
Ο Χέντλι, ο οποίος κρίθηκε ένοχος για τη δολοφονία της 75χρονης γυναίκας στο σπίτι της στην πόλη το 1967, σε μια υπόθεση που θεωρείται η μεγαλύτερη σε διάρκεια «παγωμένη» υπόθεση του Ηνωμένου Βασιλείου που έχει φτάσει σε δίκη, άκουσε τον δικαστή να του λέει: «θα πεθάνεις στη φυλακή».
Το σώμα της ηλικιωμένης χήρας, που ήταν μητέρα δύο παιδιών βρέθηκε από γείτονες αφού ο Χέντλι, ένας 34χρονος τότε εργάτης σιδηροδρόμων, εισέβαλε με τη βία στο σπίτι στην περιοχή Easton πριν της επιτεθεί. Η αστυνομία βρήκε ίχνη σπέρματος και ένα αποτύπωμα παλάμης σε ένα από τα πίσω παράθυρα του σπιτιού - αλλά χρειάστηκαν περίπου 20 χρόνια πριν από την εξέταση DNA.
Η τοπική αστυνομία ξεκίνησε μια μεγάλη έρευνα: πήραν αποτυπώματα από παλάμες από 19.000 άνδρες, συνέλεξαν 1.300 καταθέσεις και έκαναν περισσότερες από 8.000 επισκέψεις από σπίτι σε σπίτι, ανέφεραν οι αστυνομικές αρχές σε ανακοίνωσή τους τη Δευτέρα. Η υπόθεση παρέμεινε ανεξιχνίαστη για περισσότερα από 50 χρόνια μέχρι που οι ντετέκτιβ του Avon και του Somerset έστειλαν στοιχεία από την αρχική έρευνα και βρήκαν μια αντιστοιχία DNA με τον Χέντλι.
Μόνο όταν η αστυνομία άρχισε να εξετάζει και πάλι την «παγωμένη» υπόθεση το 2023, οι ερευνητές μπόρεσαν να αποκτήσουν ένα πλήρες προφίλ DNA του δολοφόνου της Νταν από τη φούστα που φορούσε όταν δολοφονήθηκε - χρησιμοποιώντας τεχνολογία που δεν ήταν διαθέσιμη την εποχή του εγκλήματος.
Ο ίδιος είχε στο μεταξύ μετακομίσει στο Suffolk μετά τη δολοφονία και εξέτισε ποινή φυλάκισης για βιασμό δύο ηλικιωμένων γυναικών το 1977. Οι εισαγγελείς δήλωσαν ότι οι καταδίκες έδειξαν ότι είχε την «τάση» να εισβάλλει σε σπίτια ανθρώπων τη νύχτα και, σε ορισμένες περιπτώσεις, «να στοχοποιεί μια ηλικιωμένη γυναίκα που ζούσε μόνη της, να κάνει σεξ μαζί της παρά τις προσπάθειές της να τον αποτρέψει και να απειλεί με βία».
Ο Χέντλι, από το Ίπσουιτς, ο οποίος δεν κατέθεσε, αρνήθηκε τον βιασμό και τη δολοφονία αλλά κρίθηκε ένοχος και για τις δύο κατηγορίες έπειτα από δίκη στο Δικαστήριο του Μπρίστολ. Οι ντετέκτιβ δήλωσαν ότι οι αρχές σε όλη τη Βρετανία ερευνούν εάν ο 92χρονος θα μπορούσε να συνδεθεί και με άλλα ανεξιχνίαστα εγκλήματα.
Η εγγονή της Λουίζα Νταν, Μαίρη Ντέιντον, η οποία ήταν 20 ετών όταν δολοφονήθηκε η γιαγιά της, δήλωσε στο δικαστήριο ότι η δολοφονία της «είχε μεγάλο αντίκτυπο» στη μητέρα, τη θεία της και την οικογένειά της. «Δεν νομίζω ότι η μητέρα μου συνήλθε ποτέ από αυτό. Το άγχος που προκλήθηκε από τον βάναυσο βιασμό και τη δολοφονία της μητέρας της επισκίασε το υπόλοιπο της ζωής της» πρόσθεσε η εγγονή της γυναίκας που δολοφονήθηκε βάναυσα το 1967.
«Το γεγονός ότι ο δράστης δεν συνελήφθη έκανε τη μητέρα μου να αρρωστήσει και να παραμείνει πολύ άρρωστη. Όταν οι άνθρωποι έμαθαν για τη δολοφονία, απομακρύνθηκαν από εμάς. Από την εμπειρία μου, υπάρχει ένα στίγμα που συνδέεται με τον βιασμό και τη δολοφονία» εξομολογήθηκε η Μαίρη Ντέιντον.
Ο δικαστής είπε στον Χέντλι ότι τα εγκλήματά του έδειχναν «πλήρη περιφρόνηση για την ανθρώπινη ζωή και αξιοπρέπεια». «Η Λουίζα Νταν ήταν ευάλωτη, ήταν μια μικροκαμωμένη ηλικιωμένη γυναίκα που ζούσε μόνη της. Η παραβίαση του σπιτιού της, του σώματός της και τελικά της ζωής της ήταν μια αδίστακτη και σκληρή πράξη από έναν διεφθαρμένο άνδρα. Πρέπει να βίωσε σημαντικό πόνο και φόβο πριν από τον θάνατό της», είπε.
Καταδικάζοντας τον Χέντλι σε ισόβια κάθειρξη με ελάχιστη ποινή 20 ετών, ο δικαστής του είπε: «Δεν θα αποφυλακιστείς ποτέ, θα πεθάνεις στη φυλακή».
Ο ντετέκτιβ επιθεωρητής Ντέιβ Μάρτσαντ της αστυνομίας του Έιβον και του Σόμερσετ δήλωσε ότι ο Χέντλι «επιτέλους αντιμετωπίζει τη δικαιοσύνη για τα φρικτά εγκλήματα που διέπραξε εναντίον της Λουίζα Νταν το 1967». «Ο αντίκτυπος αυτού του εγκλήματος έχει ρίξει μια μακρά σκιά πάνω στην πόλη και ιδιαίτερα στην οικογένεια της Λουίζα, η οποία έκτοτε έχει αντιμετωπίσει τη θλίψη και το τραύμα».