
Η έρευνα αφορά το 2024 και εντοπίζει αύξηση του αριθμού των κρουσμάτων στις ευρωπαϊκές μονάδες υγειονομικής περίθαλψης, περιφερειακή ενδημικότητα και επείγοντα κενά στην επιτήρηση και τον έλεγχο των λοιμώξεων.
Η Ελλάδα βρίσκεται στη δεύτερη θέση (852) μεταξύ των πέντε χωρών με τα υψηλότερα κρούσματα στην Ευρώπη, κατά τη δεκαετία 2013-2023. Πρώτη είναι η Ισπανία (1.807) και ακολουθούν Ιταλία (712), Ρουμανία (404) και Γερμανία (120).
Ο Candidozyma auris (C. auris) είναι ένας μύκητας που συνήθως εξαπλώνεται ενδονοσοκομειακά και είναι ανθεκτικός στα αντιμυκητιασικά φάρμακα. Σύμφωνα με τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ), μπορεί να προκαλέσει λοίμωξη σε σοβαρά πάσχοντες, όπως είναι οι ανοσοκατεσταλμένοι ασθενείς στις ΜΕΘ με μακρά συνήθως νοσηλεία και οι οποίοι κατά κανόνα φέρουν ξένα σώματα (π.χ. καθετήρες).
Ο συγκεκριμένος μύκητας επιμολύνει τις επιφάνειες στο χώρο του νοσοκομείου και οι ασθενείς μπορεί να αποτελέσουν φορείς του παθογόνου κατόπιν αποικισμού του γαστρεντερικού συστήματός τους.
Τη δεκαετία 2013-2023, οι χώρες της Ευρώπης ανέφεραν πάνω από 4.000 κρούσματα. Μόνο το 2023 καταγράφηκε μεγάλη αύξηση με 1.346 κρούσματα σε 18 χώρες.
Το ECDC τονίζει ότι η ραγδαία εξάπλωση του Candidozyma auris αποτελεί σοβαρή απειλή για τους ασθενείς και τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και τονίζει την ανάγκη έγκαιρης ανίχνευσης και ελέγχου της μετάδοσης για την αποφυγή συρροής κρουσμάτων.
Επικίνδυνος μύκητας εξαπλώνεται στα ελληνικά νοσοκομεία
Η Ελλάδα, όμως, όπως και η Ιταλία, η Ρουμανία και η Ισπανία, έχει δηλώσει στο ECDC ότι δεν μπορεί πλέον να διακρίνει καινούριες εστίες του μύκητα λόγω εκτεταμένης εθνικής διασποράς. Όπως τονίζει το ECDC, σε αρκετές από αυτές τις χώρες, έχει σημειωθεί παρατεταμένη εθνική μετάδοση μέσα σε λίγα μόνο χρόνια μετά το πρώτο τεκμηριωμένο κρούσμα, γεγονός που υπογραμμίζει ένα κρίσιμο χρονικό περιθώριο για έγκαιρες παρεμβάσεις με στόχο την αναχαίτιση της εξάπλωσής του.
Ενώ ορισμένες χώρες έχουν θετικά αποτελέσματα στον περιορισμό των κρούσματα C. auris, πολλές αντιμετωπίζουν βασικά κενά. Μόνο 17 από τις 36 χώρες που συμμετέχουν στην έκθεση, διαθέτουν επί του παρόντος εθνικό σύστημα επιτήρησης για τον C. auris. Μόνο 15 χώρες έχουν αναπτύξει συγκεκριμένες εθνικές οδηγίες πρόληψης και ελέγχου των λοιμώξεων.
Η επιτήρηση στην Ελλάδα
Στην Ελλάδα, κατά την περίοδο 2024-2025 παρατηρείται μια μικρή μείωση στα νοσοκομεία, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΟΔΥ, Χρήστο Χατζηχριστοδούλου. Η χώρα μας διαθέτει σύστημα επιτήρησης, σε εθνικό επίπεδο. Η συλλογή δεδομένων επιβεβαιωμένων κρουσμάτων C. auris -συμπεριλαμβανομένων των διεισδυτικών λοιμώξεων και του αποικισμού- γίνεται από της Επιτροπές Λοιμώξεων των νοσοκομείων και κοινοποιείται στον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (ΕΟΔΥ) μέσω του υπάρχοντος συστήματος αναφοράς ασθενειών. Μια ειδική βάση δεδομένων έχει σχεδιαστεί για την εισαγωγή και αποθήκευση των δεδομένων μετά τη συλλογή τους από το προσωπικό του ΕΟΔΥ.
Το πρώτο κρούσμα C. auris στην Ελλάδα αναφέρθηκε το 2019. Κατά τη διάρκεια της πανδημίας covid-19, καταγράφηκε αύξηση στον αριθμό των κρουσμάτων καθώς και διασπορά σε διάφορα νοσοκομεία. Κλιμάκιο του ECDC είχε επισκεφθεί τη χώρα μας το 2024. Τότε, ήδη ο C. auris είχε εξαπλωθεί σε όλο το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, με εκατοντάδες κρούσματα να εντοπίζονται σε διάφορα νοσοκομεία. Μάλιστα, μία μονάδα αποκατάστασης είχε τόσο μεγάλο αριθμό ασθενών που είχαν ήδη αποικιστεί ή είχαν μολυνθεί από τον C. auris μετά από νοσηλεία σε νοσοκομεία, που ήταν απαραίτητο να οριστεί ένας ειδικός θάλαμος για τη φροντίδα τους. Συνολικά, τα κρούσματα που έχει αναφέρει η χώρα μας στο ECDC για είναι 852.