«Ο Τζον ήταν καλός μαζί μου. Με πρόσεχε και μου έφερνε όλων των λογιών τα κοσμήματα και αυτοκίνητα και ζωάκια, και πηγαίναμε βόλτες και βλέπαμε πράγματα και μου έδωσε όλα όσα θέλει ένα κορίτσι. Μου αντιμετώπισε σαν κυρία», έλεγε η Μπίλι Φρεκέτ για τον άνθρωπο που θα της άλλαζε τη ζωή.
Είμαστε πια στα 1936, όταν θα ξεκινούσε τη μακρά της περιοδεία (ως το 1941) στα μήκη και τα πλάτη των ΗΠΑ, καθώς ως σύντροφος του αρχιληστή είχε πολλές ιστορίες να πει. Την αμερικανική κυβέρνηση την ενδιέφερε βέβαια αποκλειστικά μία, αυτή που θα μοιραζόταν με το κοινό της μέσα στην πανηγυρική ατμόσφαιρα της κρατικής εκστρατείας «Το έγκλημα δεν αποδίδει».
Η ιστορία της ζωής της είχε μετατραπεί ωστόσο από το πολύ κόψε-ράψε σε ένα σωστό παραμύθι, αν και η ίδια δεν ζήτησε ποτέ οίκτο, παραμένοντας με το κεφάλι ψηλά ως το τέλος.
Κι αν τώρα την έβαζαν να λέει όλων των ειδών τις προκατασκευασμένες ιστορίες για το πόσο κακό ήταν το έγκλημα, η ίδια ήξερε καλύτερα από τον καθένα ότι ως τη σύλληψή της τον Μάρτιο του 1934 ήταν το κορίτσι του Τζον Ντίλινγκερ, για χάρη του οποίου θα καταδικαζόταν τελικά για υπόθαλψη εγκληματία.
Η Έβελιν ήταν εξάλλου στο πλάι του κατά το διαβόητο πιστολίδι που ακολούθησε μετά την απόδρασή του από τη φυλακή στις 31 Μαρτίου 1934, έχοντας περάσει βράδια και βράδια στο πλευρό του ως κύριος και κυρία Χέλμαν. Όταν την τσάκωσε το FBI στις 9 Απριλίου στο Σικάγο έπειτα από πληροφορία γνωστού χαφιέ της αστυνομίας, οι ομοσπονδιακές αρχές ήξεραν πια όλο το βιογραφικό της.
Η Μπίλι είχε γνωρίσει τον «Νο 1 δημόσιο κίνδυνο» όταν ο πρώτος της άντρας ήταν στη φυλακή επειδή είχε το κακό συνήθειο να ληστεύει τα ταχυδρομεία. Αυτή και ο εραστής της θα όργωναν τις ΗΠΑ παρέα και θα έκλεβαν τράπεζες με τον σωρό, καταφέρνοντας να επιβιώσουν από ανταλλαγές πυροβολισμών με τον νόμο και ξεκαθαρίσματα λογαριασμών με όλους τους υπόλοιπους.
Οι δυο τους ερωτεύτηκαν και ερωτεύτηκαν παράφορα, η ιστορία τους ωστόσο είναι πολλά περισσότερα από ένα μελό love story…
Πρώτα χρόνια
Η Μέρι Έβελιν «Μπίλι» Φρεκέτ γεννιέται στις 15 Σεπτεμβρίου 1907 μέσα σε ινδιάνικο καταυλισμό του Ουισκόνσιν ως κόρη γάλλου πατέρα και ινδιάνας μητέρας. Ανήκε σε μια μεικτή ινδιάνικη μειονότητα (Μέτις) που είχε φτιαχτεί όταν τόσοι και τόσοι γάλλοι κυνηγοί παντρεύτηκαν νεαρές Ινδιάνες κατά τον 18ο και 19ο αιώνα, όταν το εμπόριο γούνας ανθούσε στην περιοχή.
Η μικρή μεγάλωσε στον ινδιάνικο καταυλισμό με τα τέσσερα αδέλφια της, έχασε όμως τον πατέρα της σε ηλικία 8 ετών. Εκεί πήγε σχολείο, σε μια ιεραποστολική σχολή, και στα 13 της την έσυραν με το ζόρι σε κρατικό σχολικό οικοτροφείο της Νότιας Ντακότα ειδικά για τα παιδιά των μεικτών ινδιάνικων γάμων.
Εκεί θα περάσει τα επόμενα τρία χρόνια της, πριν μετακομίσει στο Μιλγουόκι για να ζήσει με τη θεία της. Τώρα ήθελε να γίνει νοσοκόμα, μόνο που δεν έβρισκε δουλειά για να μπορεί να σπουδάσει, κι έτσι στα 18 της θα μετακομίσει στο Σικάγο για να ενωθεί και πάλι με τη μεγαλύτερη αδελφή της και να κυνηγήσει το όνειρο της νοσηλευτικής. Για να τα βγάλει πέρα, έκανε ό,τι δουλειά έπεφτε στο χέρι της, από καθαρίστρια μέχρι και γκαρσόνα, κι έτσι ο γάμος με τον πρώτο της σύζυγο έμοιαζε διέξοδος για κείνη.
Παντρεύτηκαν στις 2 Αυγούστου 1932, σε κοινό μάλιστα γάμο με τον συνέταιρό του και τη δική του γυναίκα, αν και κανείς τους δεν θα στέριωνε με το στεφάνι του. Έναν ακριβώς χρόνο αργότερα, στις 13 Αυγούστου 1933, τα δυο συνεταιράκια θα περνούσαν την πόρτα της ίδιας φυλακής με κάθειρξη 15 ετών στις πλάτες τους επειδή έκαναν κομπίνες με συνταγογραφούμενα φάρμακα και ληστείες σε ταχυδρομεία.
Η ίδια δήλωσε στους δημοσιογράφους πως δεν είχε πάρει μυρωδιά τι έκανε ο αντρούλης της. «Ποτέ δεν μου είπε τι σκάρωνε», είπε αδιάφορα, για να συνεχίσει με τον ίδιο τρόπο: «Το να είμαι παντρεμένη μαζί του, δεν είχε και πολλή σημασία. Τον έχασα από τη ζωή μου με το που παντρευτήκαμε»…
Το σημείο καμπής που λέγανε Τζον Ντίλινγκερ
Την ίδια ακριβώς χρονιά, τον Οκτώβριο του 1933, η Μπίλι γνώρισε τον κακοποιό Τζον Ντίλινγκερ σε μια χοροεσπερίδα του καμπαρέ όπου δούλευε. Εκείνη ήταν 26 ετών και εκείνος στα 30 του και ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα! Ο κακοποιός συστήθηκε με ψεύτικο όνομα, Τζακ Χάρις της είπε ότι λέγεται, και κατόπιν ακολούθησε η ατάκα που θα έβρισκε εκείνη ακαταμάχητη: «Πού ήσουν όλη μου τη ζωή;».
Παρά το γεγονός ότι ο Ντίλινγκερ δεν της έκρυψε ποτέ το πλούσιο ποινικό του μητρώο και τις παράνομες δραστηριότητές του, εκείνη δεν ήξερε λέει ποιος ήταν, καθώς δεν διάβαζε ποτέ τις εφημερίδες. Οι δυο τους προσπάθησαν να παντρευτούν έπειτα από λίγους μήνες κοινής ζωής, ο χρόνος δεν ήταν ωστόσο σύμμαχός τους: εκείνη δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει τις διαδικασίες για το διαζύγιό της πριν μπει στη φυλακή το 1934 και εκείνος θα πέθαινε όπου να ναι.
Τον γάμο τον ήθελαν βέβαια για την πολιτεία, καθώς ήταν ζευγάρι κανονικό και ο Τζον την παρουσίαζε παντού ως σύζυγό του. Κι εκείνη, σαν καλή σύζυγος, του μαγείρευε, του έκανε την μπουγάδα και τον βοηθούσε κάθε τόσο στη δουλειά του. Μόνο που η δουλειά του ήταν οι ληστείες τραπεζών!
Όταν δεν έκανε μικροθελήματα για τον ληστή και δεν του έδινε μονίμως άλλοθι, ήταν εκεί γι’ αυτόν κάθε φορά που τη χρειαζόταν. Όπως το να οδηγεί το αμάξι της διαφυγής στις ληστείες που έκανε ο Τζον με σπείρα του. Οδηγός ήταν και πάλι εκείνη μετά την απόδραση του Ντίλινγκερ από τη φυλακή, όταν η αστυνομία της Μινεσότα όρμησε στο κρησφύγετό τους. Ο Τζον χτυπήθηκε με σφαίρα στο πόδι από το πιστολίδι με την αστυνομία και η Μπίλι τον οδήγησε στον γιατρό. Κάτι που θα πλήρωνε ευθύς αμέσως και μάλιστα βαριά.
Παρά το γεγονός ότι θα καταδικαζόταν για αυτό το περιστατικό με την κατηγορία της υπόθαλψης εγκληματία, δεν ήταν φυσικά η πρώτη φορά που έπαιρνε μέρος στις βρόμικες μπίζνες του καλού της. Στα αρχεία της πολιτειακής αστυνομίας της Ιντιάνα ήταν φακελωμένη ήδη από τον Νοέμβριο του 1933, με το που τα έφτιαξε κοινώς με τον Ντίλινγκερ, καθώς εκείνο τον μήνα την είδαν για πρώτη φορά στο πλευρό του σε ένα αιματοβαμμένο ξεκαθάρισμα λογαριασμών του Τζον.
Την είδαν επίσης με τον Ντίλινγκερ και τη συμμορία του στις 8 Δεκεμβρίου, όταν ένας συνεργός του πυροβόλησε και σκότωσε έναν αστυνομικό και η σπείρα εγκατέλειψε νύχτα το Σικάγο. Μπίλι και Τζον ταξίδεψαν μαζί στη μακρά διαδρομή μέσα από τη Φλόριντα μέχρι να φτάσουν στην Αριζόνα.
Εκεί θα την τσακώσουν για πρώτη φορά οι διωκτικές αρχές στις 25 Ιανουαρίου 1934, με τρία ακόμα μέλη της σπείρας που είναι σήμερα γνωστή ως «Πρώτη Συμμορία του Ντίλινγκερ». Η αστυνομία της Αριζόνα δεν είχε ωστόσο τίποτα να της προσάψει, κι έτσι την άφησε ελεύθερη.
Κι αυτό γιατί Τζον και Μπίλι δεν ήταν σαν τους Μπόνι και Κλάιντ. Η σύντροφος του Ντίλινγκερ τον βοηθούσε όπως και όσο μπορούσε, δεν ήταν όμως κανονικό συνεταιράκι στο έγκλημα. Εκτελούσε, όπως είπαμε, θελήματα, μετέφερε κλοπιμαία και μετρητό στις τσάντες της και οδηγούσε τα αυτοκίνητα της σπείρας, αν και πρωτίστως κρατούσε τον ρόλο της καλής συζύγου, προσφέροντας απλόχερα άλλοθι και μαντάροντας τα ρούχα του καλού της. Και απολαμβάνοντας φυσικά τη μεγάλη ζωή που της προσέφερε ο κακοποιός, με πανάκριβα ρούχα και κοσμήματα και ό,τι άλλο τραβούσε η ψυχή της.
Αν συμμετείχε στις ληστείες τραπεζών, το πράγμα μόνο ξεκάθαρο δεν είναι, καθώς οι αναφορές της ομοσπονδιακής αστυνομίας δεν συμφωνούν με τα κιτάπια των τοπικών αστυνομικών τμημάτων. Και ο προκάτοχος του FBI της εποχής δεν ήταν ακριβώς γνωστός για την αξιοπιστία των αρχείων του, αφήνοντας τον βαθμό εμπλοκής της Μπίλι στις παράνομες δραστηριότητες του αντρούλη της αντικείμενο διαμάχης. Αξίζει πάντως να σημειωθεί πως επισήμως κατηγορήθηκε μόνο για υπόθαλψη εγκληματία, παρά το γεγονός ότι υπήρχαν αποδείξεις που θα μπορούσαν να της φέρουν μεγαλύτερο πονοκέφαλο…
Σύλληψη, φυλάκιση και μεταμόρφωση
Ο Ντίλινγκερ το έσκασε από τις φυλακές της Ιντιάνα στις 31 Μαρτίου 1934, σε μια απόδραση που δεν αποκλείεται καθόλου να διευκόλυνε η Μπίλι, περνώντας στη λάθρα μέσα στη φυλακή μετρητό και χάρτες. Τον επισκέφτηκε εξάλλου κάποιες φορές με τον δικηγόρο του στη φυλακή και ήξερε όσο να πεις τα εγκληματικά κατατόπια.
Εκείνος πήγε αμέσως μετά τη δραπέτευσή του να τη βρει στο Σικάγο και ζούσαν τώρα ως κύριος και κυρία Χέλμαν. Οι ομοσπονδιακές αρχές δεν θα τους άφηναν όμως να χαρούν τον έρωτά τους, καθώς δεν της συγχώρησαν το γεγονός ότι οδηγούσε το αμάξι της διαφυγής του Ντίλινγκερ όταν τον έκαναν τσακωτό στο σπίτι όπου ζούσε με την καλή του.
Η Μπίλι ξέφυγε από την αστυνομία και τον πήγε σε έναν γιατρό για να περιποιηθεί το τραύμα στο πόδι του. Οι ομοσπονδιακοί πράκτορες τη συνέλαβαν λίγες μέρες αργότερα, στις 9 Απριλίου, και την πήγαν στο στρατηγείο τους.
Ο Τζον έκανε μάλιστα τον γύρο του τετραγώνου με το αυτοκίνητό του αρκετές φορές, μέχρι να τον πείσει τουλάχιστον η σύντροφος του συνεργού του Τζον Χάμιλτον να μην αποπειραθεί να τη σώσει από τα χέρια των ομοσπονδιακών, γιατί θα τον σκότωνε η αστυνομία. Η Πατ Κέρινγκτον δήλωσε αργότερα στον εισαγγελέα ότι ο Ντίλινγκερ «έκλαιγε σαν μωρό».
Εξουσιοδότησε μάλιστα τον δικηγόρο του, Λούις Πικέ, να αναλάβει την υπεράσπιση της Μπίλι και να την απελευθερώσει με νόμιμα πια μέσα. Στην περιβόητη δίκη της, η Μπίλι ισχυρίστηκε ότι κακοποιήθηκε κατά την ανάκρισή της και, όπως μας είπε ο κοινός τους δικηγόρος, ο Τζον ορκίστηκε πως θα σκότωνε τον ανακριτή της. Δεν το έκανε, αν και κάπως απρόθυμα, γιατί ο δικηγόρος τον απείλησε πως θα εγκατέλειπε την υπεράσπισή της!
Η Μπίλι έφαγε 2 χρόνια για υπόθαλψη εγκληματία, τα οποία εξέτισε σε αγροτικές φυλακές του Μίσιγκαν. Πριν από τον θάνατό του στις 22 Ιουλίου 1934, ο Ντίλινγκερ συναντήθηκε αρκετές φορές με τον δικηγόρο του προετοιμάζοντας την έφεση της Μπίλι, παρά το γεγονός ότι στο κρεβάτι του πλάγιαζε ήδη άλλη γυναίκα. Σε μια δική της επιστολή που σώζεται, η Μπίλι τον ικετεύει να μην προσπαθήσει να τη βγάλει από τη στενή, καθώς φοβόταν πως η αστυνομία θα τον σκότωνε αν τον αναγνώριζε. Και είχε δίκιο, καθώς αυτές ήταν οι ρητές εντολές του που θα εκτελούσαν κατά γράμμα οι πράκτορές του ευθύς αμέσως, ένα βραδάκι που ο Τζον και η συμμορία του είχαν πάει σινεμά τις κυρίες τους.
Υπάρχουν ενδείξεις ότι ο Ντίλινγκερ μπήκε μεταμφιεσμένος στη συγκεκριμένη αγροτική φυλακή θέλοντας προφανώς να βρει τρόπο για την απόδραση της Μπίλι. Κάτι που δεν έγινε, κι έτσι εκείνη απελευθερώθηκε το 1936, έχοντας εκτίσει την ποινή της. Τώρα όργωνε τις ΗΠΑ με τα μέλη της οικογένειας του Ντίλινγκερ σε ένα κακοσχεδιασμένο θεατρικό σόου που ήθελε να πείσει το αμερικανικό κοινό πως «Το έγκλημα δεν αποδίδει». Εκεί μιλούσε λογοκριμένα για τη ζωή της και απαντούσε στις εύκολες ερωτήσεις του κόσμου για τον κακοποιό.
Έχοντας ξεκόψει με το έγκλημα, επέστρεψε στον ινδιάνικο καταυλισμό που γεννήθηκε και πέρασε το υπόλοιπο της ζωής της στη σωστή πλευρά του φάσματος της νομιμότητας. Παντρεύτηκε άλλες δύο φορές, κι αυτός ήταν ο μόνος λόγος που απασχόλησε έκτοτε τις εφημερίδες, τη στήλη των αναγγελιών γάμου πια. Κάποιοι αναφέρουν και ένα παιδί, το οποίο αν όντως γεννήθηκε, πέθανε σε τρυφερή ηλικία το 1928, πριν καν τον πρώτο της γάμο.
Η σύντροφος του Ντίλινγκερ άφησε την τελευταία της πνοή στις 13 Ιανουαρίου 1969, έπειτα από χρόνια μάχη με τον καρκίνο. Την ενταφίασαν στο κοιμητήριο της περιοχής, δίπλα στον τρίτο σύζυγό της…