Ηχηρή προειδοποίηση προς τους μεγάλους πετρελαιοπαραγωγούς του πλανήτη, ότι πρέπει να ευθυγραμμίσουν τις επιχειρηματικές τους στρατηγικές με τις αλλαγές που έρχονται απηύθυνε ο Διεθνής Οργανισμός Ενέργειας (ΙΕΑ).
Ο Οργανισμός ουσιαστικά χτυπά το καμπανάκι στον ΟΠΕΚ+ για τη διαχείριση της αγοράς, καθώς η αύξηση της παγκόσμιας παραγωγής πετρελαίου αναμένεται να ξεπεράσει κατά πολύ την αύξηση της ζήτησης μέχρι το τέλος της δεκαετίας, ωθώντας την πλεονάζουσα παραγωγική ικανότητα σε πρωτοφανή επίπεδα.
Στην τελευταία μεσοπρόθεσμη έκθεσή του για την αγορά, με τίτλο Oil 2024, η ΙΕΑ υπογραμμίζει ότι η αύξηση της ζήτησης πετρελαίου βρίσκεται σε τροχιά επιβράδυνσης, προτού τελικά φθάσει στην κορύφωσή της κοντά στα 106 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως έως το 2030. Αυτό είναι ελάχιστα πάνω από τα 102 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα του 2023.
Ταυτόχρονα, ο ΙΕΑ αναμένει ότι η συνολική παραγωγική ικανότητα πετρελαίου θα εκτοξευθεί σε σχεδόν 114 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως έως το 2030 -ένα εντυπωσιακό ποσό 8 εκατομμυρίων βαρελιών ημερησίως πάνω από την προβλεπόμενη παγκόσμια ζήτηση.
Ο ΙΕΑ δήλωσε ότι αυτό θα οδηγήσει σε επίπεδα πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας που δεν έχουν παρατηρηθεί στο παρελθόν - εκτός από το αποκορύφωμα των lockdown επί πανδημίας του κορωνοϊού 2020.
Προειδοποίησε ότι αυτή η δυναμική θα μπορούσε να έχει «σημαντικές συνέπειες» για τις αγορές πετρελαίου, μεταξύ άλλων για την αμερικανική σχιστολιθική βιομηχανία και τις οικονομίες των παραγωγών στον ΟΠΕΚ και πέραν αυτού.
Φινλανδία: Ζητά ένα ευρωπαϊκό πλοίο απορρύπανσης, φοβούμενο ρωσική πετρελαιοκηλίδα
«Καθώς η ανάκαμψη μετά την πανδημία χάνει την ορμή της, οι μεταβάσεις στην καθαρή ενέργεια προχωρούν και η δομή της οικονομίας της Κίνας μετατοπίζεται, η αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης πετρελαίου επιβραδύνεται και πρόκειται να φθάσει στο αποκορύφωμά της έως το 2030», ανέφερε ο εκτελεστικός διευθυντής της ΙΕΑ Fatih Birol.
«Οι προβλέψεις αυτής της έκθεσης, με βάση τα πιο πρόσφατα δεδομένα, δείχνουν ένα σημαντικό πλεόνασμα προσφοράς που αναδύεται αυτή τη δεκαετία, γεγονός που υποδηλώνει ότι οι πετρελαϊκές εταιρείες ίσως θέλουν να βεβαιωθούν ότι οι επιχειρηματικές στρατηγικές και τα σχέδιά τους είναι προετοιμασμένα για τις αλλαγές που λαμβάνουν χώρα», πρόσθεσε.
Η έκθεση έρχεται καθώς οι χώρες προσπαθούν να απομακρυνθούν από τα ορυκτά καύσιμα, με τη δυναμική που αναπτύσσεται πίσω από τις καθαρές τεχνολογίες και τις τεχνολογίες εξοικονόμησης ενέργειας. Η καύση ορυκτών καυσίμων, όπως ο άνθρακας, το πετρέλαιο και το φυσικό αέριο, είναι ο κύριος μοχλός της κλιματικής κρίσης.
Όπως επισημαίνει το CNBC, το μερίδιο των ορυκτών καυσίμων στον παγκόσμιο ενεργειακό εφοδιασμό έχει παραμείνει στο 80% περίπου για δεκαετίες, σύμφωνα με τον ΙΕΑ, αν και αναμένει ότι αυτό θα μειωθεί στο 73% περίπου μέχρι το 2030.
Η ζήτηση πετρελαίου στις προηγμένες οικονομίες θα μειωθεί περαιτέρω
Παρά την προβλεπόμενη επιβράδυνση της αύξησης της ζήτησης πετρελαίου, ο ΙΕΑ σημείωσε ότι ελλείψει ισχυρότερων μέτρων πολιτικής ή αλλαγών στη συμπεριφορά, η ζήτηση αργού αναμένεται να είναι ακόμη περίπου 3,2 εκατομμύρια βαρέλια την ημέρα υψηλότερη έως το 2030 από ό,τι το 2023.
Είπε ότι η αύξηση αυτή οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην ισχυρή ζήτηση από τις ταχέως αναπτυσσόμενες οικονομίες της Ασίας, καθώς και από τους τομείς των αερομεταφορών και των πετροχημικών προϊόντων.
Στις προηγμένες οικονομίες, ωστόσο, ο ΙΕΑ αναφέρει ότι η ζήτηση πετρελαίου είναι σε πορεία πτώσης κάτω από τα 43 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως έως το 2030, από σχεδόν 46 εκατομμύρια βαρέλια ημερησίως πέρυσι. Εκτός από την πανδημία του κοροναϊού, ο ΙΕΑ δήλωσε ότι η τελευταία φορά που η ζήτηση πετρελαίου από τις προηγμένες οικονομίες ήταν τόσο χαμηλή ήταν το 1991.
Σε μια έκθεση-ορόσημο του 2021, η ΔΟΕ είχε προτρέψει να μην αναπτυχθούν νέα κοιτάσματα πετρελαίου, φυσικού αερίου ή άνθρακα, εάν ο κόσμος θέλει να επιτύχει καθαρό μηδενικό ισοζύγιο μέχρι το 2050.
Τα πορίσματα της εν λόγω έκθεσης επικρίθηκαν ευρέως από αρκετούς παραγωγούς του ΟΠΕΚ+, οι οποίοι υποστηρίζουν διπλές επενδύσεις σε υδρογονάνθρακες και ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, έως ότου η πράσινη ενέργεια μπορέσει να καλύψει μονομερώς τις ανάγκες της παγκόσμιας κατανάλωσης.