Σύμφωνα με την παράδοση, κατά το δεύτερο μισό του 18ου αιώνα, εργαζόταν ως αγρότης και οικοδόμος στα Μέγαρα ο Λάμπρος Κανέλλος-Παπασταμάτης (μετέπειτα Άγιος Λαυρέντιος). Η καταγωγή του ήταν από τα Μέγαρα Αττικής, γιος του Δημητρίου και της Κυριακής, ήταν παντρεμένος με τη Βασίλω και είχε δύο γιούς, τον Ιωάννη και τον Δημήτριο. Ο ευσεβής χωρικός οραματίστηκε στον ύπνο του την Παναγία τρεις φορές, η οποία τον προέτρεπε να μεταβεί στο νησί της Σαλαμίνας και να οικοδομήσει έναν ναό ο οποίος προϋπήρχε εκεί ερειπωμένος. Τα συνεχή οράματα τάραξαν τον ψυχικό του κόσμο και δοκίμασαν την πίστη του στον Θεό. Μετά τον τρίτο οραματισμό της Θεοτόκου με "φόβο Θεού" μετέβη στο Μεγάλο Πεύκο, αναζητώντας μέσο για να πλεύσει προς τη Σαλαμίνα, και να εκτελέσει την εντολή της Παναγίας. Μη βρίσκοντας κανένα μέσο πλεύσης και με ιδιαίτερη αμηχανία προσευχήθηκε κατανυκτικά από τα βάθη της ψυχής του, και αμέσως τότε σαν γλυκιά μελωδία ακούστηκε ευκρινώς η φωνή της Παναγίας να του λέει: "Ρίξε το πανωφόρι σου στη θάλασσα και ανέβα επάνω σε αυτό, θα πλεύσεις με ασφάλεια και σώος θα αποβιβαστείς στην απέναντι ακτή του νησιού".
Με πλήρη πίστη και γεμάτος συγκίνηση ο ευσεβής Λάμπρος Κανέλλος χρησιμοποίησε την κάπα του σαν σχεδία, και κατάφερε να διασχίσει τη θάλασσα από τη Μεγαρική ακτή μέχρι τη βόρεια πλευρά της ακτής του νησιού της Σαλαμίνας, με ασφάλεια και τελείως στεγνός.
Αφού ευχαρίστησε ολόψυχα τη Θεοτόκο για το θαύμα που βίωσε έκτοτε αφιερώθηκε ολοκληρωτικά σε εκείνη. Έλαβε το μοναχικό σχήμα και μετονομάστηκε σε Ιερομόναχος Λαυρέντιος, συνεχίζοντας το έργο του να φέρει εις πέρας την εντολή της Παναγίας. Καθώς ερευνούσε με μόχθο, αξιώθηκε από τη Θεοτόκο να βρει θαμμένη μέσα στα ερείπια του κατεδαφισμένου παλαιού ναού, τη θαυματουργή εικόνα της κατάμαυρη από την υγρασία. Τα επόμενα χρόνια, εργάστηκε για την ανέγερση και την ανακαίνιση της Ιεράς Μονής με τη βοήθεια ευσεβών χριστιανών. Στη νεοϊδρυθείσα μονή δόθηκε το όνομα Φανερωμένη ή Νεοφανείσα.
Σε αυτό το μοναστήρι μόνασε ο Άγιος Λαυρέντιος και ανέλαβε και την ηγουμενία του. Με αυστηρή άσκηση, με νηστείες, αγρυπνίες καθώς και αγαθοεργίες περνούσε την αγία ζωή του. Την ευλάβεια του, μεταλαμπάδευσε στα μέλη της ενάρετης οικογένειας του. Η σύζυγος του Βασίλω τον ακολούθησε με προθυμία και ασπάστηκε τον μοναχικό βίο με το όνομα Βασσιανή. Ό ένας από τους δύο γιους του, προφανώς ο Ιωάννης μιμούμενος τον Άγιο Λαυρέντιο, χειροτονήθηκε Ιερομόναχος με το όνομα Ιωακείμ και διαδέχτηκε τον πατέρα του στην ηγουμενία.
Όταν τα χρόνια πέρασαν και η κούραση είχε καταβάλει τον όσιο γέροντα Λαυρέντιο, ο ίδιος αποχώρησε από την προσφιλή του μονή και κατευθύνθηκε προς τα νότια αυτής, σε ένα απόκρημνο και δυσπρόσιτο ύψωμα του βουνού. Εκεί έζησε σε ένα μικρό και ταπεινό κελί μικρών διαστάσεων που το αφιέρωσε στον Προφήτη Ηλία. Σε αυτό το ερημητήριο-ησυχαστήριο ο τέως ηγούμενος της μονής Φανερωμένης Λαυρέντιος λάξευσε έναν βράχο και συγκέντρωνε για τις ανάγκες του το νερό της βροχής, τρέφονταν από τα χόρτα του βραχώδους βουνού. Εκεί γνώρισε την ερημική ζωή και τη γαλήνη, δεχόταν και παρηγορούσε τους πονεμένους, θεράπευε τους ασθενείς έως το τέλος της ζωής του.
Την 7η Μαρτίου του 1707 απεβίωσε, χωρίς να προλάβει να δει την πλούσια αγιογράφηση του ναού της μονής η οποία ολοκληρώθηκε επί της ηγουμενίας του αντάξιου γιου του Ιερομονάχου Ιωακείμ. Το ιερό του λείψανο τάφηκε, για μερικούς στο Διακονικό του Καθολικού του παρεκκλησίου του Αγ. Χαραλάμπους και για άλλους στο συνεχόμενο Καθολικό του παρεκκλησίου του Αγ. Νικολάου στη νότια πλευρά της μονής στο δάπεδο μπροστά από το ιερό βήμα. Ερευνητές που ασχολήθηκαν με το θέμα κατέληξαν πως αρχικά ο Άγιος Λαυρέντιος τάφηκε στο κενοτάφιο του Αγ. Νικολάου. Με την ανακομιδή των λειψάνων του διαχώρισαν την κάρα του, τη σιαγόνα και μέρος του ενός χειρός του και τα υπόλοιπα οστά τα έθαψαν στο Διακονικό του Καθολικού του Αγ. Χαραλάμπους. Η σιαγόνα του Αγίου και το τμήμα της χειρός του φυλάσσονται με τα κειμήλια της μονής σε αργυρόδετες λειψανοθήκες, η αγία του κάρα έχει τεθεί προς προσκύνηση των πιστών, έξω από την αγία πρόθεση του παρεκκλησίου του Αγ. Νικολάου, μπροστά από την ολόσωμη τοιχογραφία του και δίπλα από τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Φανερωμένης.