Η Ζαν Αντουανέτ Πουασόν, η κατοπινή περίφημη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, γεννήθηκε στις 29 Δεκεμβρίου του 1721, στο Παρίσι. Κόρη πλούσιου τραπεζίτη, είχε από μικρή το όνειρο να γίνει ερωμένη του Βασιλιά. Μάλιστα, όταν ήταν μόλις εννέα ετών, μια γριά μάντισσα της είχε προφητεύσει πως μια μέρα θα γινόταν η μαιτρέσσα του Βασιλιά Λουδοβίκου του ΙΕ’. Έκτοτε ζούσε με αυτό το όνειρο…
Ο άντρας της μητέρας της ήταν υπάλληλος στη Διεύθυνση Προμηθειών του Στρατού. Η μητέρα της, πάλι, ήταν ξακουστή για τους πολλούς εραστές της. Δύο άντρες φιλονικούσαν για χρόνια για την πατρότητα της μικρής Ζαν Αντουανέτ: ο Francois Poisson και ο Charles Le Normand de Tournehem.Ωστόσο, ο Le Normand de Tournehem ήταν τόσο βέβαιος ότι εκείνος ήταν ο πατέρας της νεαρής Ζαν, ώστε ανέλαβε με την πιο μεγάλη επιμέλεια τα καθήκοντα, που η ιδιότητά του αυτή τον επιφόρτιζε. Αφιερώθηκε στην ανατροφή αυτού του κοριτσιού με εξαιρετική φροντίδα, η οποία είχε γίνει αληθινό πάθος, ειδικά όταν διαπίστωσε πως το κορίτσι είχε μια φυσική κλίση προς τις Καλές Τέχνες.Η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ από τα παιδικά της χρόνια διακρίθηκε στη μουσική, στη ζωγραφική και στη γλυπτική. Μάλιστα, είχε σημειώσει τέτοια πρόοδο, ώστε συγκαταλεγόταν ανάμεσα στους καλύτερους και πλέον ταλαντούχους καλλιτέχνες της εποχής εκείνης.Όταν η γλυκιά Ζαν έγινε 18 ετών, όλοι θαύμαζαν την απαστράπτουσα ομορφιά της. Ένα σαγηνευτικό της βλέμμα καθήλωνε κάθε αντρική παρουσία.Εν τούτοις, η πατρική αγάπη του Le Normand de Tournehem προς τη γλυκιά του κόρη αυγατιζόταν όσο περνούσαν τα χρόνια. Αποφάσισε, λοιπόν, να την παντρέψει με έναν τέτοιο τρόπο, που δε θα επέτρεπε σε κανέναν να αμφιβάλει ότι αυτός ήταν ο πραγματικός της πατέρας, ο υπερήφανος πατέρας της Ζαν.Έτσι, φρόντιζε η νεαρή κοπέλα να περιστοιχίζεται πάντοτε από ένα πλήθος μνηστήρων, που ανήκε στην ανώτερη αστική τάξη του Παρισιού. Μεταξύ αυτών ήταν και ο Charles d’ Etiolles, ο οποίος ήταν ανιψιός του προστάτη της Ζαν.Η ελεύθερη είσοδος στο σπίτι του θείου του, υπό την ιδιότητα του στενού συγγενούς, του παρείχε τη μοναδική ευχαρίστηση να θαυμάζει και να απολαμβάνει τη συντροφιά αυτής της επίγειας και πολυτάλαντης θεάς.Δεν πέρασε πολύς καιρός κι ο νεαρός Charles d’ Etiolles κατελήφθη από σφοδρό πάθος γι’ αυτή, που ο θείος του το αντελήφθη αμέσως. Πράγματι, ένιωσε ενθουσιασμένος με το πιθανό ενδεχόμενο της συζυγικής ένωσης αυτών των δύο.Όλη η δυσκολία γι’ αυτή την ένωση ανάμεσα στη Ζαν και στον Charles d’ Etiolles έγκειτο στο να αποσπασθεί η άδεια του πατέρα του νεαρού, ο οποίος έβρισκε πολλά προσκόμματα σ’ αυτόν τον γάμο, λόγω της μη έντιμης διαγωγής των γονιών της χαρισματικής δεσποινίδας.Εν τέλει, παρ’ όλες τις δυσκολίες, η τρυφερή αγάπη του Charles νίκησε κι έτσι, η Ζαν τον παντρεύτηκε στις 9 Μαρτίου του 1741, σε ηλικία 20 ετών. Φαίνεται, όμως, πως κανείς δεν είχε ενδιαφερθεί να ζητήσει και τη γνώμη της Ζαν γι’ αυτή την ισόβια συμπόρευση.Ο Charles ήταν μικροκαμωμένος. Δεν ήταν ούτε ωραίος ούτε συμπαθής. Δεν είχε χάρες, αλλά είχε χρήματα. Η Ζαν δεν τον αγαπούσε καθόλου, μολονότι εκείνου το πάθος δεν μπόρεσε να το λιγοστέψει ο γάμος.Επειδή η οικονομική του κατάσταση ήταν ιδιαιτέρως ανθηρή, δεν ήταν διόλου φειδωλός απέναντί της. Ξόδευε τεράστια ποσά για τα κοσμήματα και τα φορέματά της, προκειμένου να της αποδεικνύει διαρκώς το μέγεθος της αγάπης του.Αν και η παροιμιώδης ομορφιά της γυναίκας του μπορούσε να κάνει τον οποιοδήποτε στη θέση του ζηλότυπο και φθονερό, εν τούτοις ο Charles της είχε παραχωρήσει απόλυτη ελευθερία. Συνεπώς, συγκέντρωνε συχνά στο σπίτι του την πιο ποικίλη συντροφιά του Παρισιού. Η Ζαν πάντοτε ξεχώριζε με το φυσικό της κάλλος, τη γοητευτική της χάρη, τα πολύπλευρα ταλέντα της, αλλά και με το σπινθηροβόλο πνεύμα της.Υπήρχαν όλους τους καιρούς μέσα στο Παρίσι γυναίκες όμορφες και πνευματώδεις, που μαγνήτιζαν ολόγυρά τους όλους τους μορφωμένους και εξέχοντες ανθρώπους της γαλλικής πρωτεύουσας. Πράγματι, λοιπόν, ένας τέτοιος κύκλος σχηματίστηκε γύρω από τη Μαντάμ ντε Πομπαντούρ λίγο μετά τον γάμο της, απαρτιζόμενος από τον Βολταίρο, τον Μοντεσκιέ, τον Ρουσσώ και άλλους επιφανείς άντρες της λαμπρής εκείνης εποχής, που γέννησε τον Διαφωτισμό.Ο πιο τακτικός και ο πλέον προτιμώμενος από τους θαυμαστές της υπήρξε ο Καρδινάλιος Francois de Bernis, τον οποίο, τα χρόνια που ακολούθησαν, η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ τον έκανε, παρά τα εμπόδια από τις διάφορες θρησκευτικές αιρέσεις, Υπουργό των Εξωτερικών. Μάλιστα, η Ζαν συνήθιζε να αποκαλεί τον Καρδινάλιο
“το πληγωμένο μου περιστέρι”, λόγω των διώξεων που είχε υποστεί στην επαρχία του από τους Ιησουίτες.Η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, ευθύς εξ αρχής, πριν από τον γάμο της ακόμη, είχε στρέψει τα βέλη της προς την καρδιά του Βασιλιά της Γαλλίας και γι’ αυτό πάσχιζε να φαίνεται στην κοινωνία ως μια άμεμπτη, ηθική και συνετή γυναίκα.Ποτέ δεν απέδιωχνε άχαρα τους εραστές της. Προσπαθούσε να μην τους αφήνει δυσαρεστημένους, ενώ παρουσιαζόταν ως μετανοημένη και προσποιούνταν ότι εφεξής θα έμενε αιωνίως πιστή στον σύζυγό της, αστεϊζόμενη τάχα πως ο μόνο ο Βασιλιάς θα μπορούσε να την κάνει να απιστήσει ξανά.Συγχρόνως, ο έμπιστός της Καρδινάλιος βρήκε την ευκαιρία να πληροφορήσει τη Μεγαλειότητά του ότι υπήρχε στο Παρίσι μια γυναίκα που δεν έμοιαζε με καμία άλλη. Μια γυναίκα πανέμορφη και αισθαντική, σαγηνευτική και πνευματώδης, λάτρης των Τεχνών και των Γραμμάτων, η οποία είχε υποσχεθεί στον σύζυγό της αιώνια πίστη και αφοσίωση, εκτός μια εξαίρεσης για τον ίδιο τον Βασιλιά!Μια μέρα, λοιπόν, ο Λουδοβίκος είχε πάει για κυνήγι σ’ ένα γειτονικό δάσος, όταν ξέσπασε μια δυνατή καταιγίδα και αναγκάστηκε να βρει καταφύγιο στον πύργο του συζύγου της, του Charles d’ Etiolles, όπου πρόσφερε στον οικοδεσπότη του τα κέρατα ενός ελαφιού που είχε σκοτώσει νωρίτερα.Το κυνήγι ήταν μια από τις πολύ αγαπημένες διασκεδάσεις του Βασιλιά. Η Μαντάμ ντε Πομπαντούρ, με την ευκαιρία της βασιλικής επίσκεψης, υπενθύμισε στον άντρα της και το δικό της πάθος για κυνήγι. Ο άντρας της δεν είχε υποψιαστεί το παραμικρό. Της παρήγγειλε εκλεκτά κυνηγετικά κοστούμια κι έτσι, η Ζαν ξεκίνησε να υφαίνει το σχέδιό της.Ακολούθησε κι αυτή τον Βασιλιά σε όλες τις φάσεις του κυνηγιού, όχι ως μέλος της επίσημης ακολουθίας του, αλλά απλώς ως θεατής. Προσπαθούσε να βρίσκει δικαιολογίες, ώστε να τον συναντά συχνά, αλλά είχε απογοητευτεί, διότι ο καιρός περνούσε και οι σκοποί της δεν ευοδώνονταν.Με τον καιρό, ο Βασιλιάς άρχισε να της δίνει την πολυπόθητη προσοχή που λαχταρούσε η Ζαν. Όμως, οι επίμονες επιδιώξεις της δεν πέρασαν απαρατήρητες. Η Δούκισσα ντε Σατωρού είχε προσέξει πως η Ζαν είχε διαρκώς τα μάτια της στραμμένα στον Βασιλιά και ότι επιδείκνυε πάντοτε τις χάρες σ’ αυτόν με κάθε ευκαιρία.Η Ζαν, σαν θεά ουρανοκατέβατη, εμφανιζόταν στο δάσος όπου συνήθιζε να κυνηγά ο Βασιλιάς με την παρέα του κάθε φορά, πάντοτε ντυμένη εκθαμβωτικά.Συνεχίζεται…Η είδηση δημοσιεύθηκε στο περιοδικό “ΜΠΟΥΚΕΤΟ”, στις 18/01/1925…