Μία πορεία προς την εκτεταμένη φτωχοποίηση στην Ελλάδα δείχνουν τα στοιχεία της Eurostat, καθώς “7 στους 10 πολίτες νιώθουν πως είναι φτωχοί”.
Η Ελλάδα είναι είτε πρώτη είτε συγκαταλέγεται στις πρώτες θέσεις σε όλους ανεξαιρέτως τους δείκτες φτώχειας, υλικής στέρησης και κοινωνικής δυστυχίας στην Ε.Ε. των 27, με την όποια πρόοδο να είναι εξαιρετικά αργή.
Τι δείχνουν τα στοιχεία
Αναλυτικότερα και σύμφωνα με τον “Οικονομικό Ταχυδρόμο” η Ελλάδα έχει το υψηλότερο ποσοστό ατόμων με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο στην Ε.Ε. (81,6%) -δηλαδή μόνο με απολυτήριο Γυμνασίου- που θεωρούνται φτωχά. Ακολουθούν η Βουλγαρία (67,9%) και η Σλοβακία (53,3%). Τα χαμηλότερα νούμερα καταγράφονται στη Φινλανδία (7,3%), στο Λουξεμβούργο (10%) και στη Σουηδία (11,3%). Λιγότερο από ένας στους τρεις Ευρωπαίους με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο θεωρείται υποκειμενικά φτωχός το 2022, έναντι τεσσάρων στους πέντε Ελληνες.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της μελέτης είναι πως στην Ελλάδα καταγράφονται τα υψηλότερα ποσοστά στην Ε.Ε. ατόμων με μεσαίο και υψηλό μορφωτικό επίπεδο που θεωρούνται υποκειμενικά φτωχά, με ποσοστά 70% και 49% αντιστοίχως. Η κατηγορία «Μεσαίο και υψηλό μορφωτικό επίπεδο» περιλαμβάνει όσους έχουν αποκτήσει τουλάχιστον απολυτήριο Λυκείου, οι οποίοι αποτελούν τη μεγάλη πλειονότητα του ελληνικού πληθυσμού. Τα περισσότερα από τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. ανέφεραν σημαντικές διαφορές ως προς τα ποσοστά φτώχειας μεταξύ των ομάδων πληθυσμού με υψηλή και χαμηλή εκπαίδευση. Η διαφορά ήταν τουλάχιστον 20 ποσοστιαίες μονάδες σε 12 χώρες.
Οι μισθοί
Ο μέσος ετήσιος μισθός στη χώρα μας είναι ο χαμηλότερος στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Xθεσινό δημοσίευμα του Euronews Business παρουσιάζει τα στοιχεία της Statista (για το 2022), τα οποία καταγράφουν ότι οι μέσοι ετήσιοι μισθοί στην Ε.Ε. κυμαίνονταν από τα 24.067 ευρώ στην Ελλάδα μέχρι, το ανώτατο, τα 73.642 ευρώ στην Ισλανδία.
Οι χώρες με τις χαμηλότερες απολαβές εκτός της «πρωταθλήτριας» Ελλάδας για το 2022 είναι η Σλοβακία (24.337 ευρώ), η Ουγγαρία (26.376 ευρώ), η Πορτογαλία (29.540 ευρώ) και η Τσεχία (30.967 ευρώ). Σημειώνεται ότι στην Ελλάδα βάσει πρόσφατης έρευνας της Συνομοσπονδίας Ευρωπαϊκών Συνδικάτων, ο μισθός των εργαζομένων εξακολουθεί να μειώνεται (0,2%) σε πραγματικούς όρους, ενώ τα κέρδη των εταιρειών αυξήθηκαν κατά σχεδόν 2%.
Σε απόλαυση για λίγους μετατρέπεται το γρήγορο φαγητό - Θα κόψουν οι Έλληνες και το σουβλάκι λόγω ακρίβειας;
Η κατάσταση
Ο προϋπολογισμός του 2024, όχι μόνο δεν αναστρέφει ουσιαστικά αυτή την κατάσταση αλλά δημιουργεί σημαντικά ερωτήματα κυρίως σε ό,τι αφορά τις κρίσιμες κοινωνικές δαπάνες. Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα είναι πρώτη στην Ε.Ε. των 27 στο ποσοστό των ατόμων σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στον γενικό πληθυσμό με 26,3%, με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο να αγγίζει το 21,6%, με δεύτερη τη Ρουμανία και τρίτο το Μαυροβούνιο.
Ακόμη, τα άτομα σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού στις ηλικίες 15-24 ετών είναι το 30,7% της κοινωνίας, όταν ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 24,5%. Η πρόοδος κατά την πρώτη τετραετία Μητσοτάκη είναι μόλις 6,5 ποσοστιαίες μονάδες, παρά τη σημαντική μείωση της ανεργίας.
Επιπλέον, δεύτερη από το τέλος κατατάχθηκε η Ελλάδα σε επίπεδο ΕΕ όσον αφορά στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ για το 2022, καταγράφοντας ποσοστό 33% κάτω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, πίσω μόνο από τη Βουλγαρία (38% κάτω από τον μ.ο. της ΕΕ) και την Σλοβακία (29% κάτω).
Κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο κινήθηκε και η πραγματική ατομική κατανάλωση στην Ελλάδα το ίδιο έτος, καθώς κατατάχτηκε στην 25η θέση της ευρωπαϊκής κατάταξης μαζί με την Εσθονία και 22% κάτω από τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Περικοπές
Ένα από τα ζητήματα που τίθενται είναι το πώς ο προϋπολογισμός της επόμενης χρονιάς απαντά στο πρόβλημα αυτό. Είναι χαρακτηριστικό πως οι δαπάνες στις αποκαλούμενες μεταβιβάσεις Μεταβιβάσεις (δαπάνες κοινωνικού χαρακτήρα) μειώνονται κατά 3,6% (από τα 33.504 δισ. ευρώ στα 32.282 δισ. ευρώ)
Το παραπάνω οφείλεται στη μείωση του κονδυλίου των Μεταβιβάσεων προς τα ασφαλιστικά ταμεία κατά 1% και προς τη ΔΥΠΑ (πρώην ΟΑΕΔ) κατά 9,7%.
Παράλληλα, προκύπτει «ψαλίδι» στις προνοιακές παροχές των ασφαλιστικών ταμείων κατά 34% και στα προγράμματα απασχόλησης της ΔΥΠΑ κατά 41%.