Το 1936, οι ευρωπαϊκές εφημερίδες δημοσίευαν πολύστηλα πρωτοσέλιδα άρθρα, αφιερωμένα σ’ έναν περίεργο Ρουμάνο χωρικό, που ισχυριζόταν ότι συνομιλούσε με τον Θεό. Το όνομά του ήταν Petrache Lupu και το θαύμα της επικοινωνίας του με τον Θεό συνέβαινε στη γενέτειρά του, το Maglavit, ένα μικρό χωριουδάκι λίγη ώρα έξω από το Βουκουρέστι.
Οι εφημερίδες της εποχής έγραφαν:
Επίσης, ο άνθρωπος αυτός θεράπευε τους αρρώστους, που ζητούσαν την επέμβασή του. Χιλιάδες προσκυνητών επισκέπτονταν καθημερινά το Maglavit, το οποίο είχε μετατραπεί σε κέντρο λατρείας. Μια ατμόσφαιρα θρησκευτικού δέους βασίλευε στο άλλοτε ήσυχο χωριουδάκι, ενώ η μορφή του μέχρι πρότινος άσημου χωρικού περιβαλλόταν πλέον από το φωτοστέφανο του Αγίου.
Η Ρουμανική Εκκλησία, κατά τις πρώτες ημέρες της εμφάνισης του Petrache Lupu, υπήρξε δύσπιστη. Κατόπιν, όμως, αποδέχτηκε τα θαύματά του ως αδιαμφισβήτητο γεγονός και δε θεωρούνταν απίθανο η Ρουμανική Εκκλησία να τον ανακήρυσσε Άγιο.
Μέσα σε διάστημα λίγων μόλις μηνών, ο Ρουμάνος αυτός απλοϊκός βοσκός, ο οποίος ήταν εκ γενετής κωφάλαλος, είχε συνομιλήσει με τον Θεό τέσσερις φορές. Και η απίστευτη αυτή είδηση κυκλοφόρησε με καταπληκτική ταχύτητα στα γύρω χωριά και στις πόλεις. Έτσι, κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου, τα άγρια βουνά και τα φαράγγια, που περιέβαλαν το Maglavit, γέμισαν από ταπεινούς και καταφρονεμένους, που σκαρφάλωναν ακόμη και στα βράχια, για να μπορέσουν να γνωρίσουν ή έστω να δουν με τα μάτια τους τον εκλεκτό του Θεού επί της Γης. Ο απλοϊκός βοσκός, λοιπόν, περικυκλώθηκε από εκστατικούς ανθρώπους, από φτωχούς κι ανήμπορους, που διψούσαν να ακούσουν από τα χείλη ενός ομοίου τους τον Θείο Λόγο.
Ο άσημος βοσκός, πανευτυχής πια, διότι είχε βρει τη φωνή του, διηγήθηκε την πρωτάκουστη περιπέτειά του:
Όλοι όσοι άκουσαν τα λόγια αυτά του άσημου βοσκού απ’ το ταπεινό Maglavit, ξαναγύρισαν στα χωριά τους και άρχισαν να μετανοούν και να προσεύχονται, με δέος στην ψυχή τους. Εν τω μεταξύ, όμως, πολλοί δυστυχείς άρρωστοι, οι οποίοι πληροφορήθηκαν για αυτό το συγκλονιστικό θαύμα, έτρεξαν να συναντήσουν τον Petrache Lupu, για να βρουν από τον εκλεκτό του Θεού την υγεία τους.
Όλοι οι δρόμοι, που οδηγούσαν στο Maglavit, ήταν κατάμεστοι από ασθενείς και ανήμπορους. Πατέρες έτρεχαν να δουν τον βοσκό με τα άρρωστα παιδιά στους ώμους τους, μάνες με αδύναμα και ασθενικά μωρά στις αγκαλιές τους, σέρνονταν στα χώματα, προκειμένου να συναντήσουν τον Petrache, για να αποκτήσουν την πολυπόθητη υγεία τους.
Κι όταν, επιτέλους, έφταναν, κατάκοποι, κάθιδροι και κατασκονισμένοι, στο καταφύγιο του βοσκού, τον παρακαλούσαν γονυπετείς να τους γιατρέψει. Μα, εκείνος τους αποκρινόταν ότι δεν ήταν Άγιος και δεν μπορούσε, αφού ο Θεός του ανέθεσε να τους μεταβιβάσει τις εντολές Του.
Αλλά, μόλις ο βοσκός σώπαινε, οι πονεμένοι άρρωστοι ξεφώνιζαν εν χορώ: «Σε ικετεύουμε! Γιάτρεψέ μας!» Και οι φωνές τους, που έμοιαζαν με λυπητερά ουρλιάσματα, σπάραζαν την καρδιά.
Εν τούτοις, οι καιροσκόποι, οι τυχοδιώκτες και οι αιώνιοι επιχειρηματίες, οι οποίοι από αρχαιοτάτων χρόνων αξιοποιούσαν τις όποιες ευκαιρίες, ώστε να εξοικονομήσουν χρήματα και οφέλη, προσέγγισαν τον φτωχό βοσκό και άρχισαν να τον εκμεταλλεύονται. Πωλούσαν τις φωτογραφίες του με την επιγραφή «ο νέος Άγιος», πωλούσαν λουλούδια από τον τόπο, που ο Petrache είχε πρωτοδεί τον Θεό και κεριά, που ισχυρίζονταν ότι τα είχε ευλογήσει ο ίδιος ο απλοϊκός ποιμένας του Maglavit.
Δεν έλειψαν, όμως, και οι περίεργοι, οι εριστικοί και οι είρωνες, που τον πλησίαζαν και τον ρωτούσαν: «Γιατί ο Θεός προτίμησε εσένα για να φανερωθεί και μάλιστα, ημέρα Παρασκευή, που θεωρείται γρουσούζικη;»
Ο Petrache Lupu, χωρίς να ταράσσεται από τα ειρωνικά τους σχόλια, συνήθιζε να τους απαντά: «Το σφάλμα είναι δικό μου, που σας μετέδωσα τα θεϊκά Του λόγια! Δε σας πείθει, λοιπόν, ότι με θεράπευσε ο Θεός, ενώ ήμουν εκ γενετής κωφάλαλος;»
Εν τω μεταξύ, τρεις εταιρίες λεωφορείων ανέλαβαν να οδηγούν καθημερινώς τους πιστούς σε μικρή απόσταση από το καταφύγιο του βοσκού. Και συνωθούνταν γύρω του, μαζί με τους αρρώστους και τους ασθενικούς, ψυχίατροι και κάθε λογής επιστήμονες, περίεργοι και άθεοι, ακόμη και επιχειρηματίες, που του πρότειναν να τον εγκαταστήσουν σε αληθινό ανάκτορο, ώστε να δέχεται τους ασθενείς και να τους θεραπεύει. Μάλιστα, μια βαθύπλουτη Αμερικανίδα προσφέρθηκε να χτίσει μια εκκλησία στη Φιλαδέλφεια των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής και να τον εγκαταστήσει εκεί.
Αλλά, ο φτωχός Ρουμάνος βοσκός απέκρουσε κάθε προσφορά, όσο γενναιόδωρη κι αν ήταν. Περιορίστηκε να ανεβαίνει στην πρόχειρη εξέδρα που του κατασκεύασαν, εκεί στο ταπεινό χωριουδάκι του Maglavit, περιστοιχισμένος από τα πλήθη των γνήσιων πιστών. Ξερακιανός, ψηλός, με το βλέμμα εκστατικό, αφιερωμένος ολόκληρος στη βαθιά θρησκευτική του πίστη και στο θείο όραμά του, έλεγε απευθυνόμενος στους ευλαβείς, που κατέκλυζαν καθημερινά το καταφύγιό του:
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΑΚΡΟΠΟΛΙΣ», στις 12/01/1936…