Ο μακαριστός όσιος Γέροντας Αβιμέλεχ Μπονάκης, Μοναχός Μικραγιαννανίτης (1873–1965), το πανώριο αθωνικό πτηνό της προσευχής, ο γλυκός γίγαντας της ασκήσεως και ο μυστικός λάτρης της ησυχίας, αναμφισβήτητα είχε το προορατικό χάρισμα «φωτιζόμενος καὶφωτίζων φῶς γνώσεως, δίκην ἡλίου, πάντας τοὺς πλησιάζοντας» (Συμεών ο Νέος Θεολόγος). Τούτο το χάρισμα όμως το χρησιμοποιούσε διακριτικά και με έναν εντελώς φυσικό τρόπο από μεγάλη ταπείνωση, ίσα για να μην προκαλεί θόρυβο και θαυμασμό γύρω από το πρόσωπό του.
Όπως αναφέρει ο μακαριστός Αρχιμανδρίτης π. Χερουβείμ Καράμπελας (1920–1979), ιδρυτής και κτήτορας της Μονής Παρακλήτου, «όποιος έχει αυτό το θείο χάρισμα διασχίζει με το βλέμμα του τα βάθη της ανθρώπινης καρδιάς και διαβάζει τις μυστικές ανθρώπινες σκέψεις. Φέρνει στην επιφάνεια ανεξομολόγητα πταίσματα, αποκαλύπτει πλεκτάνες του διαβόλου, προβλέπει ακόμη τι τους επιφυλάσσει το μέλλον» (βλ. «Σύγχρονες Αγιορείτικες Μορφές 6 – Σάββας ο Πνευματικός», σελ. 45).
Αναφέρουμε μερικά μόνο περιστατικά από τη ζωή του Γέροντα Αβιμέλεχ, που καταγόταν από την ηρωική Κρήτη, πιο συγκεκριμένα, από το Εμπρόσνερο και το Βαφέ, τα οποία περιστατικά φανερώνουν και επιβεβαιώνουν την προορατικότητα και την αγιότητά του, καθώς και την προσήλωσή του στην ακριβή τήρηση των θείων εντολών. 1. Παραδέχτηκαν το λάθος τους Όταν ο Γέροντας Αβιμέλεχ βρισκόταν στο μοναστηράκι της Αγίας Τριάδος μαζί με τη μητέρα του, μοναχή Διοδώρα, ήρθαν δύο γυναίκες να προσκυνήσουν και να πάρουν την ευλογία του. Η μια κρατούσε ένα δοχείο με λάδι, που το είχε πάρει από το σπίτι της κρυφά και παρά τη θέληση του άνδρα της· ενώ η άλλη, καθώς προχωρούσαν από το χωριό τους προς το μοναστήρι, είδαν μια αχλαδιά με ώριμα αχλάδια και θεώρησε καλό να κόψει μερικά για να τα πάει στον Γέροντα. Όταν οι γυναίκες έφθασαν στο μοναστήρι, είδαν τον Γέροντα και πρόσφεραν τα δώρα τους. Όμως ο Γέροντας Αβιμέλεχ δεν τα δέχθηκε, εξηγώντας πειστικά τους λόγους της άρνησής του και αποκαλύπτοντας με λεπτομέρειες τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έφθασαν αυτά στο μοναστήρι. Οι δυο γυναίκες έμειναν κυριολεκτικά με ανοικτό το στόμα. Θαύμασαν για την προορατικότητα και την αγιότητα του ταπεινού Αγιορείτη μοναχού, παραδέχτηκαν το σφάλμα τους, ζήτησαν από τον Γέροντα συγνώμη και αναχώρησαν από το μοναστήρι μετανιωμένες και σίγουρα προβληματισμένες, ύστερα από το αξέχαστο μάθημα που πήραν μέσα την έμπρακτη ακρίβεια της θαυμαστής πολιτείας του. 2. «Ο Γέροντας καλά είδε…» Μια άλλη φορά, τρεις γυναίκες ξεκίνησαν από το χωριό τους για να επισκεφθούν τον Γέροντα στην «Αγία Τριάδα», για να πάρουν την ευλογία του, αλλά και για να συζητήσουν κάποιο σοβαρό θέμα που τις απασχολούσε. Πριν αυτές φθάσουν στο μοναστήρι, ο Γέροντας λέει στη μητέρα του, μοναχή Διοδώρα: –Σε λίγο φθάνουν τρεις γυναίκες εδώ στο μοναστήρι μας. Η μια απ’ αυτές δεν είναι δεκτή για κάποιο σοβαρό πνευματικό λόγο. Πραγματικά, μετά από λίγη ώρα χτυπούσαν την πόρτα του μοναστηριού οι τρεις γυναίκες. Η μοναχή Διοδώρα τις άνοιξε, τις καλοδέχτηκε και, κατά τη συμβουλή του Γέροντα, τις είπε πως αν κάποια απ’ αυτές αισθάνεται ότι βαρύνεται από κάτι και δεν μπορεί να μπει στην εκκλησία και ν’ αντικρίσει την εικόνα της Αγίας Τριάδας, να πάει μαζί της στο αρχονταρίκι. Πράγματι, η μια από τις τρεις γυναίκες προχώρησε δειλά προς το αρχονταρίκι και είπε στη μοναχή Διοδώρα: –Εγώ πρέπει να είμαι εκείνη και ο Γέροντας καλά είδε… Δεν μπήκε τότε να προσκυνήσει. Όπως τη συμβούλευσε ο Γέροντας, πήγε στον πνευματικό, εξομολογήθηκε, έλαβε συγχώρεση και, μετανιωμένη και συγχωρεμένη, επέστρεψε στο μοναστήρι με ψυχική καθαρότητα, προσκύνησε μέσα στο ναό και ευχαρίστησε τον Γέροντα που τη βοήθησε πνευματικά. 3. «Μάζεψε τα ρούχα και βάλτα μέσα…» Η μοναχή Ευβούλη μάς διηγήθηκε το εξής: «Ήταν 6 Αυγούστου, κι ο Γέροντας είχε έλθει από το Άγιον Όρος στην ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κρήτη, και τον φιλοξένησε στο σπίτι της, στα Χανιά, η αδελφή της μητέρας μου, Άννα Λεωνάκη. Η θεία μου του είχε φτιάξει ένα ωραίο κρεβάτι για να κοιμηθεί, αλλά δεν το βρήκε ποτέ ξέστρωτο, γιατί ο Γέροντας ολονυχτίς προσευχόταν. Αρκετές φορές τον είδε να είναι δίπλα στο τραπέζι γονατιστό και να προσεύχεται. Τότε, στις 6 Αυγούστου, ο Γέροντας επέστρεψε στο σπίτι και ήταν μούσκεμα στον ιδρώτα. Η θεία μου τον παρακάλεσε να του πλύνει τη φανέλα του κι εκείνος, ύστερα από την επιμονή της, έκανε υπακοή και δέχτηκε. Η θεία μου, πήγε και έπλυνε τη φανέλα και κατόπιν την άπλωσε έξω μαζί με άλλα ρούχα για να στεγνώσει. Μετά από κάμποση ώρα κι ενώ ήταν μισοστεγνωμένα τα ρούχα, ο Γέροντας λέει στη θεία μου: “Μάζεψε τα ρούχα και βάλτα μέσα, γιατί θα βρέξει και θα γραθούν!”. Η θεία μου παραξενεύτηκε, αφού ο ουρανός όλη τη μέρα ήταν ηλιόλουστος κι εκείνη ακριβώς την ώρα δεν υπήρχε κανένα σύννεφο, ούτε και κανένα προμήνυμα βροχής. Έκαμε όμως υπακοή και μάζεψε τα ρούχα. Δεν πέρασε πολλή ώρα και άνοιξαν οι καταρράκτες τ’ ουρανού. Ξέσπασε μια δυνατή καταιγίδα κι έβρεξε τόσο πολύ, που ποτέ δεν είχε βρέξει έτσι στα Χανιά εκείνη την περίοδο. Η θεία μου θαύμασε την προορατικότητα και την αγιότητα του Γέροντα και δόξασε τον Θεό». 4. «Πήγαινε τα ξύλα στη θέση τους» Μια άλλη φορά, η μητέρα του Γέροντα μοναχή Διοδώρα έψηνε στο μοναστήρι ρεβίθια, χρησιμοποιώντας ξύλα από μια χαρουπιά που δεν ανήκε στην εκκλησία. Τα έψηνε πολλή ώρα, αλλά τα ρεβίθια δεν έλεγαν να ψηθούν. Ο Γέροντας τότε γυρίζει και λέει στη μητέρα του: –Πήγαινε τα ξύλα πίσω στη θέση τους και χρησιμοποίησε άλλα ξύλα για να ψηθούν τα ρεβίθια. Έτσι κι έγινε! Μόλις άναψε τη φωτιά με άλλα ξύλα, τα ρεβίθια ψήθηκαν μέσα σε λίγα λεπτά. 5. Η μοναχή Μαριάμ Μαζί με τη μητέρα του Γέροντα, τη μοναχή Διοδώρα, ασκήτευε στην «Αγία Τριάδα» και η μοναχή Μαριάμ. Όταν κοιμήθηκε η μοναχή Διοδώρα, η μοναχή Μαριάμ θέλησε να ενταχθεί στην αδελφότητα της μονής του Τιμίου Προδρόμου. Παρουσιάστηκαν όμως κάποιες δυσκολίες γι’ αυτή τη «μετακόμιση», που έκαναν τη μοναχή Μαριάμ να στενοχωρηθεί πολύ και την κούρασαν ψυχικά και πνευματικά. Ο Γέροντας Αβιμέλεχ βρισκόταν στο Άγιον Όρος και, χωρίς να τον ειδοποιήσει κανείς, έστειλε μια επιστολή προς τη μοναχή Μαριάμ, γράφοντάς της τα εξής: «Γερόντισσα Μαριάμ, τι σου συμβαίνει; Γνωρίζω ότι αντιμετωπίζεις κάποιες δυσκολίες σ’ αυτή την περίσταση. Μη στενοχωριέσαι, όμως! Είναι δοκιμασίες που γρήγορα, με τη βοήθεια του Θεού, θα περάσουν και θα γίνει αυτό που επιθυμείς». Πραγματικά! Οι δυσκολίες πέρασαν, η μοναχή Μαριάμ πήγε τελικά στο μοναστήρι του Τιμίου Προδρόμου και, αφού έζησε εκεί για πολλά χρόνια με νηστεία, αγρυπνία και προσευχή, κοιμήθηκε μακαρίως. 6. Οι ανομολόγητοι λογισμοί φυγής Άλλη μαρτυρία για το προορατικό χάρισμα του Γέροντα Αβιμέλεχ ανιχνεύσαμε και στο περίφημο «Αθωνικό Γεροντικό» (του Αρχιμ. Ιωαννικίου Κοτσώνη, σελ. 435–436), από το οποίο αναφέρονται τα εξής: «Διηγήθηκε σ’ εμάς η Γερόντισσα Τιμοθέα, ηγουμένη της ιεράς μονής Μακρυμάλλης Ψαχνών Ευβοίας, για τον ασκητή Γέροντα Αβιμέλεχ: “Εμένα μου είπε: ‘Να έχεις υπόψη σου ότι στο μέλλον κάποιος ιερομόναχος θα σου κάνει πρόταση να γίνεις ηγουμένη σ’ ένα μοναστήρι. Μη δεχθείς. Δε συμφέρει’. Και, πράγματι, πραγματοποιήθηκε η πρόρρησή του. Άλλη φορά μού είπε: ‘Η τάδε μοναχή σου, έχει λογισμούς να φύγει από τη μονή’. Πρόσεξέ τη, μη φύγει και καταστραφεί. Η ίδια αδελφή ομολόγησε τους λογισμούς φυγής”». 7. «Πλησιάζει το τέλος σου» Ασφαλή μαρτυρία για το προορατικό χάρισμα του Γέροντα μάς δίνει και η μοναχή Πίστη από την ιερά μονή Αγίας Τριάδος Εκάλης Αττικής, η οποία γνώριζε τον Γέροντα από τη νεότητά της, πριν ακόμη γίνει η ίδια μοναχή. Αφηγείται η ίδια τα εξής: «Το 1948 γνωρίσαμε τον Γέροντα Αβιμέλεχ που είχε έλθει στην Αγία Τριάδα, στη Νίκαια. Ασκητική μορφή. Η ταπείνωσή του ήταν παραδειγματική, η πραότητά του πολύ μεγάλη. Προς τον εαυτό του ήταν αυστηρός, προς τους άλλους επιεικής. Όταν ερχόταν στην Αγία Τριάδα, μας επισκεπτόταν μετά και στο σπίτι, μαζί με τους υποτακτικούς του τον Γέροντα Κοσμά και τον πατέρα Διονύσιο. Είχε προορατικό χάρισμα. Χωρίς να γνωρίζει την ιστορία του πατέρα μου, του είχε πει: “Πέρασες πολλά βάσανα στη Μικρά Ασία, έχασες πολλά αδέλφια (σημ.: από τα δέκα άτομα που αποτελούσαν την οικογένειά του, μόνο ο πατέρας μου σώθηκε!). Εδώ τώρα είσαι καλά, αλλά πλησιάζει το τέλος σου!”. Πράγματι, ο πατέρας μου εξομολογήθηκε, ετοιμάσθηκε και σε λίγο καιρό πέθανε. »Κάποια άλλη φορά μάς είχε επισκεφθεί κι ενώ ήταν παρόντες ο πατέρας μου κι ο Γέροντας Κοσμάς, μου είπε δίνοντάς μου μια εικόνα της Παναγίας της Δοχειαρίτισσας (της Παναγίας της «Γοργοεπηκόου»): “Πάρε, παιδί μου, αυτή την εικόνα! Όταν πας στο μοναστήρι, θα γίνεις οικονόμος. Την εικόνα να τη βάλεις στο οικοτροφείο της μονής, για να σας προστατεύει η χάρη της!”. Όπως είπε, έτσι κι έγινε». Σίγουρα υπάρχουν και πολλά άλλα παραδείγματα και μαρτυρίες που επιβεβαιώνουν το προορατικό χάρισμα και την αγιότητα του μακαριστού οσίου Γέροντα Αβιμέλεχ, αλλά τα περισσότερα από αυτά έμειναν στην αφάνεια και τα γνωρίζουν μόνο εκείνος και αυτοί που έγιναν κοινωνοί και μάρτυρες των χαρισμάτων του, γιατί ο Γέροντας, από μεγάλη και ειλικρινή ταπείνωση, δεν επιθυμούσε και δεν άφησε ο ίδιος να γίνουν γνωστά στους πολλούς… ※ Αντώνιου Εμμ. Στιβακτάκη: «Ο Γέροντας Αβιμέλεχ ο Αγιορείτης», Κεφ. 13ο, σελ. 89–94, Έκδοση Ι.Μ. Ιεραπύτνης και Σητείας.