Παρά τη συνολική βελτίωση που καταγράφεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση, η Ελλάδα παραμένει μακράν η χώρα με το υψηλότερο ποσοστό «υποκειμενικής φτώχειας» για το 2024, σύμφωνα με τα νέα στοιχεία της Eurostat.
Ειδικότερα, το 66,8% των Ελλήνων δήλωσε ότι θεωρεί τον εαυτό του «φτωχό» ή ότι δυσκολεύεται να καλύψει τις βασικές ανάγκες του – ένα ποσοστό σχεδόν τριπλάσιο από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (17,4%).
Ακολουθούν η Βουλγαρία με 37,4% και η Σλοβακία με 28,7%, ενώ τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Ολλανδία και τη Γερμανία (7,3%) και στο Λουξεμβούργο (8,5%).
Μικρή πτώση σε επίπεδο Ε.Ε.
Σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, η υποκειμενική φτώχεια μειώθηκε από 19,1% το 2023 σε 17,4% το 2024, δείχνοντας μια σταδιακή βελτίωση στις συνθήκες διαβίωσης.
Η έρευνα διαχωρίζει τους πολίτες σε τρεις ηλικιακές ομάδες:
- Κάτω των 18 ετών: 20,6% θεωρούνται υποκειμενικά φτωχοί.
- 18 έως 64 ετών: 17,3%, καταγράφοντας τη μεγαλύτερη μείωση (1,8 ποσοστιαίες μονάδες).
- 65 ετών και άνω: 14,9%, επίσης μειωμένο κατά 1,6 μονάδες σε σχέση με πέρυσι.
Η Eurostat επισημαίνει ότι, παρά τη γενική μείωση, τα ποσοστά παραμένουν υψηλά στις χώρες του Νότου και της Ανατολικής Ευρώπης, όπου οι πολίτες εξακολουθούν να βιώνουν μεγάλη οικονομική πίεση.
Η εικόνα στην Ελλάδα
Η Ελλάδα ξεχωρίζει αρνητικά, καθώς περισσότεροι από 6 στους 10 πολίτες εκτιμούν ότι ζουν κάτω από ικανοποιητικό επίπεδο διαβίωσης. Οι δείκτες αυτοί συνδέονται, σύμφωνα με οικονομικούς αναλυτές, με τη συνεχιζόμενη ακρίβεια στα βασικά είδη, το υψηλό κόστος στέγασης και τις μεγάλες ανισότητες στα εισοδήματα.
Παρά την ήπια ανάπτυξη και τη μείωση της ανεργίας, η «υποκειμενική φτώχεια» στην Ελλάδα αποκαλύπτει το χάσμα μεταξύ των μακροοικονομικών δεικτών και της πραγματικής καθημερινότητας των νοικοκυριών.
Όπως τονίζει η Eurostat, ο δείκτης αυτός δεν μετρά μόνο τα εισοδήματα, αλλά και το πώς οι ίδιοι οι πολίτες αντιλαμβάνονται την οικονομική τους κατάσταση — δείχνοντας ότι η οικονομική ανάκαμψη δεν έχει ακόμη γίνει αισθητή για την πλειονότητα των Ελλήνων.