Πρώτος στην Ιστορία της Αποκαλύψεως του Ιησού, ο γηραιός Πρεσβύτης Συμεών, ο Θεοδόχος, ήταν εκείνος, που, την ημέρα της Υπαπαντής του Χριστού, αφού «εδέξατο το παιδίον εν ταις αγκάλαις αυτού», ομολόγησε και είπε: «Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα, κατά το ρήμα σου εν ειρήνη ότι είδον οι οφθαλμοί μου το σωτήριόν σου, ό ητοίμασας κατά πρόσωπον πάντων των λαών. Φως εις Αποκάλυψιν Εθνών και δόξα λαού σου Ισραήλ»
Μετάφραση: Τώρα πάρε με από αυτόν τον κόσμο, Κύριε, σύμφωνα με την εντολή που μου έδωσες, διότι είδαν τα μάτια μου τον Χριστό, που θα φέρει τη σωτηρία, την οποία έχεις ετοιμάσει, για να τη δουν όλοι οι λαοί της γης. Το Φως που θα φανερώσει στα έθνη τον αληθινό Θεό και τη δόξα του λαού σου Ισραήλ, στο πρόσωπο του Χριστού (Λουκ. 2, 27-32).
Ο Ιωάννης ο Πρόδρομος και Βαπτιστής του Χριστού ήταν ο δεύτερος, που ομολόγησε ότι «ήλθεν ίνα μαρτυρήση περί του φωτός, ίνα πάντες πιστεύσωσι δι ́ Αυτού»
Μετάφραση: Ήλθε με βασικό σκοπό να μαρτυρήσει για το Φως, τον Ιησού Χριστό, και να προπαρασκευάσει τους ανθρώπους να πιστεύσουν σ’
Αυτόν (Ιω. 1, 7). Στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη, επίσης, μαρτυρείται για τον Ιησού Χριστό «ότι ζωήν αιώνιον έδωκεν ημίν ο Θεός, και αύτη η ζωή εν τω Υιώ αυτού εστιν. Ο έχων τον Υιόν έχει την ζωήν. Ο μη έχων τον Υιό του Θεού, την αιώνιον ζωήν ουκ έχει.» -
Μετάφραση: Ότι ο Θεός έδωσε σε μας ζωή αιώνια, που είναι ο Ιησούς Χριστός. Αυτός που έχει τον Υιό του Θεού, τον Χριστό, έχει την αιώνια ζωή. Ο μη έχων τον Υιό του Θεού, δεν έχει την αιώνια ζωή) Α’ Ιω. 5, 11-12).
Επισημαίνει, μάλιστα, ότι οι μαρτυρούντες πως ο Χριστός είναι η αιώνια ζωή, στον μεν Ουρανό είναι ο Πατήρ, ο Λόγος και το Πνεύμα, ενώ στη γη είναι τρεις, το Άγιον Πνεύμα, το Βάπτισμα του Ιησού Χριστού και το αίμα της θυσίας Του στον Σταυρό. Αυτός που πιστεύει στον Υιό του Θεού φέρει μέσα του επικυρωμένη αυτή τη μαρτυρία, ενώ αυτός που δεν πιστεύει είναι σαν να αποδέχεται τον Θεό ως ψεύτη, διότι δεν πιστεύει στην μαρτυρία, που Εκείνος έχει δώσει για τον Υιό Του ότι είναι η αιώνια ζωή ( Α ́ Ιω. 5, 7-10). Είναι σαφές, επομένως, ότι η πίστη του Χριστιανού στον Θεό συνεπάγεται την ακλόνητη αναφορά και αφοσίωσή Του στον Χριστό, που συνδέεται άμεσα με την εσωτερική του μαρτυρία και ομολογία στην αιώνια ζωή.
Η μαρτυρία αυτή είναι καταγεγραμμένη στο Σύμβολο της Πίστεως, που αναγιγνώσκεται σε κάθε Θεία Λειτουργία αλλά και κατά την τέλεση του μυστηρίου του Βαπτίσματος, όπου, εκτός των άλλων, ομολογείται από τον Βαπτισθέντα «εν Βάπτισμα» καθώς και η προσδοκία στην «Ανάστασιν Χριστού και ζωήν του μέλλοντος αιώνος».
Στην ορθόδοξη Θεολογία, ο Χριστός, ως η αιώνια ζωή, προσδιορίζει το πιστεύω για την οντολογία της ανθρώπινης ύπαρξης. Ο Χριστός μας καλεί να αναζητούμε στη ζωή μας, πρωταρχικά, τη Βασιλεία του Θεού και τη δικαιοσύνη Του και όλα τα άλλα επίγεια αγαθά θα δοθούν και θα προστεθούν (Ματθ. 6, 33).
Είναι σημαντικό να γνωρίζει κάθε Χριστιανός, ιδιαίτερα στην εποχή μας που διαρκώς προβάλλονται προς επιλογήν, αποκλειστικά και μόνον, υλιστικά πρότυπα, τι σημαίνει να έχει μέσα του, ως βίωμα και ως εμπειρία, τη μαρτυρία ότι ο Χριστός είναι Αυτός που του προσφέρει την υψηλότερη φιλοσοφία της ζωής, που είναι η αλήθεια για την αιωνιότητα της ύπαρξής του. Σε ολόκληρο το 6ο κεφάλαιο του Ματθαίου, μάλιστα, είναι καθοριστικές οι οδηγίες του Ιησού Χριστού, ο οποίος ζητά από τους Χριστιανούς, να είναι πιστοί και σταθεροί στη μαρτυρία που φέρουν μέσα τους και να τον ομολογούν με όλη τη ζωή και τα έργα τους.
Έτσι, ζητά να κάνουμε ελεημοσύνη, αλλά όχι «προς το θεαθήναι», δηλαδή, να ελεούμε με τέτοιο τρόπο, που να μη γνωρίζει η αριστερά μας τι ποιεί η δεξιά μας. Ζητά να κάνουμε προσευχή και να νηστεύουμε, αλλά όχι «προς το θεαθήναι τοις ανθρώποις» (Ματθ. 23, 5), όπως προσεύχονται και νηστεύουν οι ευσεβιστές και υποκριτές, με σκοπό «όπως φανώσι τοις ανθρώποις» (Ματθ. 6, 5), αλλά, σύμφωνα με το θέλημα του Θεού, δηλαδή, «εν τω κρυπτώ και ο Πατήρ ο βλέπων εν τω κρυπτώ, αποδώσει εν τω φανερώ».
Ζητά, ακόμη, να μη θησαυρίζουμε επί της γης, θησαυρούς που φθείρονται και χάνονται, αλλά να θησαυρίζουμε, εν ουρανώ, θησαυρούς αιώνιους, διότι εκεί που είναι ο θησαυρός μας, εκεί είναι και η καρδιά μας. Ο Χριστιανός, συνεπώς, δεν μπορεί, έχοντας και διατηρώντας μέσα του τη μαρτυρία του Χριστού, να υπηρετεί δύο κυρίους, τον Θεό και τον μαμωνά. Δεν μπορεί να μεριμνά και να αγωνίζεται για «την αύριον», το προσωρινό μέλλον, σκεπτόμενος και ανησυχώντας, αποκλειστικά και μόνον, για το
τι θα φάει, τι θα πιει ή τι θα φορέσει, δηλαδή, για φθαρτά υλικά, όπως ακριβώς κάνουν οι ειδωλολάτρες και οι άπιστοι και αγνοώντας ότι ο Πατήρ ημών ο Ουράνιος γνωρίζει και μεριμνά, με τη θεία Του πρόνοια, για τις ανάγκες του (Ματθ 1- 34).
Ο Χριστός παραγγέλλει στους πιστούς, για όλες τις υλικές και πνευματικές τους ανάγκες, να απευθύνονται, με πίστη, εμπιστοσύνη και βεβαιότητα, στον Θεό: «Αιτείτε, και δοθήσεται υμίν, ζητείτε και ευρήσετε, κρούετε και ανοιγήσεται υμίν. Πας γαρ ο αιτών λαμβάνει και ο ζητών ευρήσει και τω κρούοντι ανοιγήσεται» (Ματθ. 7, 7-8).
Ο Χριστιανός, συνεπώς, εφόσον αγαπά και μαρτυρεί και ομολογεί τον Χριστό δείχνει επίσης ότι είναι έτοιμος να σηκώνει και τον Σταυρό του Χριστού και να ζει τη ζωή του
Χριστού, που είναι ο μόνος τρόπος ζωής που οδηγεί από τα προσωρινά στα αιώνια. Από τη στιγμή, συνεπώς, που φθάνει στο σημείο, κατά τον Παύλο, να ταυτίζει τη ζωή του με τη ζωή του Χριστού «ζω δε ουκέτι εγώ ζη δε εν εμοί Χριστός» (Γαλ. 2. 16-20), είναι ανάγκη να γνωρίζει ότι διακινδυνεύει να διωχθεί, σύμφωνα και με όσα λέει ο Χριστός: «εάν εμέ εδίωξαν και υμάς διώξουσιν» και όπως βεβαιώνει ο Απ. Παύλος, «πάντες δε οι θέλοντες ευσεβώς ζην εν Χριστώ Ιησού διωχθήσονται» (Β’ Τιμ. 3, 12).
Η εποχή μας, δυστυχώς, έχει κοσμικά χαρακτηριστικά και υλιστικά πρότυπα, ενώ πολλοί βαπτισμένοι Χριστιανοί, έχοντας μικρή πίστη, φοβούνται ή ντρέπονται να
διαφοροποιηθούν και να περιφρονήσουν αυτά τα πρότυπα, επειδή δεν συνειδητοποιούν ότι με το Βάπτισμά τους έχουν ήδη αποδεχθεί, έναν άλλο τρόπο σκέψης και ζωής, που διαρκώς μαρτυρεί και οραματίζεται και προσδοκά την αιώνια ζωή, στο πρόσωπο και στη ζωή του Χριστού, που αποτελεί για τον Χριστιανό την αληθινή ζωή και την Ανάσταση. Η Εκκλησία, με τη λατρευτική και μυστηριακή της ζωή, προσφέρει την ευκαιρία στους πιστούς να απομακρυνθούν από το στενό και εγκλωβιστικό πάθος της φιλοπλουτίας, το «θησαυρίζειν εαυτώ» και να στραφούν στο «εις Θεόν πλουτείν» (Λουκ. 12, 21), ασκούμενοι έτσι στην αναζήτηση της αιώνιας ζωής, στο πλαίσιο της μαρτυρίας και της ομολογίας του προσώπου του Χριστού.
Η βιωματική και ενσυνείδητη συμμετοχή στη Θεία Λειτουργία συμβάλλει στην απομάκρυνσή τους από κάθε βιωτική μέριμνα, «πάσαν την βιωτικήν αποθώμεθα μέριμναν» και στην προς τα άνω και αιώνια στροφή των καρδιών, «άνω σχώμεν τας καρδίας». Ωστόσο, η αναζήτηση της αιωνιότητας, στο πρόσωπο του Χριστού, είναι θέμα ελευθερίας και ξεκινά από τη μαρτυρία και την ομολογία του κάθε Χριστιανού. Ο ίδιος ο Χριστός αναμένει και προσμένει την απόφασή μας: «Όστις ομολογήσει εν εμοί έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω καγώ εν αυτώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς. Όστις δ’ αν αρνήσηταί με έμπροσθεν των ανθρώπων, αρνήσομαι αυτόν καγώ έμπροσθεν του πατρός μου του εν ουρανοίς» - (Μετάφραση: Καθένας που με πίστη και χωρίς φόβο θα με ομολογήσει, ως Σωτήρα και Θεό του, μπροστά στους ανθρώπους, θα τον ομολογήσω και εγώ μπροστά στον ουράνιο Πατέρα μου ως δικό μου. Όποιος, όμως, με αρνηθεί μπροστά στους ανθρώπους, θα αρνηθώ και εγώ να τον παρουσιάσω, ως δικό μου, μπροστά στον ουράνιο πατέρα μου (Ματθ. 10, 32- 33).
Ομολογία, όμως, δεν είναι η φραστική αποδοχή τόσο του ονόματος του Χριστού όσο και της ιδιότητας του Χριστιανού, διότι ο Ιησούς διευκρινίζει: «Ου πάς ο λέγων μοι Κύριε, Κύριε εισελεύσεται εις την Βασιλείαν των Ουρανών, αλλ’ ο ποιών το θέλημα του Πατρός μου του εν Ουρανοίς...» (Ματθ. 7, 21). Ο Χριστός, επομένως, βεβαιώνει ότι θα ομολογήσει τον «φρόνιμο» άνθρωπο, «που ακούει τους λόγους Του και ποιεί αυτούς και δε θα ομολογήσει τον «μωρό», που τους ακούει, αλλά δεν υπακούει σ ́ αυτούς και δεν τους εφαρμόζει (Ματθ 7, 21-26).