Αρχ. Παύλου Δημητρακοπούλου
Πρ. Ιερού Ναού Τιμίου Σταυρού Πειραιώς
Η σημερινή Κυριακή, αγαπητοί μου αδελφοί, είναι η ογδόη Κυριακή από του Πάσχα, είναι η Κυριακή της Πεντηκοστής, η γενέθλιος ημέρα της Εκκλησίας, η μεγάλη εκείνη δεσποτική εορτή, στην οποία εορτάζουμε το συγκλονιστικό γεγονός της ελεύσεως του αγίου Πνεύματος στους αγίους αποστόλους και σε όλους τους μαθητές και μαθήτριες, που ήταν συγκεντρωμένοι στο Υπερώο την ημέρα εκείνη. Γι’ αυτό, τόσον τα ιερά αναγνώσματα, όσον επίσης και οι ύμνοι, καθώς και οι ειδικές ευχές που απευθύνει γονατιστή όλη η Εκκλησία στην ακολουθία του Εσπερινού της Γονυκλισίας, περιστρέφονται γύρω από το γεγονός αυτό. Το αποστολικό ανάγνωσμα είναι μια περικοπή από το 2ο κεφάλαιο των Πράξεων των Αποστόλων, η οποία μας περιγράφει, τι ακριβώς συνέβη την ημέρα εκείνη στο Υπερώο της Ιερουσαλήμ και πως έγινε αισθητή η έλευση και παρουσία του αγίου Πνεύματος.
Όπως διηγείται ο ευαγγελιστής Λουκάς: «Και εν τω συμπληρούσθαι την ημέραν της πεντηκοστής ήσαν άπαντες ομοθυμαδόν επί το αυτό». Ο Λουκάς προκειμένου να μας περιγράψει το μεγάλο γεγονός της ελεύσεως του αγίου Πνεύματος, που αποτελεί και την γενέθλιο ημέρα της Εκκλησίας, αλλά και την αφετηρία του ιεραποστολικού της έργου, θεωρεί καθήκον του, ως άριστος ιστορικός, να μας δώσει τις τοπικές και χρονικές συντεταγμένες του κοσμοϊστορικού αυτού γεγονότος.
Όχι μια φορά και έναν καιρό, κάποτε, κάποιος, κάπου, αλλά τότε, εκεί, και έτσι. Το γεγονός που θα περιγράψει έγινε την ημέρα της Πεντηκοστής και στο ανώγαιο, στο τόπο όπου έγινε ο μυστικός δείπνος. Η Πεντηκοστή ήταν μια από τις τρεις μεγάλες εορτές των Ιουδαίων: Η πρώτη ήταν το Πάσχα, (16η Νισάν), η δεύτερη η Πεντηκοστή, 50 μέρες μετά το Πάσχα, και η τρίτη η εορτή της Σκηνοπηγίας, (Σεπτέμβριος- Οκτώβριος). Ήταν μια γεωργική εορτή, που λεγόταν και εορτή των πρωτογεννημάτων, διότι τότε οι Εβραίοι θέριζαν τα σπαρτά τους. Επί πλέον εόρταζαν το μεγάλο γεγονός, κατά το οποίο ο Μωϋσής έλαβε τις πλάκες του Νόμου από τον Θεό στο όρος Σινά, διότι το γεγονός αυτό έγινε 50 μέρες μετά την διάβαση των Εβραίων από την Ερυθρά Θάλασσα.
Όλοι οι απόστολοι με μια καρδιά και μια ψυχή, ενωμένοι και αγαπημένοι, περιμένουν την εκπλήρωση της υποσχέσεως που ο Κύριος τους είχε δώσει, ότι δηλαδή θα τους στείλει το Άγιο Πνεύμα. Δεν φιλονικούν, όπως παλαιότερα, ούτε αγανακτούν. Προσεύχονται όλοι μαζί και επικοινωνούν μεταξύ τους μέσα σε κλίμα αδελφικής αγάπης και ειρήνης. Αυτό είναι το πλέον κατάλληλο κλίμα για να κατασκηνώσει το Άγιο Πνεύμα στις ψυχές των ανθρώπων.
«Και εγένετο άφνω εκ του ουρανού ήχος ώσπερ φερομένης πνοής βιαίας, και επλήρωσεν όλον τον οίκον ου ήσαν καθήμενοι». Ξαφνικά εκεί που ήταν όλοι συγκεντρωμένοι και προσηύχοντο, άρχισε να ακούγεται ένα δυνατό βουητό, σαν να φυσούσε ένας πολύ δυνατός άνεμος 10 μποφόρ, που προκαλεί ανεμοθύελλα. Με το ισχυρό λοιπόν αυτό βουητό άρχισε να γίνεται αισθητή η παρουσία του αγίου Πνεύματος. Κατά παρόμοιο τρόπο όπως γνωρίζουμε και ο Μωϋσής έλαβε στο όρος Σινά το Νόμο του Θεού.
Δηλαδή με βροντές και αστραπές, που έδειχναν την παρουσία του Θεού και ο λαός που παρακολουθούσε από τους πρόποδες βεβαιωνόταν, ότι κάτι το καταπληκτικό γίνεται εκεί στην κορυφή, την ώρα που ο Μωϋσής παρελάμβανε τις πλάκες από τον Θεό. Και το ισχυρό αυτό βουητό κατέλαβε όλο το σπίτι όπου ήταν συγκεντρωμένοι. Στη συνέχεια απλώθηκε σ’ όλη την πόλη, ώστε να κινήσει την περιέργεια των κατοίκων της πόλης να έρθουν στο σπίτι, όπου ήταν οι μαθητές, για να εξακριβώσουν την αιτία της βοής. Μαζί όμως με αυτό που ακούνε τα αυτιά, την βοή, έχουμε και το θέαμα, αυτό που βλέπουν τα μάτια. Και ποιο είναι αυτό; Το λέγει παρά κάτω.
«και ώφθησαν αυτοίς διαμεριζόμεναι γλώσσαι ωσεί πυρός, εκάθισέ τε εφ’ ένα έκαστον αυτών». Και εμφανίσθηκαν σ’ αυτούς πύρινες γλώσσες, που άρχισαν να διαμοιράζονται. Όπως στην αναμένη λαμπάδα βλέπουμε μια πύρινη γλώσσα, έτσι ακριβώς και το Πνεύμα το άγιο, που κατήλθε με την μορφή της βιαίας πνοής, παρουσιάσθηκε κατόπιν με την μορφή των πυρίνων γλωσσών. Οι γλώσσες δεν είχαν την φύση της φωτιάς, αλλά την μορφή της φωτιάς. Η κάθε μια φλόγα κάθισε πάνω στον καθένα από τα μέλη της συνάξεως, δηλαδή όχι μόνον στους αποστόλους αλλά και στους 120, άνδρες και γυναίκες.
Οι μαθητές γεμίζουν, βαπτίζονται με Πνεύμα άγιο. Όλη η ύπαρξή τους είναι μέσα στο Πνεύμα το άγιο, όπως ακριβώς τους το είχε αναγγείλει ο Κύριος. Εδώ είναι σημαντικό να τονίσουμε ότι άγιο Πνεύμα δεν είναι κάτι το υλικό, όπως είναι ο αέρας, ή η φωτιά, γι’ αυτό και χρησιμοποιούνται οι λέξεις «ώσπερ» και «ωσεί». Η φύση και η ουσία του αγίου Πνεύματος είναι άπειρη και ακατάληπτη και δεν έχει καμία σχέση με τα κτίσματα. Το πανάγιον Πνεύμα δεν είναι κάποια αόριστη δύναμη, κάποια συμβολική εικόνα. Είναι το τρίτο πρόσωπο της Αγίας Τριάδος, Θεός ομότιμος και ομοούσιος με τον Πατέρα και τον Υιό. Και επειδή είναι Θεός και δεν μπορούμε να Τον αντιληφθούμε, ούτε να Τον γνωρίσουμε στην ουσία Του, εμφανίζεται με τρόπο που μπορούμε να Τον δούμε και να Τον ακούσουμε, ώστε να βεβαιωθούμε για την παρουσία Του.
«Και επλήσθησαν άπαντες Πνεύματος Αγίου, και ήρξαντο λαλείν ετέραις γλώσσαις καθώς το Πνεύμα εδίδου αυτοίς αποφθέγγεσθαι». Εγέμισαν όλοι με Πνεύμα Άγιο, έγιναν όργανα του Αγίου Πνεύματος. Όπως όταν βυθίζουμε ένα σφουγγάρι στο νερό, ποτίζεται ολόκληρο με νερό και από μέσα και από έξω, έτσι και οι μαθητές διαποτίστηκαν εξ’ ολοκλήρου με Πνεύμα Άγιο. Η δε παρουσία του αγίου Πνεύματος μέσα στις ψυχές των έγινε αισθητή εξωτερικά από το γεγονός ότι άρχισαν να ομιλούν ξένες γλώσσες.
Στα αποστολικά χρόνια ήταν πολύ συνηθισμένο το φαινόμενο της γλωσσολαλιάς. Όσοι βαπτίζονταν δεν ένοιωθαν απλώς, ότι μούσκεψε το κορμί τους από το νερό του αγίου βαπτίσματος, αλλά ένοιωθαν επί πλέον κατά τρόπον αισθητό την παρουσία του αγίου Πνεύματος με τα διάφορα χαρίσματα, τα οποία ελάμβαναν. Προέλεγαν τα μέλλοντα, θεράπευαν ασθενείς, ή μιλούσαν ξένες γλώσσες. Αυτό άλλωστε το είχε προαναγγείλει ο Κύριος: «Σημεία δε τοις πιστεύσασι ταύτα παρακολουθήσει. Εν τω ονόματί μου δαιμόνια εκβαλούσι, γλώσσες λαλήσουσι καινές, όφεις αρούσι, καν θανάσιμον τι πίωσιν, ου μη αυτούς βλάψει. Επί αρρώστους χείρας επιθήσουσι και καλώς έξουσι» (Μαρκ.16,17-18).
Τα χαρίσματα αυτά, σαν εξωτερικά σημεία της παρουσίας του αγίου Πνεύματος, έπειθαν τους ανθρώπους, που τα έβλεπαν και δεν είχαν ακόμη πιστεύσει, ώστε να πιστεύσουν και εκείνοι και να βαπτισθούν. Αργότερα όμως, μετά τους αποστολικούς χρόνους, σιγά -σιγά εξέλιπαν και χάθηκαν, διότι έτσι θέλησε ο Θεός.
Μητροπολίτης Μόρφου: Από τη Σαρακοστή στο Πάσχα και από το Πάσχα στην Πεντηκοστή
Ο Θεός έκρινε ότι δεν υπήρχε πια λόγος να υπάρχουν, αφού δεν εξυπηρετούσαν κανένα σκοπό. Αυτοί που πίστευαν, δεν είχαν ανάγκη από κάποιο θαύμα για να πεισθούν και να βαπτισθούν. Από εδώ καταλαβαίνουμε, σε πόση πλάνη βρίσκονται οι Πεντηκοστιανοί, οι οποίοι ισχυρίζονται ότι έρχεται μέσα τους το άγιο Πνεύμα και μιλούν ξένες γλώσσες και δεν καταλαβαίνουν οι ταλαίπωροι ότι γίνονται θύματα του διαβόλου. Ότι εκείνη την ώρα που νομίζουν, ότι βρίσκονται δήθεν κάτω από την ενέργεια του αγίου Πνεύματος, βρίσκονται κάτω από δαιμονική ενέργεια. Ωστόσο το χάρισμα της γλωσσολαλιάς που έλαβαν οι μαθητές εξυπηρετούσε κάποιο πρακτικό σκοπό. Όπως φαίνεται από την συνέχεια της διηγήσεως, σε λίγο θα συγκεντρωθούν άνθρωποι από διάφορες χώρες, που μιλούν ξένες γλώσσες και έπρεπε οι απόστολοι να ευαγγελιστούν και σ’ αυτούς το ευαγγέλιο της σωτηρίας. Έπρεπε λοιπόν να τους μιλήσουν στη γλώσσα τη δική τους.
«Ήσαν δε εν Ιερουσαλὴμ κατοικούντες Ιουδαίοι, άνδρες ευλαβείς από παντός έθνους των υπό τον ουρανόν». Τότε λοιπόν την ημέρα της Πεντηκοστής που έγινε αυτό το θαυμαστό γεγονός, υπήρχαν στην πόλη της Ιερουσαλήμ εκτός από τους ντόπιους Ιουδαίους και πολλοί άλλοι Ιουδαίοι, που έζησαν για πολλά χρόνια ως μετανάστες, σε διάφορες χώρες, (και αυτοί είναι οι Ιουδαίοι της διαποράς), που γνώριζαν καλά την γλώσσα της χώρας, όπου έζησαν. Αυτοί στη συνέχεια για διάφορους λόγους ήρθαν και εγκαταστάθηκαν πάλι στην πατρίδα τους την Ιερουσαλήμ. Υπήρχαν και άλλοι Ιουδαίοι, οι οποίοι εξακολουθούσαν να ζουν ως μετανάστες στο εξωτερικό και ήρθαν στην Ιερουσαλήμ προσωρινά για λόγους προσκυνηματικούς, για να συνεορτάσουν με τους συμπατριώτες τους την εορτή του Πάσχα και της Πεντηκοστής και να επιστρέψουν πάλι πίσω στην ξενιτειά. Όλους αυτούς ο Λουκάς τους χαρακτηρίζει ως ευλαβείς, διότι ήταν πιστοί στις πατρικές των παραδόσεις και αγωνίζονταν να τηρούν με ευλάβεια και ακρίβεια τις διατάξεις του Μωσαϊκού Νόμου.
«Γενομένης δε της φωνής ταύτης συνήλθε το πλήθος και συνεχύθη, ότι ήκουον εις έκαστος τη ιδία διαλέκτω λαλούντων αυτών».Το καταπληκτικό αυτό βουητό που έμοιαζε με ανεμοθύελλα έγινε αντιληπτό από όλους τους κατοίκους της πόλεως, οι οποίοι έσπευσαν προς το επίκεντρο της βοής δηλαδή προς το υπερώο, όπου ήταν συγκεντρωμένοι οι μαθητές, για να δουν τι συμβαίνει.
Επί πλέον το βουητό αυτό είχε κάτι το ιδιαίτερο, κάτι το εντυπωσιακό, το ελκυστικό, το θαυμαστό, που έδινε σε όλους την εντύπωση, ότι δεν πρόκειται για έναν αέρα, για ένα φυσικό γεγονός, αλλά για ένα υπερφυσικό γεγονός. Και έτσι το πλήθος «συνεχύθη», έπαθε σύγχυση, σάστισε. Και άρχισαν να διερωτώνται μεταξύ τους. Τι είναι αυτό που συμβαίνει; Όταν δε έφθασαν στο υπερώο, τους περίμενε άλλη έκπληξη, άλλο καταπληκτικό, που φανέρωνε ακόμη καθαρώτερα την παρουσία του αγίου Πνεύματος. Ο καθένας από τους ακροατές άκουγε τους μαθητές να ομιλούν στη γλώσσα τους, που σημαίνει, ότι ο κάθε μαθητής μιλούσε όλες τις γλώσσες. Καθόλου απίθανο οι μαθητές μετά το θαυμαστό αυτό γεγονός να ξεκίνησαν για τον Ναό για να ευχαριστήσουν εκεί τον Κύριο, οπότε τους ακολούθησε όλος ο λαός και στη συνέχεια εκεί στη μεγάλη αίθουσα, στη στοά του Σολομώντος, αλλά και σε άλλες αίθουσες του Ναού σκόρπισαν οι μαθητές και ομιλούσαν εκεί σε διάφορες γλώσσες όλο το πλήθος που είχε συγκεντρωθεί.
«Εξίσταντο δε πάντες και εθαύμαζον λέγοντες προς αλλήλους· ουκ ιδού πάντες ούτοί εισίν οι λαλούντες Γαλιλαίοι;» Απορούσαν και θαύμαζαν. Τι είναι αυτό το πράγμα; Όλοι αυτοί που μας μιλούν δεν είναι Γαλιλαίοι; Από την ιδιάζουσα προφορά τους καταλάβαιναν, ότι προέρχονταν από την περιοχή της Γαλιλαίας. Πιθανόν και οι ίδιοι οι μαθητές να το έλεγαν: Εμείς είμαστε από την Γαλιλαία και όμως με την δύναμη του Θεού μιλούμε στην γλώσσα σας.
«Και πως ημείς ακούομεν έκαστος τη ιδία διαλέκτω ημών εν η εγεννήθημεν Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται, και οι κατοικούντες την Μεσοποταμίαν, Ιουδαίαν τε και Καππαδοκίαν, Πόντον και την Ασίαν, Φρυγίαν τε και Παμφυλίαν, Αίγυπτον και τα μέρη της Λιβύης της κατά Κυρήνην, και οι επιδημούντες Ρωμαίοι, Ιουδαίοι τε και προσήλυτοι, Κρήτες και Άραβες, ακούομεν λαλούντων αυτών ταις ημετέραις γλώσσαις τα μεγαλεία του Θεού;».
Πως συμβαίνει να μιλούν όλες τις ξένες γλώσσες αυτοί οι φτωχοί και αγράμματοι ψαράδες χωρίς να έχουν σπουδάσει σε κάποιο σχολείο ξένων γλωσσών; Και το ακόμη πιο καταπληκτικό: Πως συμβαίνει να ομιλούν όχι ανούσιες φλυαρίες, λόγια του αέρα, αλλά να ομιλούν για τα μεγαλεία του Θεού; Πως μπορούν να θεολογούν, αφού δεν φοίτησαν σε καμιά θεολογική σχολή; Αυτό σημαίνει ότι τα λόγια των αποστόλων ήταν γεμάτα από θεία σοφία, ήταν λόγια που είχαν θεολογικό βάθος, ήταν λόγια φορτισμένα από την Χάρη του αγίου Πνεύματος, ικανά να μεταστρέφουν ψυχές και να τις οδηγούν στη μετάνοια, να πείθουν τις ψυχές να πιστεύσουν στο Χριστό. Στη συνέχεια ο Λουκάς για να δώσει περισσότερη έμφαση στο θαυμαστό αυτό γεγονός απαριθμεί τους γνωστότερους λαούς της εποχής εκείνης, ο καθένας από τους οποίους ομιλούσε την ιδική του διάλεκτο. Οι γλώσσες που μιλούσαν οι άνθρωποι τότε ήταν κυρίως τέσσερις: Η γλώσσα των ανατολικών λαών, η σημιτική, η ελληνική και η λατινική. Οι τοπικές διάλεκτοι όμως ήταν πολλοί περισσότεροι. Εδώ οι μαθητές ομιλούν όχι μόνον τις τέσσερις γλώσσες, αλλά και όλες τις τοπικές διαλέκτους. Απαριθμεί τους λαούς αρχίζοντας από την ανατολή και φθάνοντας προς την δύση. Όλοι δε αυτοί που προέρχονται από αυτές τις χώρες δεν είναι μόνον Ιουδαίοι, αλλά και προσήλυτοι, δηλαδή εθνικοί που ασπάσθηκαν την θρησκεία των Εβραίων.
Η κάθοδος του Αγίου Πνεύματος, αδελφοί μου, δεν έγινε μόνο στους πιστούς, που βρίσκονταν εκείνη την ημέρα της Πεντηκοστής στο υπερώο της Ιερουσαλήμ. Από την ημέρα εκείνη της ελεύσεώς του εξακολουθεί να παραμένει στην Εκκλησία μέχρι σήμερα. Αν η Εκκλησία είναι το σώμα του Χριστού, τότε η ψυχή αυτού του σώματος είναι το άγιο Πνεύμα, το οποίο συγκροτεί τον θεσμό της, τελειοποιεί τα ιερά Μυστήριά της, μεταδίδεται δι’ αυτών σε όλα τα μέλη της Εκκλησίας και γενικά αξιοποιεί το απολυτρωτικό έργο του Χριστού σε κάθε πιστό μέλος της. Και εμείς από την ημέρα που βαπτισθήκαμε και λάβαμε τη σφραγίδα της θείας δωρεάς του Αγίου Πνεύματος με το άγιο Χρίσμα, έχουμε τη δυνατότητα να ζούμε μέσα στην Εκκλησία την προσωπική μας Πεντηκοστή. Για να γίνει όμως αυτό στον κάθε έναν από μας προσωπικά μια ζωντανή πραγματικότητα, είναι ανάγκη να ενεργοποιήσουμε την παρουσία Του μέσα μας. Και αυτό επιτυγχάνεται μόνο με την μετάνοια, η οποία πρέπει να είναι συνεχής και ισόβιος. Ας αγωνιστούμε λοιπόν να ζήσουμε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής μας με μετάνοια και ας παρακαλούμε με πίστη τον αγαθό Παράκλητο να μας χαρίσει αυτή την πολύτιμη δωρεά της μετανοίας, να καθαρίζει και αγιάζει τις ψυχές μας, να μας στηρίζει και να μας παρηγορεί, να μας φωτίζει και εν τέλει να μας καταστήσει κληρονόμους της Βασιλείας του. Αμήν.