Ἡ λέξη «καρναβάλι» καί «καρνάβαλος», προέρχεται ἀπό τήν ἰταλική λέξη carne=κρέας + vale=ἔχε γειά. Τελευταία ἡμέρα κρεοφαγίας. Δηλαδή ἔχει ταυτόσημη ἔννοια μέ τήν ἑλληνική λέξη «ἀπόκρεω», πού σημαίνει ἀπομακρύνομαι ἀπό τό κρέας καί πού ἀφορᾶ στήν περίοδο πρίν τήν ἔναρξη τῆς νηστείας τῆς Μ. Σαρακοστῆς, τῆς προετοιμασίας δηλαδή γιά τό Πάσχα, πού εἶναι καθαρά χριστιανική παράδοση.
Σε αὐτή λοιπόν τήν πνευματική περίοδο πού καθορίστηκε ἀπό τήν Ἐκκλησία καί πού ὀνομάζεται «Τριώδιο», ἀναμίχθηκαν δυστυχῶς ἐκδηλώσεις, ἔθιμα, θρησκευτικές εἰδωλολατρικές τελετές καί δημιούργησαν ἕνα ἐνιαῖο σύνολο, γνωστό σήμερα σάν καρναβάλι.
Ἡ παράδοση τοῦ καρναβαλιοῦ εἶναι πολύ παλαιά. Συνδέεται μέ τίς εἰδωλολατρικές ἐκδηλώσεις τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων πρός τιμή τοῦ «θεοῦ» τοῦ κρασιοῦ, τοῦ Διονύσου, τοῦ λεγομένου καί Βάκχου.
Αύτές οἱ τελετές πού εἶχαν ἔντονο εἰδωλολατρικό θρησκευτικό χαρακτῆρα, ἐπέδρασαν καί στή Δύση ἀλλά καί στήν Ἀνατολή, στούς Βυζαντινούς. Αὐτή καθ’ ἑαυτή ἡ διονυσιακή λατρεία, εἶχε βασικό χαρακτῆρα καί κύριο στοιχεῖο τά ἀκατανόμαστα ὄργια, τό χυδαῖο ἐρωτισμό, τίς πάσης φύσεως ἠθικές παρεκτροπές, τήν παθολογική ἔκσταση μέχρι τοῦ σημείου τῆς ὠμοφαγίας ζωντανῶν ζώων καί ἀνθρώπων!
Σύμφωνα μέ τούς εἰδικούς, τό διονυσιακό πνεῦμα ἦρθε, ἐπιβλήθηκε καί ἐκτόπισε τό ἀπολλώνιο πνεῦμα, δηλαδή τό μέτρο καί τή νηφαλιότητα.
Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ἡ διονυσιακή λατρεία ἐπιβλήθηκε ἀπό ἀπολυταρχικά καθεστῶτα, ὅπως ἐκεῖνο τῶν Πεισιστρατιδῶν τόν 6Ο π.Χ. αἰῶνα στήν Ἀθήνα, ὡς στροφή τῶν λαϊκῶν μαζῶν στόν ἠδονισμό, τίς ἠθικές ἐλευθεριότητες καί τή μέθη, προκειμένου νά μή διαμαρτύρονται γιά τήν πολιτική καταπίεση!
Γιά μᾶς τούς Χριστιανούς καί τήν Ἐκκληλία, οἱ καρναβαλιστικές ἐκδηλώσεις εἶναι ἔθιμο εἰδωλολατρικό, εἶναι συνέχεια τῶν ἀρχαίων εἰδωλολατρικῶν ἐκδηλώσεων. Εἶναι πομπές καί ἔργα σατανικά. Λατρεία τοῦ Σατανᾶ. Μάλιστα ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας, σέ παλαιότερη ἐγκύκλιό της, τό 1957, καλοῦσε ὅλους τούς πιστούς: «νά ἐγκαταλείψουν αὐτά τά σκοτεινά καί ὀργιώδη βακχικά σκιρτήματα»…
Οἱ Χριστιανοί μάλιστα πού συμμετέχουν σ’ αὐτά ( εἴτε ντύνονται καρναβάλια, εἴτε ὄχι ), ἀφορίζονται, δηλαδή δέν μποροῦν νά συμμετάσχουν στή Θεία Κοινωνία. Σχετικά μάλιστα μέ τίς μεταμφιέσεις, ὁ ΞΒ’ Κανών τῆς ΣΤ’ Οἰκουμ. Συνόδου, ἀναφέρει: «…μηδένα ἄνδρα γυναικείαν στολήν ἐνδιδύσκεσθαι, ἡ γυναῖκα τήν ἀνδράσιν ἀρμόδιον. Ἀλλά μήτε προσωπεῖα κωμικά ἤ σατυρικά, ἤ τραγικά ὑποδύσεσθαι…».
Δυστυχῶς, σέ παρόμοιες εἰδωλολατρικές ἐκδηλώσεις, ἔλαβε μαρτυρικό θάναντο ὁ Ἀπόστολος Τιμόθεος, Ἐπίσκοπος Ἐφέσσου καί μαθητής τοῦ Ἀπ. Παύλου, ὅταν προσπάθησε νά διδάξει καί νά παρακινήσει στό σταμάτημα τῶν ἀταξιῶν καί ὀργίων. Δέν μποροῦμε νά ἰσχυριζόμαστε ὅτι λατρεύουμε τόν Θεό καί ταυτόχρονα νά ἀποδίδουμε λατρεία στούς δαιμονικούς «θεούς».
Ὀρθόδοξος Τύπος 12/02/2010