Ο Τίτο, ένας από τους μεγαλύτερους ηγέτες του ανταρτοπόλεμου στην ιστορία, ελευθέρωσε τη χώρα του από τη γερμανική κατοχή στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και σχημάτισε μια κομμουνιστική κυβέρνηση, η οποία διατήρησε την ανεξαρτησία της απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και στην Κίνα.
Γεννήθηκε στις 25 Μαΐου 1892 στο Κούμροβετς της Κροατίας και ήταν ο έβδομος γιος μιας οικογένειας χωρικών. Το αληθινό του όνομα ήταν Μπροζ και πέρασε τα παιδικά του χρόνια φτωχικά. Στην εφηβεία εργάστηκε ως βοηθός κλειδαρά και σε μια μεταλλουργία και με την έναρξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου κατετάγη στον στρατό.
Τον Μάρτιο του 1915, ένας Κοζάκος τραυμάτισε τον Μπροζ με τη λόγχη του και πιάστηκε αιχμάλωτος από τους Ρώσους. Στη διάρκεια της αιχμαλωσίας, ο Μπροζ γνώρισε την Οκτωβριανή Επανάσταση και τόσο εντυπωσιάστηκε από το κομμουνιστικό κίνημα, ώστε έσπευσε να καταταγεί στον Κόκκινο Στρατό το 1917. Ο Μπροζ επέστρεψε στη Γιουγκοσλαβία, που είχε γίνει ανεξάρτητο κράτος το 1920 και έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος της χώρας.
Έστρεψε τους αντάρτες του εναντίον των Τσέτνικ και δεν άργησε να τους εξουδετερώσει.
Ανακήρυξε τον εαυτό του ηγέτη ολόκληρης της Γιουγκοσλαβίας και διακήρυξε την ένωση όλων των Γιουγκοσλάβων, ανεξάρτητα από την καταγωγή ή τη θρησκεία, εναντίον του κοινού εχθρού των Γερμανών. Οι ελαφρά οπλισμένοι αντάρτες του Τίτο μεγάλωσαν σε αριθμό και η εξοικείωση με τις ορεινές περιοχές τους επέτρεψε να διαφεύγουν από τις γερμανικές περιπολίες, να εκτελούν σαμποτάζ και να κάνουν αποτελεσματικές επιθέσεις. Αντιστάθμιζαν τις ελλείψεις τους σε βαρύ οπλισμό με την κινητικότητα και τον αιφνιδιασμό.
Τον Νοέμβριο του 1943, οι σύμμαχοι αναγνώρισαν τον Τίτο ως το νόμιμο ηγέτη της Γιουγκοσλαβίας και άρχισαν να τον εφοδιάζουν με όπλα, πολεμοφόδια και στρατιωτικούς συμβούλους. Παρά τα κομμουνιστικά ιδεώδη του, η μεγαλύτερη υποστήριξη προς τον Τίτο δόθηκε από τους Άγγλους και τους Αμερικανούς και όχι από τους Σοβιετικούς. Στο εσωτερικό της Γιουγκοσλαβίας, ο Τίτο αύξησε την ισχύ του.
Ο Χίτλερ διέταξε το λιγότερο επτά εκστρατείες για να επιτύχει την καταστροφή των παρτιζάνων του Τίτο. Την άνοιξη του 1943, οι Γερμανοί έριξαν στη μάχη επτά μεραρχίες με την υποστήριξη έξι ιταλικών μεραρχιών, ενάντια στον Τίτο. Αν και βρέθηκε κυκλωμένος, ο Τίτο κατάφερε να διαφύγει μέσα από δύσβατα ορεινά μονοπάτια. Κατόρθωσε να διασώσει όχι μόνο τις τέσσερις μεραρχίες του, αλλά και τέσσερις χιλιάδες τραυματίες.
Έναν χρόνο αργότερα, οι Γερμανοί προσπάθησαν να αιχμαλωτίσουν τον Τίτο ρίχνοντας ειδικές δυνάμεις αλεξιπτωτιστών κοντά στο στρατηγείο του. Και πάλι ο Τίτο κατόρθωσε να διαφύγει, ενισχύοντας το γόητρό του και προσελκύοντας κι άλλους εθελοντές στις δυνάμεις του.
Τον Σεπτέμβριο του 1943, χωρίς να συνεννοηθεί με τους συμμάχους, ο Τίτο κήρυξε τη Γιουγκοσλαβία «ομοσπονδιακή κοινότητα ισότιμων εθνοτήτων», συγκάλεσε ένα «κοινοβούλιο παρτιζάνων» και αυτοδιορίστηκε στρατάρχης της Γιουγκοσλαβίας. Ο Τίτο ένωσε τις δυνάμεις του που αριθμούσαν πάνω από διακόσιους πενήντα χιλιάδες άνδρες και πέρασε στην επίθεση.
Με την υποστήριξη της συμμαχικής αεροπορίας, ο Τίτο πολέμησε σε συνεργασία με τις νικηφόρες σοβιετικές δυνάμεις και τον Οκτώβριο του 1944 απελευθέρωσε το Βελιγράδι από τους Γερμανούς.
Περί το τέλος του πολέμου, ο στρατός του πολεμούσε σε συνεργασία με τους Βρετανούς στην περιοχή της Τεργέστης. Ο Τίτο παρέμεινε στην εξουσία μετά τον πόλεμο και σύντομα επιβεβαίωσε την ανεξαρτησία του από τους Σοβιετικούς και τις συμμαχικές δυνάμεις. Αν και παρέμεινε ένας πιστός κομμουνιστής, ο Τίτο διατύπωσε εθνικιστικές απόψεις, λέγοντας: «Ο γιουγκοσλαβικός κομμουνισμός έχει τις βάσεις του στους λόφους και στα δάση και δεν ήλθε έτοιμος και προκατασκευασμένος από τη Μόσχα».
Τον Ιούνιο του 1953, ο Τίτο έγινε πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Λαϊκής Δημοκρατίας της Γιουγκοσλαβίας και διατηρούσε την απόλυτη εξουσία μέχρι τον θάνατό του, στη Λουμπλιάνα στις 4 Μαΐου 1980, σε ηλικία 87 ετών. Στα τριάντα χρόνια που έμεινε στην Αρχή, ο Τίτο διατήρησε την ουδετερότητα της χώρας του και ανεδείχθη σε ηγέτη των αδέσμευτων χωρών.