Το θρησκεύεσθαι αποτελεί έμφυτη τάση και βασική ανάγκη η οποία πρέπει να ικανοποιηθεί με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Αυτό που βιώνουμε σήμερα θα μπορούσαμε να το ερμηνεύσουμε ως την σύγκρουση των παραδοσιακών θρησκειών στις οποίες εμμένουν οι λαϊκές τάξεις, με τις νεώτερες του «ορθού λόγου» και των «δικαιωμάτων» στις οποίες προσηλυτίζονται τα ανώτερα οικονομικά και μορφωτικά στρώματα.
Στην σύγκρουση αυτή δεν είναι μόνον το ψυχολογικό και μορφωτικό υπόβαθρο των πιστών που διαφέρουν, αλλά και το τι αναγνωρίζεται ως θεμιτό κίνητρο συμπεριφοράς.
Στην νέα θρησκεία του «ορθού λόγου» οι συμπεριφορές ταξινομούνται αποκλειστικώς βάσει του υλικού οφέλους που αποφέρουν, ή της «χρησιμότητας» (utility) για να χρησιμοποιήσουμε όρο των νεοκλασικών οικονομικών: οι ορθολογικές συμπεριφορές καταφέρνουν να αυξήσουν το υλικό όφελος, και οι ανορθολογικές όχι.
Υπό την έννοια αυτή, η μητρική αγάπη προς το παιδί δεν έχει τίποτα το υπερβατικά ηθικό, είναι απλώς πρακτικά χρήσιμη: είναι είτε ένα «εξελικτικό πλεονέκτημα» για την διαιώνιση του είδους, είτε υλιστικώς ωφέλιμη για την φροντίδα στα γεράματα. Ο άνθρωπος εξαντλείται στην βιολογία και στο στομάχι του.
Το βολικό με αυτήν την θεώρηση είναι ότι η επίτευξη υλικού συμφέροντος μπορεί να μαθηματικοποιηθεί, και οι ανθρώπινες συμπεριφορές να γίνουν προβλέψιμες και αντικείμενο συμπεριφορικής ανάλυσης, άρα και ελέγχου.
Από εμπειρικά ευρήματα σαν του Kahneman, περνάμε σε συνταγές συμπεριφορικής παρέμβασης για τους «αρχιτέκτονες επιλογών» (βλ. R. H. Thaler και C. R. Sunstein, Nudge), που θα υλοποιούνται από πρακτικούς όπως ο Chris Voss.
Αυτές οι δυνατότητες δεν μπορεί παρά να είναι εξαιρετικά γοητευτικές για τις πολιτικές ελίτ, αλλά είναι χρήσιμες μόνον αν τι υποκείμενο μάθει να κινητοποιείται–έστω και ανορθολογικά–μόνο από το στενό υλικό του συμφέρον.
Αντιθέτως, η υπερβατική φύση των παλαιών θρησκειών προσθέτει έννοιες που δεν αναλύονται με την ωφελιμιστική άλγεβρα: ψυχή, Θεός, αγάπη, αρετή, θυσία, συγχώρεση, αμαρτία, μετάνοια.
Αυτές δημιουργούν πολυδιάστατες συμπεριφορές που δεν αναλύονται ωφελιμιστικά.
Η αυτοθυσία είναι η ύστατη ωφελιμιστική άρνηση, και όμως την βλέπουμε ξανά και ξανά να επιβεβαιώνεται, από τους Νεομάρτυρες μέχρι τους καμικάζι.
Για να δουλέψει λοιπόν κάποιο ωφελιμιστικό μοντέλο, θα πρέπει να μεσολαβήσει μια θρησκεία του «ορθού λόγου», πλήρως υλιστική και χωρίς υπερβατικό περιεχόμενο, που θα καταστήσει τις συμπεριφορές του πιστού προβλέψιμες και ελέγξιμες βάσει υλικών κινήτρων και αντικινήτρων.
Και αυτό προϋποθέτει σύγκρουση.
Στην Ελλάδα, περιστατικά όπως η υπόθεση των ταυτοτήτων επί Κ. Σημίτη, καθώς και η εν συνόλω πρόσφατη συμπεριφορά δυσανεξίας της κας Σακελλαροπούλου απέναντι στα σύμβολα της Ορθοδοξίας, έφεραν την παραπάνω σύγκρουση στην επιφάνεια και έχουν ανησυχήσει τους πιστούς με την πολεμικότητά τους.
Η κυβέρνηση ξεκίνησε με τον ύστατο συμβολισμό: επέβαλλε πρόστιμα για την περιφορά με αγροτικό της εικόνας της Παναγίας της Τρυπητής στο Αίγιο, ενώ μόλις την προηγουμένη (27/4/2020) ο κ. Μητσοτάκης χειροκροτούσε (χωρίς μάσκα) την περιφορά με νταλίκα της συναυλίας της Άλκηστης Πρωτοψάλτη στην Αθήνα.
Οι διαδηλώσεις του ΚΚΕ για την Πρωτομαγιά και την 17η Νοεμβρίου, και η συγκέντρωση για την δίκη της Χρυσής Αυγής, έγιναν ανεκτές παρά τον υγειονομικό κίνδυνο, όμως στα φετινά Θεοφάνια είχαμε σύλληψη ιερέα και 40 πιστών στην Λάρισα.
Η δε στρατιωτική μπάντα δεν παιάνισε τον Εθνικό Ύμνο στην Πρωτοχρονιάτικη δοξολογία, «λόγω κορωνοϊού» σύμφωνα με τις δηλώσεις του ΓΕΕΘΑ και της Προεδρίας, κάτι όμως που δεν την είχε εμποδίσει να παίξει λίγες ώρες νωρίτερα στο Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος.
Δεν είναι δύσκολο να κατανοήσει ο οποιοσδήποτε γιατί οι απαγορεύσεις των λατρευτικών εκδηλώσεων προκάλεσαν δυσαρέσκεια: ενεργοποίησαν αντιστασιακά αντανακλαστικά, ωσάν να προέρχονταν από κάποιον εχθρό που ανταγωνίζεται σε προσβολές εκείνες του Ερντογάν με την Αγία Σοφία.
Οι πιστοί διέγνωσαν τα δύο μέτρα και σταθμά που επιβάλλονται και νιώθουν υπό διωγμό.
Διαισθάνονται έναν σε αργή κίνηση παραγκωνισμό της θρησκείας τους από μια νέα, «από τα πάνω», στην οποία τον ρόλο της Μητρόπολης θα παίζουν λογής-λογής πολιτιστικά ιδρύματα που έχουν ιδρυθεί από τις προαναφερθείσες ανώτερες τάξεις.
Το προδιαγραφόμενο Ορθολογιστάν φαίνεται να εγκαταλείπει το διάταγμα των Μεδιολάνων ειδικώς ως προς την επικρατούσα θρησκεία, την οποία θεωρεί ως την μόνη που μπορεί να το ανταγωνισθεί με αξιώσεις.
Η ανεξιθρησκεία διατηρείται (προσωρινά;) για μειοψηφικές θρησκείες, όπως το Ισλάμ, με τις οποίες η νέα θρησκεία ελπίζει ότι μπορεί να συμμαχήσει εναντίον της θρησκείας της τυραννικής πλειοψηφίας.
Στην Ελλάδα, η Ορθοδοξία αποτελεί ενιαίο σώμα με τον Ελληνισμό επί αιώνες, έχει ζυμωθεί ακόμη και με αρχαία έθιμα και υπάρχει μέχρι και στα σύμβολα του κράτους.
Ο Πρόεδρος ορκίζεται στην Αγία Τριάδα, ο Σταυρός κοσμεί την σημαία, και η Ορθοδοξία αναφέρεται ως επικρατούσα θρησκεία του κράτους σε κάθε Σύνταγμα, από το Προσωρινόν Πολίτευμα της Επιδαύρου του 1822.
Σε καμία περίπτωση οι Επαναστάτες δεν ξεσηκώθηκαν το 1821 για να συστήσουν ένα «ουδετερόθρησκο» κράτος.
Αυτά επιβιώνουν στο λαϊκό σώμα, παρά τον εκσυγχρονισμό και την παγκοσμιοποίηση.
Όλα τα παραπάνω θα πρέπει να τα λαμβάνει υπόψη προσεκτικά η Πολιτεία όταν διαχειρίζεται ζητήματα που αφορούν στην πίστη, και να κινείται με τον απαραίτητο σεβασμό.
Ναι μεν η Εκκλησία δεν μπορεί να έχει το ελευθέρας να παρεμβαίνει σε οποιοδήποτε πολιτικό, κοινωνικό και διοικητικό ζήτημα, αλλά η σχετική παραίνεση «τὰ Καίσαρος Καίσαρι» συνοδεύεται και από την παραίνεση «καὶ τὰ τοῦ Θεοῦ τῷ Θεῷ».
Και θα πρέπει η Πολιτεία να είναι ακριβοδίκαιη αν δεν θέλει να περάσει το μήνυμα ότι ανεκτή είναι μόνον η μαζική ανυπακοή τύπου ΚΚΕ.
Από την πλευρά τους, οι λογής-λογής φανατικοί «ορθολογιστές» του κόμματος της προόδου καλό θα ήταν να θυμούνται την–ορθή–κριτική που εκτοξεύουν κατά της ανηθικότητας κάποιων υποτιθέμενων φρουρών της πίστης και της ηθικής, όταν οι τελευταίοι ξεστρατίζουν, εκπίπτοντας στον φαρισαϊσμό.
Στο ίδιο πνεύμα καλό θα ήταν να μετρίαζαν την ιδέα που έχουν ως προς τα δικά τους ορθολογικά διαπιστευτήρια, και να αναστοχαστούν τον δικό τους φαρισαϊσμό: να αναγνωρίσουν ότι μέσα από τις θεμελιώδεις ηθικές παραδοχές έως τους καθημερινούς τύπους συμπεριφορών που υιοθετούν, μπορούν κάλλιστα να γίνουν το ίδιο ανορθολογικοί με τους φανατικούς πιστούς τους οποίους αρέσκονται να κατακεραυνώνουν.
Το είπαν άλλωστε και οι επιστήμονες...
Απόσπασμα άρθρου του Δρ. Θανάση Μπούνταλη