γυναίκα νά φέρει ὅπλα, ἔτρεχαν νά καταταγοῦν γιά νά πολεμήσουν.
Ὅσο διαρκοῦσε ἡ πολιορκία στό Ἀνάπλι, ἔφθανε στό καστέλι τοῦ Μοριά (Ρίο) ὁ Κεχαγιάμπεης μέ 3500 Ἀλβανούς. Ἦταν ἡ δεύτερη μετά τόν Γιουσούφ πασᾶ ἰσχυρή στρατιωτική ἐνίσχυση πού ἔστελνε ὁ ἀρχιστράτηγος Χουρσίτ πασᾶς, στήν Πελοπόννησο. Ὁ Χουρσίτ εἶχε ὑποτιμήσει τήν ἐξέγερση καί ἐνδιαφερόταν κυρίως γιά τούς θησαυρούς του στήν Τριπολιτσᾶ. Μά ποιός ἄραγε Τοῦρκος πασᾶς εἶχε πάρει στά σοβαρά τήν ἐξέγερση τῶν γκιαούρηδων; Τό κισμέτ τους εἶχε γράψει ὅτι θά ἦταν αἰωνίως ραγιάδες.
Ὁ Κεχαγιάμπεης ἔφτασε ἀνενόχλητος στή Βοστίτσα (Αἴγιο), ὅπου μόνο μία μικρή δύναμη τοῦ Ἀνδρέα Ζαΐμη τόν συνάντησε στό χωριό Βόβοδα (Μαυρίκι). Οἱ ἄνδρες τοῦ Ζαΐμη διαλύθηκαν γρήγορα, ἐνῶ ὁ ἴδιος ὁ κοτσάμπασης λίγο ἔλλειψε νά πιαστεῖ αἰχμάλωτος. Στή συνέχεια ὁ Τοῦρκος στρατηγός πέρασε ἀπό τά Μαῦρα Λιθάρια Ἀκράτας, ὅπου τήν 21η Ἀπριλίου τόν παρενόχλησαν οἱ Χαραλάμπης, Πετμεζᾶς καί Σολιώτης καί τήν ἑπόμενη ἡμέρα ἔφθασε ἔξω ἀπό τήν Κόρινθο στό χωριό Βόχα (Βραχάτι).
Στήν Κορινθία οἱ Ἕλληνες, ὑπό τήν ἀρχηγία τοῦ Παπαφλέσσα, πολιορκοῦσαν τήν Ἀκροκόρινθο. Αἰφνιδιάστηκαν μέ τήν ἄφιξη τοῦ Κεχαγιᾶ καί ὁ Παπαφλέσσας διαβλέποντας ὅτι οἱ Τοῦρκοι θά ὑπερτεροῦσαν ἔλυσε τήν πολιορκία καί ὑποχώρησε, καίγοντας τό παλάτι τοῦ διοικητῆ τῆς Κορίνθου Κιαμήλ καί τά πλούσια σπίτια τῶν ἀγάδων. Μέ αὐτό τόν τρόπο δέν ὑπῆρχε περίπτωση ἐπαναπροσέγγισης Ρωμιῶν καί Τούρκων στήν Κορινθία. Ὁ δραστήριος ἀρχιμανδρίτης δέν εἶχε λησμονήσει τήν πρώτερη ἔλλειψη ἐνθουσιασμοῦ γιά τήν ἐπανάσταση ἐκ μέρους τῶν προκρίτων τῆς περιοχῆς. Πράγματι, οἱ Νοταράδες, εἶχαν καθυστερήσει ὑπερβολικά νά σηκώσουν τά ὅπλα καί νά ἐπιτεθοῦν κατά τοῦ διοικητῆ Κιαμήλ μπέη.
Ἀπό τό φρούριο τῆς Ἀκροκορίνθου ἡ μητέρα τοῦ Κιαμήλμπεη, Νουρῆ Μπεγίνα, μόλις εἶδε τό σπίτι της νά καίγεται διέταξε τήν ἐκτέλεση τοῦ Ἀνδρίκου Νοταρᾶ καί ἄλλων 25 Ἑλλήνων πού τούς κρατοῦσε ὁμήρους. Ἐν τῷ μεταξύ, ὁ Κεχαγιάμπεης μπῆκε στήν Κόρινθο σκορπίζοντας τούς ἐπαναστάτες, καίγοντας καί λεηλατώντας. Ὁ δρόμος πλέον πρός τό Ἄργος ἦταν ἀνοικτός καί ὀργανωμένη ἀντίσταση δέν ὑπῆρχε. Ὁ ἐπίσκοπος Δαμαλῶν Ἰωνᾶς, κατά τή διάρκεια τῆς φυγῆς ἔπεσε ἀπό τό μoυλάρι τoυ καί κινδύνευσε νά συλληφθεῖ. Κατάφερε ὅμως νά ξεφύγει, ἀντίθετα μέ τόν διάκονο τῆς μητρόπολης πού τόν συνόδευε, ὁ ὁποῖος δέν τά κατάφερε καί σκοτώθηκε.
Οἱ Ἕλληνες ἀρχηγοί τοῦ Ἄργους, μήν ὑπολογίζοντας τήν ταχύτητα μέ τήν ὁποία εἶχε κινηθεῖ ὁ πασᾶς καί θεωρώντας ὅτι ὁ Παπαφλέσσας ἦταν ἀκόμα στήν Κόρινθο, τοῦ ἔστειλαν μήνυμα ζητώντας ὁδηγίες. Ὁ ταχυδρόμος πού ἀνέλαβε τήν ἀποστολή, μέθυσε καθ’ ὁδόν καί φθάνοντας τή νύχτα στήν Κόρινθο δέν ἀντιλήφθηκε ὅτι εἶχαν μπεῖ στήν πόλη οἱ ἐχθροί. Μάλιστα φώναξε στούς Ἀλβανούς σκοπούς:
«Ἐγώ ‘μαι ἀδέλφια. Χριστός Ἀνέστη! Ἔ πῶς τά κάμετε σεῖς ἐδῶ; Ἐμεῖς ἔχουμε μπλόκο τ’ Ἀνάπλι. Τό κερδήσαμ’ ἀδέλφια τό Ρωμαίϊκο!»
Οἱ Ἀλβανοί τοῦ ἀπάντησαν ρωμαίϊκα καί τόν συνόδευσαν μέχρι τόν Κεχαγιᾶ. Ὁ ἄτυχος Ρωμιός παρέδωσε τήν ἐπιστολή στόν γενειοφόρο πασᾶ, νομίζοντας ὅτι τήν παραδίδει στόν Παπαφλέσσα! Ὅταν κατάλαβε τό λάθος του ἦταν ἀργά. Ὁ πασᾶς τόν παλούκωσε καί ἐνήμερος πλέον γιά τίς ἐξελίξεις, ξεκίνησε γιά νά διαλύσει τήν πολιορκία τοῦ Ναυπλίου.
Ὁ Κεχαγιάμπεης ἔφθασε στίς 24 Ἀπριλίου 1821 στό Κουτσοπόδι τοῦ Ἄργους καί ἀμέσως ἔστειλε ἐπιστολή στούς ραγιάδες γιά ἄμεση παράδοση τῆς πόλης. Οἱ Χριστιανοί ἀπέρριψαν τήν ἐπιστολή καί ἑτοιμάστηκαν γιά νά δώσουν μάχη. Δυστυχῶς ἔλειπαν ἀπό τό στρατόπεδο τοῦ Ἄργους ἐκεῖνοι οἱ ἀρχηγοί οἱ ὁποῖοι θά μποροῦσαν νά ἀντιμετωπίσουν τούς ἰκανότατους στρατιῶτες τοῦ Κεχαγιᾶ. Καί ὄχι μόνο αὐτό. Οἱ ὁπλαρχηγοί πού ἀνέλαβαν τήν ἄμυνα, δέν φρόντισαν νά ἀπομακρύνουν οὔτε κάν τά γυναικόπαιδα ἀπό τά πέριξ χωριά, πολλά ἀπό τά ὁποῖα εἶχαν μαζευτεῖ στούς γύρω λόφους γιά νά παρακολουθήσουν τή μάχη!
«Ἐγώ ὁ Μουσταφά μπέης Κεχαγιᾶς τοῦ βεζύρ Μεχμέτ πασσᾶ ἐφέντη μας, Μόρα Βαλεσή.
Εἰς τ’ ἐσᾶς προεστοί καί ἐλοιποί, ὁποῦ βρίσκεσθε στό Ἄργος, σᾶς φανερώνω νά μή γένετε σεμπέτηδες καί χαλάσετε τά σπίτια σας καί πάρετε καί τήν ὀρφάνια στό λαιμό σας, ὡς καθώς τό ἔκαμαν καί εἰς Βοστίτσα (Αἴγιο) καί Κόρθο, ὅπου τούς ἔγραψα τά ἴδια καί δέν μέ ἄκουσαν καί ἔπαθαν ἐκεῖνο ὁποῦ τούς ἐτύχαινε. Ἔγιναν σκλάβοι τῆς Τουρκιᾶς, ἔχασαν τό βιό τους καί πολλοί ἐχάθηκαν ἀπό τήν ἀνακεφαλιά τους καί ἄς ἔχουν τό κρῖμα ἐκεῖνοι.
Τώρα καί σεῖς, βλέποντες τό μπουγιουρδί (διαταγή) μου, νά σηκωθῆτε μερικοί νά ἐλθῆτε νά σᾶς δώσω τό ράγι σας νά καθήσετε ὡς ραγιάδες βασιλικοί ὁποῦ εἶσθε, καί ἔτσι νά εἶστε.΄Ὄχι καί δέν ἔλθετε ἕως τό ταχύ αὔριο, νά ξέρετε θά πάθετε τά ἴδια τῶν ἄνωθεν.
Ἀλήμ Ἀλάχ, μέ κακοφαίνεται καϊγμένοι μέ τό φέρσιμόν σας καί κάμετε ὡς καθώς σᾶς γράφω γιά νά εἶσθε στά σπίτια σας μέ παιδιά σας, μέ βιό σας. Ὄχι ἄλλο. Τό κρῖμα στό λαιμό σας. Σᾶς καρτερῶ ἕως ἔβγαλμα ἥλιου νά εἶσθε ἐδῶ διά νά προσκυνήσετε χωρίς ἄλλο ἤ οὕτως ἤ ἄλλο.»
Γράμμα τοῦ Κεχαγιᾶ πρός τούς κατοίκους τῆς Ἀργολίδος
Τελικῶς οἱ Ἀργεῖοι ἀποφάσισαν νά περιμένουν τόν ἐχθρό στόν ποταμό Ξεριᾶ. Ὁ Δημήτριος Τσώκρης μέ 600 Ἀργείους κατέλαβε τή Μονή τῆς Παναγίας τῆς Κατακεκρυμμένης, ἐνῶ ὁ ἱερέας Ἀρσένιος Κρέστας μέ τόν Ἰωάννη Γιάννουζα ὀχυρώθηκαν σέ μία μάντρα πού βρισκόταν κοντά στόν ποταμό. Ὁ Ξεριᾶς ἤ Ξηριᾶς μέσα στόν μήνα Ἀπρίλιο ἦταν ἤδη βατός καί ἀποδείχθηκε μοιραῖο λάθος ἡ ἐπιλογή αὐτῆς τῆς θέσης.
Οἱ Τοῦρκοι καί οἱ Ἀλβανοί τοῦ Κεχαγιάμπεη ἐπιτέθηκαν χωρισμένοι σέ τρία σώματα. Στό κέντρο προχωροῦσε ἡ πεζούρα καί στά ἄκρα ἡ καβαλλαρία. Οἱ Τοῦρκοι ἱππεῖς διέσχισαν μέ εὐκολία τόν χείμαρρο καί περικύκλωσαν τούς 500 ἄντρες τοῦ Γιάννουζα πού μάχονταν στή μάντρα. Οἱ σπαχῆδες τοῦ ἐχθροῦ, ὄντας ἰκανότατοι ἱππεῖς, κατετρόπωσαν τούς νησιῶτες καί ἄρχισαν νά κόβουν ἀράδα κεφάλια μέ τά γιαταγάνια τους. Οἱ ἀπειροπόλεμοι στήν ξηρά νησιῶτες ἦταν ἀδύνατο νά τούς σταματήσουν. Ὁ γιός τῆς Μπουμπουλίνας, τή στιγμή πού εἶχε ρίξει ἀπό τό ἄλογό του τόν ἀρχηγό τῶν Ἀλβανῶν Βελήμπεη καί ἑτοιμαζόταν νά τοῦ πάρει τό κεφάλι, δέχτηκε πυροβολισμό καί πέθανε ἀκαριαία.
Οἱ ἐπί τῶν ὑψωμάτων θεατές, ἔφυγαν πανικόβλητοι πρός διάφορες κατευθύνσεις. Πολλοί κλείστηκαν μαζί μέ τόν παπᾶ Ἀρσένη στή Μονή τῆς Κατακεκρυμμένης. Ἄλλες οἰκογένειες ἔτρεξαν στούς Ἀφεντικούς Μύλους (ἀρχαία Λέρνη), ὅπου τίς παρέλαβαν τά σπετσιώτικα καράβια. Ὁ Κεχαγιᾶς μόλις πληροφορήθηκε ὅτι μέσα στό μοναστήρι ἦταν καί ὁ σεϊτάν παπᾶς Ἀρσένης Κρέστας, ἐνίσχυσε τήν πολιορκία καί τόν κάλεσε νά παραδοθῆ. Ὁ παπᾶς ἔδωσε τήν ἄδεια στά γυναικόπαιδα νά παραδοθοῦν, ἐνῶ ὁ ἴδιος καί τά παλληκάρια του μέσα στή νύκτα ἐπιχείρησαν ἔξοδο. Κατάφεραν νά διασχίσουν τό ἐχθρικό στρατόπεδο μέ τά σπαθιά στά χέρια καί νά σώσουν τά κεφάλια τους.
25 Απριλίου 1821: Η απελευθέρωση της Αθήνας από τους Τούρκους
Κάποιες προσπάθειες ὁπλαρχηγῶν νά σταματήσουν τόν Κεχαγιάμπεη δέν καρποφόρησαν. Οὔτε ὁ Σκαλτσᾶς, οὔτε ὁ Τσαλαφατίνος, οὔτε ὁ Παπαφλέσσας μπόρεσαν νά ἀντιμετωπίσουν τούς μουσουλμάνους, καθώς τούς ἐγκατέλειπαν οἱ στρατιῶτες τους, μόνο καί μέ τή θέα τοῦ τουρκικοῦ ἱππικοῦ. Ἀντίθετα ὁ Κεχαγιᾶς δέχτηκε περαιτέρω ἐνισχύσεις ἀπό τήν Τριπολιτσᾶ. Ἐπίσης οἱ Νικηταρᾶς, Κωνσταντῖνος Μαυρομιχάλης καί Κονδάκης πού ἔσπευσαν νά τόν συναντήσουν ἐγκαταλείφθησαν ἀπό τούς ἄντρες τους. Ἡ φήμη τοῦ Κεχαγιᾶ ἦταν φοβερή καί δέν φαινόταν κάποιος ἱκανός γιά νά τόν σταματήσει.